Παραθέτω μια εξαιρετική αποτίμηση του έργου του μεγάλου Ιστορικού Eric Hobsbawm, που έφυγε πρόσφατα πλήρης ημερών, από το Γιώργο Κοκκόλη, στην iefimerida.
Με ένα δικό μου σχόλιο: Οι άνθρωποι δε θυσιάζουν τη ζωή τους για ένα «κατασκευασμένο παρελθόν», ερώτημα στο οποίο ο Hobsbawm κατά το Γιώργο Κοκκόλη δεν είχε απάντηση. Θυσιάζουν τη ζωή τους γι αυτό που εκπροσωπεί το παρόν του έθνους στην καθημερινότητά τους: την ασφάλεια, την κοινωνική ειρήνη, την προσδοκία ευημερίας. Αγαθά που προσέφεραν οι προ της γέννησης των εθνικών Κρατών αυτοκρατορίες και ελέω Θεού μοναρχίες. Που έπαψαν να τα προσφέρουν, γι αυτόκαι έσβησαν από το χάρτη. Μοίρα που περιμένει και τα έθνη όταν θα πάψουν να παρέχουν τα παραπάνω αγαθά.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Για τον Έρικ Χόμπσμπαουμ που έφυγε από τη ζωή πριν μερικές ημέρες δεν
είμαι αρμόδιος να μιλήσω. Ούτε για το πόσο κομμουνιστής ήταν ούτε για
το πόσο λάτρης της jazz υπήρξε. Αυτά αφορούν νεκρολογίες – πολλές εκ των
οποίων μάλιστα είναι εξαιρετικές, όπως αυτή εδώ στο περιοδικό Jacobine.
Για τον πολύ κόσμο ο Χόμπσμπαουμ θα μείνει γνωστός για την περίφημη «Εποχή των Άκρων», και για την τετράτομη ιστορία του από τη Γαλλική Επανάσταση ως την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έργα που τον κατέστησαν μια από τις σημαντικότερες παρουσίες στον χώρο της ιστοριογραφίας.
Ωστόσο, για όσους ασχοληθήκαμε με τη μελέτη του εθνικισμού και των εθνών, ο Χόμπσμπαουμ αποτελεί σημείο αναφοράς μέσω ενός άλλου του βιβλίου του The Invention of Tradition. Αυτός είναι και ο άξονας αυτού του σύντομου σημειώματος.
Στο βιβλίο αυτό ο Χόμπσμπαουμ μέσα από ενδελεχή μελέτη παρουσίαζε τη χρήση της Παράδοσης μέσα στο εθνικό αφήγημα και πως πολλές φορές τα έθνη-κράτη δημιουργούν εκ του μηδενός, ανασταίνουν ή χρησιμοποιούν εκλεκτικά τα κομμάτια εκείνα του παρελθόντος που εξυπηρετούν τους στόχους και τα συμφέροντά τους.
Ως ορθόδοξος Μαρξιστής, ο Χόμπσμπαουμ θεωρούσε τα κράτη δημιουργήματα της νεωτερικότητας και προϊόντα δραστικών κοινωνικών μεταμορφώσεων. Έτσι μέσα από το κατασκευασμένο παρελθόν ερευνούσε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κοινωνική παραγωγή της μνήμης» των κοινωνιών μέσα από τη δημόσια εκπαίδευση, τα μνημεία και τις δημόσιες τελετές. Άλλωστε ο ίδιος ως Πολωνοεβραίος από την Αλεξάνδρεια ήταν σε θέση από πρώτο χέρι να γνωρίζει μια τέτοια διαδικασία, παρακολουθώντας πχ. τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και την (ανα)κατασκευή της εβραϊκής γλώσσας.
Στο δίλημμα «εθνογένεση» ή «εθναφύπνιση» η θέση του ήταν σαφώς υπέρ της πρώτης. Πίστευε ότι τα έθνη δημιουργούνται μέσα από την νεωτερικότητα, την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και την προπαγάνδα. Δεν του άρεσε η ιδέα της «αφύπνισης» κάποιων κεκοιμισμένων εθνών μη μπορώντας ωστόσο να δώσει απαντήσεις αναφορικά με το πως είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να θυσιάζουν τη ζωή τους για μια συλλογική «παραίσθηση» ή ένα κατασκευασμένο παρελθόν. Άλλωστε τόσο ο ίδιος όσο και η σχολή των νεωτεριστών που υπηρέτησε δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει την ανάγκη για μια συνολική ερμηνεία του εθνικισμού ακολουθώντας μια υπόρρητη τελολογία στην ερμηνεία της Ιστορίας ικανή να σταθεί μέσα από τη ανάλυση απλώς και μόνο των δομικών διαστάσεων.
Ωστόσο η συνεισφορά του (μαζί με τα άλλα δύο ιερά τέρατα, τον Έρνεστ Γκέλνερ και τον Μπένεντικτ Άντερσον) υπήρξε κεφαλαιώδης όχι γιατι αποπειράθηκε να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο που αλλάζει διαρκώς, όσο γιατί μας χάριζε ένα σπουδαίο μάθημα: να αποδομείς την «δεδομένη» γνώση- ακόμη κι αν πρόκειται για το παρελθόν σου, τα βιώματα ή τις αναμνήσεις σου- και να αμφισβητείς ακόμη και αυτά που έχεις εσύ ανακαλύψει.
Ακούγεται κλισέ κι όμως, αν το καλοσκεφθείτε ζούμε σε μια κοινωνία η οποία έχει μια ιδιότυπη -σχεδόν σχιζοφρενική- σχέση με το παρελθόν της αφού το έχει ξεδιαλέξει προσεκτικά και έχει επιλέξει να το τοποθετήσει σε ένα βάθρο που ποτέ δεν μπορεί να αγγίξει. Το επικαλείται διαρκώς χωρίς να το κατανοεί και το μόνο που κάνει είναι να το διαχειρίζεται μεταπρατικά ως «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Μια τέτοια κοινωνία είναι καταδικασμένη δυστυχώς όχι απλά να μην κατανοεί το παρελθόν της, αλλά να μην κάνει τομές, να μην ρισκάρει και εν τέλει να ξεχνιέται από την ίδια την Ιστορία. Ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο μάθημά του για την Ελλάδα, που τόσο τον ταλαιπωρούσε στην περί εθνών του ανάλυση.
«Always the case of the Morea», μου είχε πει χαμογελώντας κάποτε όταν μας επισκέφθηκε ως ομότιμος καθηγητής στο LSΕ και σχολιάζαμε την κριτική στη θεωρία του και την αρχή της ελληνικής κρίσης που τότε άρχιζε να γίνεται θέμα της επικαιρότητας. Που να ήξερε τι θα ακολουθούσε.
ΥΓ. Δεν θα ξεχάσω τη σαφήνεια του λόγου του και τη διαύγεια της σκέψης του παρά το προχωρημένο της ηλικίας του.
Και φυσικά την ακλόνητη πεποίθησή του ότι ο Μάρξ είχε δίκιο.
Για τον πολύ κόσμο ο Χόμπσμπαουμ θα μείνει γνωστός για την περίφημη «Εποχή των Άκρων», και για την τετράτομη ιστορία του από τη Γαλλική Επανάσταση ως την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έργα που τον κατέστησαν μια από τις σημαντικότερες παρουσίες στον χώρο της ιστοριογραφίας.
Ωστόσο, για όσους ασχοληθήκαμε με τη μελέτη του εθνικισμού και των εθνών, ο Χόμπσμπαουμ αποτελεί σημείο αναφοράς μέσω ενός άλλου του βιβλίου του The Invention of Tradition. Αυτός είναι και ο άξονας αυτού του σύντομου σημειώματος.
Στο βιβλίο αυτό ο Χόμπσμπαουμ μέσα από ενδελεχή μελέτη παρουσίαζε τη χρήση της Παράδοσης μέσα στο εθνικό αφήγημα και πως πολλές φορές τα έθνη-κράτη δημιουργούν εκ του μηδενός, ανασταίνουν ή χρησιμοποιούν εκλεκτικά τα κομμάτια εκείνα του παρελθόντος που εξυπηρετούν τους στόχους και τα συμφέροντά τους.
Ως ορθόδοξος Μαρξιστής, ο Χόμπσμπαουμ θεωρούσε τα κράτη δημιουργήματα της νεωτερικότητας και προϊόντα δραστικών κοινωνικών μεταμορφώσεων. Έτσι μέσα από το κατασκευασμένο παρελθόν ερευνούσε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κοινωνική παραγωγή της μνήμης» των κοινωνιών μέσα από τη δημόσια εκπαίδευση, τα μνημεία και τις δημόσιες τελετές. Άλλωστε ο ίδιος ως Πολωνοεβραίος από την Αλεξάνδρεια ήταν σε θέση από πρώτο χέρι να γνωρίζει μια τέτοια διαδικασία, παρακολουθώντας πχ. τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και την (ανα)κατασκευή της εβραϊκής γλώσσας.
Στο δίλημμα «εθνογένεση» ή «εθναφύπνιση» η θέση του ήταν σαφώς υπέρ της πρώτης. Πίστευε ότι τα έθνη δημιουργούνται μέσα από την νεωτερικότητα, την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και την προπαγάνδα. Δεν του άρεσε η ιδέα της «αφύπνισης» κάποιων κεκοιμισμένων εθνών μη μπορώντας ωστόσο να δώσει απαντήσεις αναφορικά με το πως είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να θυσιάζουν τη ζωή τους για μια συλλογική «παραίσθηση» ή ένα κατασκευασμένο παρελθόν. Άλλωστε τόσο ο ίδιος όσο και η σχολή των νεωτεριστών που υπηρέτησε δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει την ανάγκη για μια συνολική ερμηνεία του εθνικισμού ακολουθώντας μια υπόρρητη τελολογία στην ερμηνεία της Ιστορίας ικανή να σταθεί μέσα από τη ανάλυση απλώς και μόνο των δομικών διαστάσεων.
Ωστόσο η συνεισφορά του (μαζί με τα άλλα δύο ιερά τέρατα, τον Έρνεστ Γκέλνερ και τον Μπένεντικτ Άντερσον) υπήρξε κεφαλαιώδης όχι γιατι αποπειράθηκε να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο που αλλάζει διαρκώς, όσο γιατί μας χάριζε ένα σπουδαίο μάθημα: να αποδομείς την «δεδομένη» γνώση- ακόμη κι αν πρόκειται για το παρελθόν σου, τα βιώματα ή τις αναμνήσεις σου- και να αμφισβητείς ακόμη και αυτά που έχεις εσύ ανακαλύψει.
Ακούγεται κλισέ κι όμως, αν το καλοσκεφθείτε ζούμε σε μια κοινωνία η οποία έχει μια ιδιότυπη -σχεδόν σχιζοφρενική- σχέση με το παρελθόν της αφού το έχει ξεδιαλέξει προσεκτικά και έχει επιλέξει να το τοποθετήσει σε ένα βάθρο που ποτέ δεν μπορεί να αγγίξει. Το επικαλείται διαρκώς χωρίς να το κατανοεί και το μόνο που κάνει είναι να το διαχειρίζεται μεταπρατικά ως «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Μια τέτοια κοινωνία είναι καταδικασμένη δυστυχώς όχι απλά να μην κατανοεί το παρελθόν της, αλλά να μην κάνει τομές, να μην ρισκάρει και εν τέλει να ξεχνιέται από την ίδια την Ιστορία. Ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο μάθημά του για την Ελλάδα, που τόσο τον ταλαιπωρούσε στην περί εθνών του ανάλυση.
«Always the case of the Morea», μου είχε πει χαμογελώντας κάποτε όταν μας επισκέφθηκε ως ομότιμος καθηγητής στο LSΕ και σχολιάζαμε την κριτική στη θεωρία του και την αρχή της ελληνικής κρίσης που τότε άρχιζε να γίνεται θέμα της επικαιρότητας. Που να ήξερε τι θα ακολουθούσε.
ΥΓ. Δεν θα ξεχάσω τη σαφήνεια του λόγου του και τη διαύγεια της σκέψης του παρά το προχωρημένο της ηλικίας του.
Και φυσικά την ακλόνητη πεποίθησή του ότι ο Μάρξ είχε δίκιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου