Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Η ΣΥΡΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ

Ανεξαρτήτως του τι στάση θα αποφασίσει να τηρήσει έναντι της Τουρκίας η ελληνική κυβέρνηση η περαιτέρω κλιμάκωση ή ύφεση της ελληνοτουρκικής κρίσης εξαρτάται απολύτως από τις εξελίξεις στη συριακή κρίση.
Στην οποία η δυνατότητα παρέμβασης του ελληνικού Κράτους είναι η ίδια με την ικανότητα της μέδουσας να επηρεάσει το πού θα την πάει το κύμα*, καθώς, οι εμπλεκόμενοι είναι υπερβολικά πολλοί κι ο καθένας από αυτούς έχει τους δικούς του στόχους, οι οποίοι συγκρούονται, εν μέρει ή εν όλω, με αυτούς όλων των υπολοίπων.


Τρία εικοσιτετράωρα πέρασαν από τη στιγμή που ο Τούρκος πρωθυπουργός, Μπιναλί Γιλντιρίμ, έπαιρνε τηλέφωνο τον Αλέξη Τσίπρα για να τον συλλυπηθεί για τον θάνατο του σμηναγού Γιώργου Μπαλταδώρου, μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος άνθρωπος ανακοίνωνε «επιχείρηση Τούρκων κομάντος για κατέβασμα της ελληνικής σημαίας από τη νησίδα Μικρός Ανθρωποφάς, όπου την είχαν τοποθετήσει κάτοικοι των Φούρνων».
Δε θα σταθούμε στο αν όντως συνέβη ή δε συνέβη η επιχείρηση, αν οι Τούρκοι καταδρομείς πέρασαν όντως χωρίς να γίνουν αντιληπτοί κάτω από τη μύτη των φρουρών της Σάμου, του Αγαθονησίου και των Φούρνων ή αν πρόκειται για κλασική προπαγάνδα που στοχεύει στη δημιουργία σύγχυσης στον εχθρό.
Θα σταθούμε σε αυτό που άλλαξε μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες στη Συρία, και το οποίο δεν ήταν άλλο από την έκταση και τη σοβαρότητα -τη μη σοβαρότητα για να είμαστε ακριβέστεροι- της επίθεσης των Δυτικών, σε αντίποινα για την αμφιλεγόμενη χρήση χημικών όπλων από τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Την περασμένη Πέμπτη όλοι περίμεναν μια σαρωτική στρατιωτική επέμβαση της συμμαχίας των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας στη Συρία. Η Ρωσία προειδοποιούσε ότι «δε θα μείνει απαθής» κι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εμφανώς ανήσυχος για το ενδεχόμενο να κληθεί ν' αποφασίσει μέσα σε λεπτά της ώρας αν θα μείνει με τη Δύση ή αν θα πάει με τη Ρωσία και το Ιράν, καλούσε τα μέρη να «επιδείξουν αυτοσυγκράτηση».
Σήμερα το πρωί όλοι γνώριζαν ότι η περιβόητη δυτική σαρωτική απάντηση ήταν εκατό περίπου πύραυλοι που έπληξαν εγκαταστάσεις τις οποίες οι δυνάμεις του αλ Άσαντ είχαν προηγουμένως εκκενώσει, ενώ η Ρωσία και οι Δυτικοί επιδίδονταν σε πόλεμο ανακοινώσεων προπαγάνδας για εσωτερική κατανάλωση.
Επιστροφή στην κανονικότητα λοιπόν -προσωρινά τουλάχιστον-, άρα η Τουρκία μπορεί ανεμπόδιστα να συνεχίσει την κλιμάκωση της έντασης με την Ελλάδα. Οι εκτιμήσεις της τουρκικής ηγεσίας θα ήταν εντελώς διαφορετικές αν το περασμένο Σαββατοκύριακο τα πράγματα είχαν εξελιχτεί σε μια νέα κρίση της Κούβας.
Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από την δυτική επίθεση στη Συρία που κατέληξε σε φούσκα, είναι πως ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία έχουν συνειδητοποιήσει ότι στη Συρία κερδίζουν οι Ρώσοι και το Ιράν, κατάσταση την οποία επιθυμούν να αντιστρέψουν, χωρίς όμως να έχουν κάποια στρατηγική και, κυρίως, μη μπορώντας να τιθασεύσουν τον ανελέητο ανταγωνισμό ανάμεσα σε δυο σημαντικούς τους συμμάχους, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία, για την ηγεσία του σουνιτικού Ισλάμ, έναν ανταγωνισμό που οδήγησε την πρώτη σε σύμπλευση με τη Ρωσία με το Ιράν.
Διότι αν κάτι κοινό υπάρχει ανάμεσα στην κλιμάκωση της κρίσης από πλευράς Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο και στη διεκδίκηση, μετά από έναν ολόκληρο αιώνα, της ηγεσίας του σουνιτικού Ισλάμ από τη Σαουδική Αραβία, είναι η πεποίθηση του Ερντογάν ότι η Τουρκία είναι πλέον σε θέση να ανακτήσει την επιρροή που είχε  μέχρι το τέλος του  Α' Παγκοσμίου Πολέμου και, ως μεσαίας ισχύος δύναμη, να ρυθμίζει τις συμμαχίες της ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Έτσι επιθυμεί να  παραμείνει σημαίνον  μέλος του ΝΑΤΟ, συμμαχώντας ταυτόχρονα με τη Ρωσία και το Ιράν στη Συρία και στηρίζοντας το Κατάρ στην αντιπαράθεσή του με τη Σαουδική Αραβία, ώστε να πλήξει καίρια την επιρροή της τελευταίας στη Μέση Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει Ουιγούρους εθνικιστές και τζιχαντιστές στην Κίνα κι επιδιώκει να περιορίσει τη ρωσική επιρροή στις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Κι ενώ είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και το ΝΑΤΟ είναι εξαιρετικά εκνευρισμένοι από τη σύμπλευση της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν στη Συρία, δεν έχουν καμία διάθεση να απωλέσει η Ατλαντική Συμμαχία τον τουρκικό στρατό, τον δεύτερο σε μέγεθος μετά από αυτό των ΗΠΑ.
Εξ ίσου προφανές είναι όμως ότι η Δύση δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να δει ταπεινωμένο τον άλλο στρατηγικό της σύμμαχο στη Μέση Ανατολή, τη Σαουδική Αραβία. Ούτε και διαθέτει πειστικά μέσα προσέγγισης των δυο αντιπάλων μιας και οι αντιπρόσωποί της στο συριακό παζλ περιορίζονται στους Κούρδους, που με τη σειρά τους είναι κόκκινο πανί για την Τουρκία.
Όσο λοιπόν στη Συρία η Τουρκία θα κινείται σε τεντωμένο σχοινί, μεταξύ της σύμπλευσής της με τη Ρωσία και το Ιράν και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της ως μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας, θα εκνευρίζει με τη συμπεριφορά της τους Δυτικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους θα την αντιμετωπίζουν ως αβέβαιο σύμμαχο.
Στην περίπτωση αυτή δεν θα επιδιώξει κάποιο θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα και η όποια κλιμάκωση θα παραμείνει σε επίπεδο φραστικών απειλών, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και το «ατύχημα» η διαχείριση του οποίου, όπως εξήγησα στο Φάντασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου , μόνο εύκολη δε θα είναι.
Υπάρχουν όμως και δυο άλλα ενδεχόμενα: είτε ο Ερντογάν να αποφασίσει να βάλει στον πάγο προσωρινά την αντιπαράθεσή του με τη Σαουδική Αραβία, να ευθυγραμμιστεί με τη Δύση και να επιδιώξει κάποια απτά άμεσα οφέλη μέσω μιας κρίσης με την Ελλάδα, είτε να παγιωθεί στη Συρία μια ασταθής μεν ισορροπία, η οποία όμως θα  απαιτεί μικρή δέσμευση στρατιωτικών δυνάμεων και διπλωματικών ενεργειών και επομένως δε θα στέκεται εμπόδιο στην κλιμάκωση μιας κρίσης με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Προσωπικά δίνω μικρότερες πιθανότητες στο πρώτο από τα δυο ενδεχόμενα, μιας και θα συνιστά μια στρατηγική αναδίπλωση για την Τουρκία, η οποία δε θα μπορέσει να επανέλθει σύντομα  στη διεκδίκηση της ηγεσίας του σουνιτικού Ισλάμ.
Το δεύτερο ενδεχόμενο αντιθέτως έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες και, στην περίπτωση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με οδυνηρά διλήμματα, μιας και ο ελληνικός - και ο ελληνοκυπριακός- πολιτικός κόσμος κλώτσησαν στις προηγούμενες δεκαετίες όλες ανεξαιρέτως τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν για μια εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία. 
Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής μυωπίας ήταν το πέταγμα στα σκουπίδια της Συμφωνίας του Ελσίνκι, το 1999, που προέβλεπε την από κοινού προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αν ως το Δεκέμβρη του 2004 οι δυο χώρες δεν είχαν καταφέρει να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση στο Αιγαίο-. Πράγμα που συνδυάστηκε με την «υπερήφανη» απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκύπριους.
Σήμερα όμως είναι σαφές ότι στο Αιγαίο η Τουρκία δεν μιλά πλέον για γκρίζες ζώνες. Διεκδικεί ευθέως την κυριαρχία σε σειρά νησιών και νησίδων επτά - οκτώ από τα οποία κατοικούνται.
Δεύτερον,  η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να προσδοκά καμία απολύτως νατοϊκή υποστήριξη -αυτό το έχει καταστήσει εδώ και αρκετές εβδομάδες σαφές ο γ.γ. του ΝΑΤΟ- αλλά ούτε και μονομερή υποστήριξη από ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία, οι οποίες, σημειωτέον, δεν διαθέτουν στην παρούσα φάση κάποιο πειστικό μέσο πίεσης προς την Τουρκία (ο βομβαρδισμός της με πυραύλους από τον αμερικανικό στόλο μόνο ως όνειρο θερινής νυκτός Ελληναράδων που ζουν σε εικονική πραγματικότητα πρέπει να εκλαμβάνεται) .
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, εν όψει της επικείμενης επίσκεψης Γιουνκέρ στην Αθήνα στα τέλη Απριλίου κατά την οποία αναμένεται να εκφωνήσει και ομιλία στη Βουλή, πηγές της ΕΕ διαρρέουν ότι «θα συστήσει στην Ελλάδα αυτοσυγκράτηση σε σχέση με την Τουρκία».
Σε Ελλάδα και Κύπρο, κυβέρνηση και κοινωνία πρέπει, κάτω από αυτές τις συνθήκες ν' αρχίσουν να συζητούν αν αντέχουν το οικονομικό και, κυρίως, το ανθρώπινο κόστος ενός μακροχρόνιου πολέμου με την Τουρκία, στον οποίο η Ελλάδα θα είναι μόνη της, με τους δυτικούς συμμάχους ανησυχούντες μεν, άπραγους δε.
Και για αρχή να καταστεί σαφές σε συμπαθείς δημάρχους όπως αυτός των Φούρνων, οι οποίοι νομίζουν ότι μπορούν να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της χώρας αναρτώντας σημαίες σε σκουπόξυλα, ότι δουλειά τους είναι να μαζεύουν τα σκουπίδια, να μην έχουν λακκούβες οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια και, γενικά να λειτουργούν άρτια οι δημοτικές υπηρεσίες. Και να τους υπενθυμιστεί επίσης, για την περίπτωση κατά την οποία επιθυμούν να προσελκύσουν ψηφαλάκια και να εκλεγούν βουλευτές, ότι ο πρώτος διδάξας αυτής της τακτικής, ο Δημήτρης Διακομιχάλης, Δήμαρχος Καλύμνου, που προκάλεσε με τα καμώματά του την κρίση των Ιμίων , πήγε άπατος στις εκλογικές αναμετρήσεις που διεκδίκησε βουευτικό αξίωμα.

Γιάννης Χρυσοβέργης

*Δανείστηκα την παρομοίωση της μέδουσας από το Νίκο Μπελογιάννη (γιο του ανθρώπου με το γαρύφαλλο) που τη χρησιμοποίησε σήμερα σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο 247 88,6 FM.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ποτέ, εδώ κι ένα περίπου αιώνα, ο κίνδυνος ενός ελληνοτουρκικού πολέμου δεν ήταν τόσο μεγάλος. Και, μολονότι τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άγκυρα ουδείς τον επιθυμεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, εάν ξεσπάσει ένα πράγμα είναι σχεδόν βέβαιο: ότι δεν θα είναι σύντομης διάρκειας.
Η σύλληψη και φυλάκιση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών τον περασμένο μήνα αποτέλεσε σημείο καμπής στην κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που ξέσπασε με αφορμή -και δευτερευόντως αιτία- την απόφαση του Αρείου Πάγου, το Γενάρη του 2017, να μην εκδώσει στην Τουρκία τους οκτώ φερόμενους ως πραξικοπηματίες, που ζήτησαν καταφύγιο στην Ελλάδα.
Αυτό που άλλαξε ήταν η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία εγκατέλειψε την τακτική των χαμηλών τόνων, με αποτέλεσμα μια ολοένα κλιμακούμενη φραστική αντιπαράθεση στο πιο ψηλό πολιτικό επίπεδο, και απάντησε στη σύλληψη των δυο στρατιωτικών με ενίσχυση των μονάδων στην ελληνοτουρκική μεθόριο και συνεχή γυμνάσια.
Το επίπεδο της φραστικής αντιπαράθεσης παραπέμπει σε εποχές που προηγήθηκαν της κορύφωσης προηγούμενων κρίσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το 1974, το 1987 και το 1996, ενώ η ένταση στη μεθόριο αυξάνει εκθετικά τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου.
Το οποίο θερμό επεισόδιο, ούτε η Αθήνα, ούτε η Άγκυρα επιθυμούν, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους. Η μεν Αθήνα, διότι γνωρίζει πως κάτι τέτοιο θα είχε βαρύτατες επιπτώσεις στον ελληνικό - και στον τουρκικό- τουρισμό, ο οποίος είναι στην παρούσα φάση η ατμομηχανή της οικονομίας. Η δε Άγκυρα διότι, με το σκηνικό στη Συρία εντελώς ρευστό -παρά τις πρόσφατες στρατιωτικές της επιτυχίες- έχει σοβαρούς λόγους να μην επιθυμεί την εμπλοκή της σε ένα δεύτερο μέτωπο.
Το γεγονός όμως ότι ουδείς επιθυμεί ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ως μέσο για την προώθηση των πολιτικών του επιλογών, δε συμβαίνει ότι δε μπορεί αυτό να συμβεί από ατύχημα.
Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, κανένας από τους άτυπους διμερείς μηχανισμούς διαχείρισης τέτοιων κρίσεων -διότι τέτοιου είδους «ατυχήματα» συνέβησαν στην ήρεμη περίοδο 2000-2017- δε θα είναι σε θέση να αποκλιμακώσει την ένταση στη γένεσή της.
Επιπλέον, κανένας από τους παράγοντες οι οποίοι στις προηγούμενες κρίσεις επενέβησαν πυροσβεστικά και απέτρεψαν την εξέλιξή τους σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη δεν είναι σε θέση να παρέμβει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση -στην υποθετική και εξόχως απίθανη περίπτωση που θα ενδιαφέρονταν να αποτρέψει ένα ελληνοτουρκικό πόλεμο- δεν έχει καμιά δυνατότητα παρέμβασης καθώς, εδώ και χρόνια, έχει καταστήσει στην Τουρκία σαφές ότι δεν υπάρχει γι' αυτήν «ευρωπαϊκή προοπτική». Επιπλέον οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Γερμανία βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών, ενώ οι γαλλοτουρκικές σχέσεις δοκιμάζονται στη Συρία, όπου οι βλέψεις των δυο χωρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.
Η ανοιχτή αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Τουρκία στη Συρία, στερεί επίσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε δυνατότητα αποτρεπτικής παρέμβασης, ανάλογης με αυτή του προέδρου Κλίντον, που απέτρεψε το 1996 έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η αδυναμία των ΗΠΑ και των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών να παρέμβουν πυροσβεστικά στην ελληνοτουρκική κρίση, καθιστά και το ΝΑΤΟ, εκ των πραγμάτων, ανίσχυρο για οποιαδήποτε παρέμβαση, ενώ η Ρωσία δεν΄έχει το παραμικρό συμφέρον να αποτρέψει μια πολεμική σύρραξη η οποία θα κάνει τους δυτικούς αντιπάλους της άνω-κάτω και θα της επιτρέψει να προωθήσει τα δικά της σχέδια απρόσκοπτα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ένα τυχαίο ατυχές περιστατικό μπορεί να γίνει το έναυσμα ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος σε μια και μόνη περίπτωση -που δεν είναι και ιδιαίτερα πιθανή- θα είναι σύντομος: αν καταρρεύσει με συνοπτικές διαδικασίες ο ελληνικός στρατός.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση οι δυο χώρες θα εμπλακούν σε ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς. Στο -επίσης ελάχιστα πιθανό- ενδεχόμενο που ο ελληνικός στρατός «παίρνει την Πόλη και την Αγιά Σοφιά» η Τουρκία δεν υπάρχει περίπτωση να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μιας και διαθέτει πολύ περισσότερο κιμά για κανόνια από την Ελλάδα. Τέλος, σε όλες τις ενδιάμεσες -και πιθανότερες- εκδοχές όπου κανένας από τους δυο στρατούς δεν θα κατορθώνει να επιτύχει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, οι δυο κυβερνήσεις θα παραμένουν δέσμιες της χίμαιρας της «νίκης».
Διότι οι αιτίες της κρίσης είναι πολύ πιο βαθιές από το «ινάτι του Ερντογάν» για τους οκτώ στρατιωτικούς, αν και η εν λόγω υπόθεση σαφώς και έπαιξε το ρόλο της, από τη στιγμή που ο Τούρκος πρόεδρος τη θεώρησε «προσωπική προσβολή».
Με όχημα την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας, που από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία τρέχει με ρυθμούς 4%-7% ετησίως, ο Τούρκος πρόεδρος θέλησε να ξανακάνει την Τουρκία αυτό που ήταν μέχρι το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου: μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη. 
Στόχο που, με εξαίρεση το Κουρδικό Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών και κάποιες περιθωριακές δυνάμεις της τουρκικής Αριστεράς, αποδέχεται όλο το πολιτικό σύστημα της χώρας. 
Σε αυτό το πλαίσιο εγκαινιάστηκε μια πολιτική άμεσης παρέμβασης στη Μέση Ανατολή, με στόχο να καταστεί η Τουρκία ηγέτιδα του σουνιτικού ισλάμ, κάτι που την έφερε σε ευθεία σύγκρουση με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία.
Σε αυτό το πλαίσιο επίσης είναι «αδιανόητο» να υπάρχουν ενεργειακές οδοί στην Ανατολική Μεσόγειο που θα παρακάμπτουν την Τουρκία. 
Σε θεσμικό και συμβολικό επίπεδο δε επιβάλλεται η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία καθορίζει τα σύνορα της Τουρκίας από το 1923 και μετά.
Από το 2013 και μετά η Ελλάδα και η Κύπρος ασκούν από την πλευρά τους μια επιθετική ενεργειακή πολιτική, η οποία αποκόπτει την Τουρκία από τα εκτιμώμενα ως πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και σχεδιάζουν, μαζί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, οδούς μεταφοράς του αερίου οι οποίες -ενάντια σε κάθε οικονομική λογική-παρακάμπτουν την Τουρκία.
Τα σχέδια αυτά  η Τουρκία τα εκλαμβάνει ως απόπειρες περικύκλωσής της και γι' αυτό είναι αποφασισμένη -και υποχρεωμένη αν θέλει να τα αποτρέψει- να αντιδράσει δυναμικά, πράγμα που καθιστά αναγκαστική τη σύγκρουσή της, στο άμεσο ή στο απώτερο μέλλον, με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το εκρηκτικό σκηνικό ολοκληρώνεται από την «εικόνα του άλλου» στο συλλογικό ασυνείδητο των εμπλεκόμενων λαών. Κι όπως στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων ο Τούρκος είναι η προσωποποίηση του «κακού δράκου», έτσι και στο συλλογικό ασυνείδητο των Τούρκων ο Έλληνας είναι «το όργανο της Δύσης στα σκοτεινά σχέδια που απεργάζεται κατά της Τουρκίας».
Και, με δεδομένο ότι οι φωνές της λογικής, τόσο στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος των δυο χωρών, όσο και εκτός αυτού, είναι πολύ λίγες αριθμητικά και περιθωριοποιημένες, το έργο της προπαγάνδας των εμπόρων του πολέμου γίνεται απείρως ευκολότερο.

Γιάννης Χρυσοβέργης