Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Πόλη που καίγεται


Γκαζμέντ ΚαπλάνιΑναρτώ, από το protagon.gr  το εξαίρετο άρθρο τουΓκαζμέντ Καπλάνι για το συνεχώς ενισχυόμενο «κόμμα των νεοβαρβάρων». 
Με λίγα κείμενα τον τελευταίο καιρό έχω συμφωνήσει τόσο πολύ

Γιάννης Χρυσοβέργης

Χθες το βράδυ στην Αθήνα γεννήθηκε το «κόμμα των νεοβαρβάρων». Τα μέλη του δεν γοητεύονται καν από την παλιά επαναστατική ιδέα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Γιατί απλά δεν έχουν κανέναν σκοπό εκτός από το μίσος. Μίσος για τους μπάτσους προπαντός. Μίσος για κάθε τι που συμβολίζει την πόλη. Δεν μετέχουν πραγματικά σε καμία ιδεολογική παράδοση. Είναι «παιδιά» ενός «αιώνιου παρόντος», χωρίς μνήμη, χωρίς παρελθόν και χωρίς όραμα για το μέλλον, εκτός από το  σύνθημα: «πόλη που καίγεται λουλούδι που ανθίζει». 
Αυτό το «σύνθημα» ενώνει ανθρώπους της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς, χούλιγκαν των γηπέδων και ανθρώπους του υποκόσμου, μειγνύοντας διάφορους «ρομαντικούς» ολοκληρωτικούς μύθους και πρακτικές αντάρτικου πόλεων.  
Το κόμμα των νεοβαρβάρων είναι η αντιστραμμένη αντανάκλαση της κύριας ιδέας και πρακτικής που ενσαρκώνουν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και μορφώματα, συστημικά και αντισυστημικά: η έχθρα για το κοινό αγαθό. Είναι η άλλη όψη του πλιάτσικου του κράτους, του κουκουλώματος της πραγματικότητας, της διαφθοράς, της διαπλοκής.  
Οι «κουκουλοφόροι» διώχνουν τους «αδύναμους», δεν αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό ήθος, αυτοπροβάλλονται ως «ήρωες» - ενσωματώνοντας μια διάχυτη πολιτική κουλτούρα φανατισμού, ολοκληρωτισμού και «αντίστασης» που ξέρει να παράγει μόνο «ήρωες» και «προδότες». Είναι «παιδιά» μιας διάχυτης «λαϊκής κουλτούρας» που ανέχεται και βραβεύει την παραβατικότητα. Ενός ισχυρού αισθήματος δυσπιστίας και απαξίωσης των θεσμών και του πολιτικού συστήματος. 
Το κόμμα των νεοβαρβάρων θα μεγαλώσει εάν δεν αναδυθεί στην Ελλάδα μια νέα πολιτική τάξη και μια νέα κοινωνική κουλτούρα. Εάν η νέα γενιά της ακραίας αβεβαιότητας δεν βρει πολιτική και μιντιακή εκπροσώπηση.  
Αντί να μεταρρυθμιστεί το σύστημα μπορεί να προτείνει έκτακτα κατασταλτικά μέτρα. Σε αυτή την περίπτωση, θα κάνει το μεγαλύτερο δώρο στο κόμμα των νεοβαρβάρων: εκείνοι θέλουν τον πόλεμο και το Κράτος θα τους τον δώσει. Τα θύματα σε αυτή την περίπτωση θα είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί και κάθε έννοια του κοινού αγαθού που δίνει νόημα στην παρουσία των ανθρώπων σε μια πόλη.  
Από εκεί και πέρα εάν κάτι μας έμαθε ο προηγούμενος αιώνας είναι ότι τα βάρβαρα μέσα γεννούν αναπόφευκτα έναν βάρβαρο κόσμο. Πόλη που καίγεται δεν είναι λουλούδι που ανθίζει. Είναι ο φασισμός και ο σταλινισμός που ανθίζει.

ΥΓ. Το ξέρω. Σήμερα θα πουν ότι η χθεσινή κόλαση ήταν «προϊόν προβοκάτσιας». Τόσα χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει «προπονηθεί», από συστημικούς και αντισυστημικούς, ΜΜΕ και «λαϊκούς διανοούμενους», άκρα αριστερά και άκρα δεξιά, στην τέχνη του κουκουλώματος της πραγματικότητας. Και αυτό αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση της πραγματικότητας…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στο όντως ενδιαφέρον άρθρο του κ. Καπλάνι, που σε κάποια σημεία με βρίσκει σύμφωνο, με προβληματίζει η τάση του να εξομοιώνει την κουλτούρα βίας του κουκουλοφόρου αντιεξουσιαστή με αυτήν του φασίστα. Υπάρχει μια πικρή αλήθεια, ότι οι δυο αυτοί χώροι επικοινωνούν με κάποιον τρόπο, με την έννοια ότι το να περάσει κάποιος από το φασισμό στην αναρχία, ή το αντίστροφο, δεν είναι διόλου απίθανο να συμβεί. Και ακόμα, και οι δυο χώροι διαπνέονται από μια μιλιταριστική αντίληψη μίσους για αυτόν που θεωρούν εχθρό τους και αποτελεσματικότητας στο επιχειρησιακό επίπεδο («στο κάψιμο και στο σπάσιμο δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο», έλεγε ένας νεαρός μπαχαλάκης πριν από πολλά χρόνια). Να πιθανολογήσω ένα ακόμα κοινό στοιχείο: την αίσθηση «μεγαλείου» ότι στο δρόμο, τη στιγμή που τα κάνεις ρημαδιό, ανοίγεις κεφάλια ή τυλίγεις στις φλόγες το ματατζή, είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, καθώς απολαμβάνεις έστω και ένα κβάντουμ εξουσίας από αυτήν που στερείσαι στην πεζή καθημερινότητα. Στο μυαλό μου έρχεται εκείνος ο μισοπάλαβος πιλότος στην ταινία «αποκάλυψη τώρα», που έριχνε βόμβες ναπάλμ στο βιετναμέζικο χωριό και απολάμβανε το θέαμα ως σύγχρονος Νέρων, υπό τη μουσική υπόκρουση της «καθόδου των Βαλκυριών», του Βάγκνερ (άλλος επαρμένος κι’αυτός).

Εντοπίζω όμως μια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ των δυο αυτών χώρων: Ο αντιεξουσιαστής κουκουλοφόρος θα δώσει μια συμβολική διάσταση στη βία. Θα συγκρουστεί με τον οπλισμένο ματατζή σε μια λογική δυναμικής αντιπαράθεσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Και θα κάνει παρανάλωμα του πυρός το κατάστημα ή την τράπεζα, ως σύμβολα του καπιταλιστικού συστήματος και της κοινωνίας της κατανάλωσης, τα οποία απορρίπτει ως κοινωνικά άδικα και αλλοτριωτικά (τώρα το αν τύχει να καεί μαζί και κανένας φουκαράς που θα βρίσκεται μέσα, «τι να κάνουμε», «παράπλευρη απώλεια», όπως έλεγαν και οι βορειοαμερικάνοι μιλιταριστές στον πόλεμο του Ιράκ). Αυτό που δεν θα κάνει είναι να βγει στο δρόμο με την ομάδα του, να πετύχει σε μια γωνιά τον ανυπεράσπιστο μετανάστη και να τον λιανίσει στο ξύλο, ή και να τον σκοτώσει, ως «μίασμα» και «παρείσακτο» στην εθνικά καθαρή κοινωνία που φαντασιώνεται. Αυτή είναι η δουλειά του φασίστα, ο οποίος πιστεύει συνειδητά στη χειραγώγηση του πλήθους και θεωρεί θεμιτή την εξόντωση εκείνων που είτε δεν ταιριάζουν στις προδιαγραφές του είτε του παρέχουν την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως εγγυητής της τάξης και της ασφάλειας, αποκομίζοντας τα σχετικά πολιτικά οφέλη.

Το θέμα βέβαια δεν εξαντλείται εδώ, αλλά πρέπει να μπει μια τελεία. Ίσως να το συζητήσουμε περισσότερο.

Γιώργος