Παραθέτω ένα ενδιαφέρον άρθρο του αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκου Μαραντζίδη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Με μια αναπόφευκτη ένσταση: σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης ο πολιτικός λόγος ριζοσπαστικοποιείται είτε μας αρέσει είτε όχι. Κι υιοθέτηση του, αναμφίβολα, δικαιότερου εκλογικού συστήματος δεν επαρκεί για να επιβάλει στις πολιτικές δυνάμεις κλιμα διαλόγου.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Η Ελλάδα βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της.
Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την αναξιοπιστία του
πολιτικού προσωπικού διαμόρφωσε ένα εκρηκτικό μείγμα. Δημιουργήθηκαν
έτσι οι συνθήκες για την εκδήλωση μιας κρίσης νομιμοποίησης, με άμεσα
αποτελέσματα τη ραγδαία άνοδο της αντισυστημικότητας και του
εξτρεμισμού.
Μέχρι πρόσφατα, ο δικομματισμός είχε πετύχει να διατηρήσει ένα επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας. Ενσωματώνοντας αιτήματα και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στους δημοκρατικούς θεσμούς, και λειτουργώντας με κεντρομόλο τρόπο, ο δικομματισμός κατάφερε να περιορίσει τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Απλώς, αυτό έγινε με λάθος, σπάταλο και συχνά διεφθαρμένο τρόπο.
Ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, όμως, έχει πια τελειώσει και πρέπει να ξανασκεφτούμε τις προοπτικές της δημοκρατίας στη χώρα μας. Οι επιλογές που έχουμε τώρα είναι δύο: είτε να ακολουθήσουμε την οδό της πόλωσης (ευρωπαϊστές εναντίον λαϊκιστών), που μπορεί να μας οδηγήσει σε περιπέτειες, είτε να αναζητήσουμε τις μεθόδους για συναινετικές λύσεις. Αν επιθυμούμε το δεύτερο, είναι απαραίτητη η άμεση υιοθέτηση του αναλογικού εκλογικού συστήματος.
Το βασικότερο επιχείρημα, που οδηγεί προς αυτό τον συλλογισμό, σχετίζεται με την επιτακτική ανάγκη να «πέσουν οι τόνοι» και να αποφορτιστεί το πολιτικό κλίμα. Δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει η χώρα βήματα προόδου και σοβαρές μεταρρυθμίσεις την ώρα που στο Κοινοβούλιο ακούγονται υστερικές κραυγές για «Φιλιππινέζες» και «δωσίλογους» και εκτοξεύονται απειλές πως θα «γίνει της Λιβύης». Οι γραφικότητες ήταν πάντα παρούσες στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά όταν αυτές γίνονται ο κανόνας τα πράγματα είναι άκρως ανησυχητικά. Η μεγαλύτερη επιτυχία της Χρυσής Αυγής βρίσκεται στο γεγονός πως το ύφος και το λεξιλόγιό της έχει υιοθετηθεί από ένα μεγάλο μέρος του καθιερωμένου πολιτικού προσωπικού.
Χρειάζεται, λοιπόν, να αποφορτίσουμε το πολιτικό κλίμα. Η αποφόρτιση περνάει υποχρεωτικά μέσα από την αναζήτηση ευρύτερων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Η ψήφιση ενός τέτοιου εκλογικού νόμου από ευρύτατη πλειοψηφία διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών είναι μια καλή αρχή για να ξαναδούμε ευρείες συναινέσεις στο Κοινοβούλιο.
Το αναλογικό σύστημα θα διαμορφώσει μια «υγειονομική ζώνη» έναντι των ακραίων και εξτρεμιστών, επιτρέποντας στις μετριοπαθείς δυνάμεις να αναπνεύσουν και να ενισχύσουν τον θεσμικό τους ρόλο. Οποιος θα θέλει να κυβερνήσει θα υποχρεούται να αναζητήσει συμμαχίες προς το κέντρο του κομματικού συστήματος, διαφορετικά θα ζει στην πολιτική απομόνωση. Οι πολύ ακραίοι απλώς δεν θα έχουν σημασία και σταδιακά θα παρακμάσουν. Η μεταπολεμική ιταλική δημοκρατία είναι ένα καλό παράδειγμα αναφοράς. Με αυτό τον τρόπο οι κραυγές και απειλές θα αντικατασταθούν από διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς. Βαρετό μεν, ασφαλές δε. Με απλά λόγια: αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη θέση των πραγματιστών και ορθολογικών μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ή τους Ανεξάρτητους Ελληνες, προκειμένου να διαφυλάξουμε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, οφείλουμε να υιοθετήσουμε ένα εκλογικό σύστημα, που θα επιβάλει την υπευθυνότητα και τον πραγματισμό.
Είναι αλήθεια, πως στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας υπάρχουν σκέψεις για όξυνση της αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ξαναστηθεί ένας νέος δικομματισμός. Σε αυτές τις ιδέες συνέβαλε αναμφίβολα η εμπειρία των εκλογών του Ιουνίου, όταν μέσα σε κλίμα πόλωσης και φόβου η Ν.Δ. εκτινάχθηκε από το 18% στο 30%. Οι επιδιώξεις αυτές είναι εγωιστικές και κοντόφθαλμες. Η πόλωση και η συνακόλουθη συρρίκνωση ή και εξαφάνιση του Κέντρου μπορεί να βοηθήσει προσωρινά τη Ν.Δ., θα ενισχύσει όμως και τις κεντρόφυγες και αντισυστημικές δυνάμεις. Επιπλέον, μία περαιτέρω όξυνση θα επικροτούσε την ανευθυνότητα και τη δημαγωγία και θα καταδίκαζε την υπευθυνότητα· εντέλει θα βάθαινε τα προβλήματα.
Κάποιοι γοητεύονται με την ιδέα της επέκτασης της Ν.Δ. προς το Κέντρο μέσω της ενσωμάτωσης σε αυτήν δυνάμεων προερχόμενων από την Κεντροαριστερά. Θεωρώ πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο όχι μόνο δεν θα προσέθετε ουσιαστικά τίποτε, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες απώλειες προς τη λαϊκιστική και άκρα δεξιά. Ενα σημαντικό κομμάτι των συντηρητικών ψηφοφόρων, ιδιαίτερα οι πιο θρησκευόμενοι και λιγότερο εκπαιδευμένοι, θα γινόταν εύκολα τότε, εκλογική λεία για τους δημαγωγούς της λαϊκιστικής και άκρας δεξιάς.
Η Ν.Δ. πρέπει να παραμείνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Καθώς μάλιστα, η παραδοσιακή βάση του κόμματος είναι ταυτισμένη με αυτές τις αξίες δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου ποιο θα ήταν το όφελος να διακινδυνέψει να απομακρυνθεί από αυτή τη βάση προκειμένου να διεκδικήσει αβέβαιους ή συγκυριακούς ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς. Εξάλλου, μια τέτοια μετακίνηση θα θόλωνε ακόμη περισσότερο την ήδη θολή της φυσιογνωμία.
Η χώρα σήμερα βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας εποχής, που είτε θα οδηγήσει στην αναγέννησή της είτε στον παρατεταμένο μαρασμό της. Η προσπάθεια που θα απαιτηθεί θα είναι μακροχρόνια και επίμονη και χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή συνεργασία και συναίνεση των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Τα πολιτικά κόμματα μετά από μια μακρά περίοδο πόλωσης είναι υποχρεωμένα να αναζητήσουν τον δρόμο της συνεννόησης και της δημιουργικής αντιπαράθεσης. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε ο αυταρχισμός είναι μπροστά στην πόρτα μας.
Μέχρι πρόσφατα, ο δικομματισμός είχε πετύχει να διατηρήσει ένα επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας. Ενσωματώνοντας αιτήματα και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στους δημοκρατικούς θεσμούς, και λειτουργώντας με κεντρομόλο τρόπο, ο δικομματισμός κατάφερε να περιορίσει τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Απλώς, αυτό έγινε με λάθος, σπάταλο και συχνά διεφθαρμένο τρόπο.
Ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, όμως, έχει πια τελειώσει και πρέπει να ξανασκεφτούμε τις προοπτικές της δημοκρατίας στη χώρα μας. Οι επιλογές που έχουμε τώρα είναι δύο: είτε να ακολουθήσουμε την οδό της πόλωσης (ευρωπαϊστές εναντίον λαϊκιστών), που μπορεί να μας οδηγήσει σε περιπέτειες, είτε να αναζητήσουμε τις μεθόδους για συναινετικές λύσεις. Αν επιθυμούμε το δεύτερο, είναι απαραίτητη η άμεση υιοθέτηση του αναλογικού εκλογικού συστήματος.
Το βασικότερο επιχείρημα, που οδηγεί προς αυτό τον συλλογισμό, σχετίζεται με την επιτακτική ανάγκη να «πέσουν οι τόνοι» και να αποφορτιστεί το πολιτικό κλίμα. Δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει η χώρα βήματα προόδου και σοβαρές μεταρρυθμίσεις την ώρα που στο Κοινοβούλιο ακούγονται υστερικές κραυγές για «Φιλιππινέζες» και «δωσίλογους» και εκτοξεύονται απειλές πως θα «γίνει της Λιβύης». Οι γραφικότητες ήταν πάντα παρούσες στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά όταν αυτές γίνονται ο κανόνας τα πράγματα είναι άκρως ανησυχητικά. Η μεγαλύτερη επιτυχία της Χρυσής Αυγής βρίσκεται στο γεγονός πως το ύφος και το λεξιλόγιό της έχει υιοθετηθεί από ένα μεγάλο μέρος του καθιερωμένου πολιτικού προσωπικού.
Χρειάζεται, λοιπόν, να αποφορτίσουμε το πολιτικό κλίμα. Η αποφόρτιση περνάει υποχρεωτικά μέσα από την αναζήτηση ευρύτερων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Η ψήφιση ενός τέτοιου εκλογικού νόμου από ευρύτατη πλειοψηφία διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών είναι μια καλή αρχή για να ξαναδούμε ευρείες συναινέσεις στο Κοινοβούλιο.
Το αναλογικό σύστημα θα διαμορφώσει μια «υγειονομική ζώνη» έναντι των ακραίων και εξτρεμιστών, επιτρέποντας στις μετριοπαθείς δυνάμεις να αναπνεύσουν και να ενισχύσουν τον θεσμικό τους ρόλο. Οποιος θα θέλει να κυβερνήσει θα υποχρεούται να αναζητήσει συμμαχίες προς το κέντρο του κομματικού συστήματος, διαφορετικά θα ζει στην πολιτική απομόνωση. Οι πολύ ακραίοι απλώς δεν θα έχουν σημασία και σταδιακά θα παρακμάσουν. Η μεταπολεμική ιταλική δημοκρατία είναι ένα καλό παράδειγμα αναφοράς. Με αυτό τον τρόπο οι κραυγές και απειλές θα αντικατασταθούν από διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς. Βαρετό μεν, ασφαλές δε. Με απλά λόγια: αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη θέση των πραγματιστών και ορθολογικών μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ή τους Ανεξάρτητους Ελληνες, προκειμένου να διαφυλάξουμε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, οφείλουμε να υιοθετήσουμε ένα εκλογικό σύστημα, που θα επιβάλει την υπευθυνότητα και τον πραγματισμό.
Είναι αλήθεια, πως στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας υπάρχουν σκέψεις για όξυνση της αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ξαναστηθεί ένας νέος δικομματισμός. Σε αυτές τις ιδέες συνέβαλε αναμφίβολα η εμπειρία των εκλογών του Ιουνίου, όταν μέσα σε κλίμα πόλωσης και φόβου η Ν.Δ. εκτινάχθηκε από το 18% στο 30%. Οι επιδιώξεις αυτές είναι εγωιστικές και κοντόφθαλμες. Η πόλωση και η συνακόλουθη συρρίκνωση ή και εξαφάνιση του Κέντρου μπορεί να βοηθήσει προσωρινά τη Ν.Δ., θα ενισχύσει όμως και τις κεντρόφυγες και αντισυστημικές δυνάμεις. Επιπλέον, μία περαιτέρω όξυνση θα επικροτούσε την ανευθυνότητα και τη δημαγωγία και θα καταδίκαζε την υπευθυνότητα· εντέλει θα βάθαινε τα προβλήματα.
Κάποιοι γοητεύονται με την ιδέα της επέκτασης της Ν.Δ. προς το Κέντρο μέσω της ενσωμάτωσης σε αυτήν δυνάμεων προερχόμενων από την Κεντροαριστερά. Θεωρώ πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο όχι μόνο δεν θα προσέθετε ουσιαστικά τίποτε, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες απώλειες προς τη λαϊκιστική και άκρα δεξιά. Ενα σημαντικό κομμάτι των συντηρητικών ψηφοφόρων, ιδιαίτερα οι πιο θρησκευόμενοι και λιγότερο εκπαιδευμένοι, θα γινόταν εύκολα τότε, εκλογική λεία για τους δημαγωγούς της λαϊκιστικής και άκρας δεξιάς.
Η Ν.Δ. πρέπει να παραμείνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Καθώς μάλιστα, η παραδοσιακή βάση του κόμματος είναι ταυτισμένη με αυτές τις αξίες δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου ποιο θα ήταν το όφελος να διακινδυνέψει να απομακρυνθεί από αυτή τη βάση προκειμένου να διεκδικήσει αβέβαιους ή συγκυριακούς ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς. Εξάλλου, μια τέτοια μετακίνηση θα θόλωνε ακόμη περισσότερο την ήδη θολή της φυσιογνωμία.
Η χώρα σήμερα βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας εποχής, που είτε θα οδηγήσει στην αναγέννησή της είτε στον παρατεταμένο μαρασμό της. Η προσπάθεια που θα απαιτηθεί θα είναι μακροχρόνια και επίμονη και χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή συνεργασία και συναίνεση των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Τα πολιτικά κόμματα μετά από μια μακρά περίοδο πόλωσης είναι υποχρεωμένα να αναζητήσουν τον δρόμο της συνεννόησης και της δημιουργικής αντιπαράθεσης. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε ο αυταρχισμός είναι μπροστά στην πόρτα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου