Για τον Αριστοτέλη ο χρόνος είναι μια συνεχής σειρά από «νυν», καθένα από τα οποία ορίζει το παρελθόν και το μέλλον. Η αριστοτελική αντίληψη νομίζω πως παραπέμπει σε μια γραμμική ροή χρόνου (κίνηση προς μια κατεύθυνση), που διαφοροποιείται από αντιλήψεις κυκλικότητας και επανάληψης καταστάσεων, που εμφανίζονταν στην αρχαία ελληνική μυθολογική αλλά και φιλοσοφική σκέψη.
Ο Καντ αποδέχεται τη γραμμικότητα του χρόνου, όμως δεν τη βλέπει ως μια αντικειμενική πραγματικότητα αλλά ως μια «εποπτεία» (a priori νοητική κατασκευή), μέσω της οποίας αντιλαμβανόμαστε τη ροή των γεγονότων.
Για τον Καντ η εποπτεία του γραμμικού χρόνου είναι μια και κοινή για όλους τους ανθρώπους. Σε αυτό όμως το σημείο μπορεί να μπει κανείς στον πειρασμό να πει ότι θα μπορουσαν ίσως να υπάρχουν διαφορετικές εποπτείες (τρόποι αντίληψης) του χρόνου, όπως η κυκλικότητα, η μοναδικότητα της στιγμής που συμπυκνώνει τη ροή των γεγονότων και ακόμα το ξετύλιγμα μια ιστορίας μέσα σε μια άλλη ιστορία. Ο Μπόρχες σε κάποιο δοκίμιό του (δεν θυμάμαι τίτλο) κάνει μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση των διαφόρων αντιλήψεων του χρόνου και στέκεται ιδιαίτερα στην τεχνική της αφήγησης μιας ιστορίας στα πλαίσια μιας άλλης ιστορίας (κάτι σαν τις ρώσικες κούκλες όπου η κάθε μια βρίσκεται μέσα σε μιαν άλλη.
Πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά; Με αφορμή την ταινία που είδα χτες τα μεσάνυχτα στην «κινηματογραφική λέσχη» της ΕΤ1. Ο τίτλος της πολωνικής αυτής ταινίας είναι «το χειρόγραφο της Σαραγόσα» και γυρίστηκε το 1964, από κάποιον Βόιτσλαβ Χας (άραγε τον ξέρει κανένας σας;). Η υπόθεση με συντομία: Γύρω στο 1810, στη ρημαγμένη από τη ναπολεόντεια εισβολή Ισπανία, ένας Γάλλος αξιωματικός κατά τύχη βρίσκει ένα χειρόγραφο σε ένα ερειπωμένο σπίτι που σφυροκοπείται από τα κανόνια της ισπανικής αντίστασης. Απορροφάται από την ανάγνωση του κειμένου, που αναφέρεται στις περιπέτειες ενός Ισπανού αξιωματικού Φλαμανδικής καταγωγής στην Καστίλλη των πρώτων δεκαετιών του 18ου αιώνα. Στις περιπέτειές του, που κινούνται στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, συναντιέται με διάφορους ανθρώπους και καταστάσεις σε μια ατμόσφαιρα κάπως «μπαρόκ» που εκφράζει την πολυπολιτισμικότητα της Ισπανίας εκείνης της εποχής, με τη χριστιανική θρησκεία, την Ιερά Εξέταση, τους Εβραίους-καβαλιστές, τους εναπομείναντες μουσουλμάνους και τους ορθολογιστές που τότε έκαναν τα πρώτα τους βήματα στα ανώτερα μαθηματικά και άρθρωναν έναν επιστημονικό και φιλοσοφικό λόγο που έμελλε να επικρατήσει στους αιώνες που θα ακολουθούσαν. Μέσα σε όλα αυτά και γυναικείες φιγούρες, που εκπέμπουν έναν ερωτισμό και με τον τρόπο τους κάνουν τον κεντρικό ήρωα της ταινίας να σκεφτεί, να ονειρευτεί και να δράσει.
Η αφηγηματική τεχνική της ταινίας είναι αυτή της ιστορίας μέσα στην ιστορία και παραπέμπει στις «χίλιες και μια νύχτες» (θυμηθείτε λίγο την ταινία του Παζολίνι που είχαμε δει στο Εκράν και θα μπείτε στο νόημα). Ο Γαλλος αξιωματικός διαβάζει μια ιστορία στο χειρόγραφο. Ο ήρωας του χειρογράφου συναντάει άλλους ανθρώπους που του λένε άλλες ιστορίες, και ούτω καθεξής. Και ο θεατής μπορεί κάποια στιγμή να χάσει το λογαριασμό, βλέποντας πάντως με συμπάθεια τον ήρωα να μη χάνει το ενδιαφέρον του για περιπλάνηση και για δράση (se hace camino al andar). Η αίσθηση που μένει είναι ότι ίσως όλα αυτά να είναι μόνο παιχνίδια της φαντασίας, που όμως έστω και έτσι υποδηλώνουν έναν τρόπο πρόσληψης των γεγονότων που ξεφεύγει από την αυστηρά αιτιοκρατική αντίληψη με την οποία συνηθίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία, εδώ και πεντακόσια τουλάχιστον χρόνια.
Ο Καντ αποδέχεται τη γραμμικότητα του χρόνου, όμως δεν τη βλέπει ως μια αντικειμενική πραγματικότητα αλλά ως μια «εποπτεία» (a priori νοητική κατασκευή), μέσω της οποίας αντιλαμβανόμαστε τη ροή των γεγονότων.
Για τον Καντ η εποπτεία του γραμμικού χρόνου είναι μια και κοινή για όλους τους ανθρώπους. Σε αυτό όμως το σημείο μπορεί να μπει κανείς στον πειρασμό να πει ότι θα μπορουσαν ίσως να υπάρχουν διαφορετικές εποπτείες (τρόποι αντίληψης) του χρόνου, όπως η κυκλικότητα, η μοναδικότητα της στιγμής που συμπυκνώνει τη ροή των γεγονότων και ακόμα το ξετύλιγμα μια ιστορίας μέσα σε μια άλλη ιστορία. Ο Μπόρχες σε κάποιο δοκίμιό του (δεν θυμάμαι τίτλο) κάνει μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση των διαφόρων αντιλήψεων του χρόνου και στέκεται ιδιαίτερα στην τεχνική της αφήγησης μιας ιστορίας στα πλαίσια μιας άλλης ιστορίας (κάτι σαν τις ρώσικες κούκλες όπου η κάθε μια βρίσκεται μέσα σε μιαν άλλη.
Πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά; Με αφορμή την ταινία που είδα χτες τα μεσάνυχτα στην «κινηματογραφική λέσχη» της ΕΤ1. Ο τίτλος της πολωνικής αυτής ταινίας είναι «το χειρόγραφο της Σαραγόσα» και γυρίστηκε το 1964, από κάποιον Βόιτσλαβ Χας (άραγε τον ξέρει κανένας σας;). Η υπόθεση με συντομία: Γύρω στο 1810, στη ρημαγμένη από τη ναπολεόντεια εισβολή Ισπανία, ένας Γάλλος αξιωματικός κατά τύχη βρίσκει ένα χειρόγραφο σε ένα ερειπωμένο σπίτι που σφυροκοπείται από τα κανόνια της ισπανικής αντίστασης. Απορροφάται από την ανάγνωση του κειμένου, που αναφέρεται στις περιπέτειες ενός Ισπανού αξιωματικού Φλαμανδικής καταγωγής στην Καστίλλη των πρώτων δεκαετιών του 18ου αιώνα. Στις περιπέτειές του, που κινούνται στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, συναντιέται με διάφορους ανθρώπους και καταστάσεις σε μια ατμόσφαιρα κάπως «μπαρόκ» που εκφράζει την πολυπολιτισμικότητα της Ισπανίας εκείνης της εποχής, με τη χριστιανική θρησκεία, την Ιερά Εξέταση, τους Εβραίους-καβαλιστές, τους εναπομείναντες μουσουλμάνους και τους ορθολογιστές που τότε έκαναν τα πρώτα τους βήματα στα ανώτερα μαθηματικά και άρθρωναν έναν επιστημονικό και φιλοσοφικό λόγο που έμελλε να επικρατήσει στους αιώνες που θα ακολουθούσαν. Μέσα σε όλα αυτά και γυναικείες φιγούρες, που εκπέμπουν έναν ερωτισμό και με τον τρόπο τους κάνουν τον κεντρικό ήρωα της ταινίας να σκεφτεί, να ονειρευτεί και να δράσει.
Η αφηγηματική τεχνική της ταινίας είναι αυτή της ιστορίας μέσα στην ιστορία και παραπέμπει στις «χίλιες και μια νύχτες» (θυμηθείτε λίγο την ταινία του Παζολίνι που είχαμε δει στο Εκράν και θα μπείτε στο νόημα). Ο Γαλλος αξιωματικός διαβάζει μια ιστορία στο χειρόγραφο. Ο ήρωας του χειρογράφου συναντάει άλλους ανθρώπους που του λένε άλλες ιστορίες, και ούτω καθεξής. Και ο θεατής μπορεί κάποια στιγμή να χάσει το λογαριασμό, βλέποντας πάντως με συμπάθεια τον ήρωα να μη χάνει το ενδιαφέρον του για περιπλάνηση και για δράση (se hace camino al andar). Η αίσθηση που μένει είναι ότι ίσως όλα αυτά να είναι μόνο παιχνίδια της φαντασίας, που όμως έστω και έτσι υποδηλώνουν έναν τρόπο πρόσληψης των γεγονότων που ξεφεύγει από την αυστηρά αιτιοκρατική αντίληψη με την οποία συνηθίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία, εδώ και πεντακόσια τουλάχιστον χρόνια.
Το γιατί ο δημιουργός της ταινίας επιλέγει την Ισπανία για να ξεδιπλώσει την ιστορία του δεν είναι προφανές. Τολμώ πάντως να κάνω μια εικασία: η Ισπανία των ναπολεόντειων πολέμων είναι η Ισπανία που, μέσα από τις οδύνες του πολέμου, μεταβαίνει στη νεωτερικότητα, όπως εμείς σήμερα τη ζούμε. Και αυτό που αφήνει πίσω της είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μίξη πολιτισμών (εβραϊκού, μουσουλμανικού, χριστιανικού, ακόμα και μινωϊκού), η οποία θα χάσει στο εξής τη δύναμή της και θα δώσει τόπο στη βιομηχανική εποχή, στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην επιστημονική σκέψη. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ακόμα και σήμερα, ο επισκέπτης της χώρας αυτής μπορεί να διαισθανθεί κάτι από το ανορθολογικό και προ-νεωτερικό δυναμικό της, που βρίσκει τον τρόπο να επιβιώσει. Ο επισκέπτης που θα καταφέρει να συντονιστεί με το περιβάλλον του, ήθελα να πω...
Γιώργος Αιμ. Σκιάνης
3 σχόλια:
Την ταινία αυτή είχα σοπό να τη δώ, τελικά όμως την έχασα.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους ο Βόιτσλαβ Χας επιλέγει την Ισπανία ως θέατρο στο οποίο εξελίσσεται η δράση και, κυρίως, οι όποιοι φιλοσοφικοί προβληματισμοί ανακύπτουν από αυτή, ας μου επιτρέψεις να κάνω μια άλλη εικασία. Ο δημιουργός της ταινίας μεταφέρει τη δράση σε έναν τόπο μακρινό - η Ισπανία το 1964 είναι μακρινή χώρα με πινελιές εξωτισμού για οποιονδήποτε Πολωνό μηδέ του Γκομούλκα (σ.σ. Γ.Γ. του Κομμουνιστικού Κομματος ή μάλλον του Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος της Πολωνίας εκείνη την εποχή)εξαιρουμένου - άρα τυχόν «βέβηλες» σκέψεις και συμπεριφορές δεν είναι βέβαιο ότι θα ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά της λογοκρισίας.
Πώς μου ήρθε αυτή η ιδέα; Πριν από εικοσιπέντε χρόνια, διαβάζοντας το θεατρικό έργο του Μπομαρσέ «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» - ένα κλασικό έργο «ανατρεπτικής» λογοτεχνίας των παραμονών της Γαλλικής Επανάστασης - βρήκα ένα διάλογο που μου έμεινε χαραγμένος στη μνήμη. Ο γέρος δόκτωρ Μπαρτολό, που επιδιώκει να παντρευτεί τη νεαρή Ροζίνα παρά τη θέλησή της, της λέει σε μια προσπάθεια να την υποτάξει:«Κυρία μου, εδώ δεν είμαστε στην Ισπανία, όπου κυβερνούν οι γυναίκες». Ρώτησα λοιπόν τον καθηγητή της γαλλικής λογοτεχνίας προς τι η καταφανώς ανιστόρητη αυτή αναφορά. Και μου έδωσε την απάντηση ότι ο συγγραφέας, τοποθετώντας κάθε «βέβηλη» φράση ή δράση στην Ισπανία, επιδιώκει να ξεγλυστήσει από τη λογοκρισία.
Πέραν αυτού, η αναφορά σου σε στοιχεία μινωικού πολιτισμού στην Ισπανία με ξένισε. Μπορείς να γίνεις πιο σαφής;
Γιάννης Χρυσοβέργης
Θαρρώ πως ο μινωικός πολιτισμός εκφράζεται στις ταυρομαχίες (θυμήσου σχετικές αναπαραστάσεις σε τοιχογραφίες της Κνωσσού), καθώς και σ'εκείνον τον καταλανικό χορό, τη sardana, που λένε πως παραπέμπει σε κρητικό χορό.
Γιώργος
Δημοσίευση σχολίου