Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια για την τεκταινόμενη μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ

Πριν από πέντε χρόνια, η τότε υπουργός παιδείας (Μαριέττα Γιαννάκου) επιχείρησε να αλλάξει εκ βάθρων το πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, με σκοπό να τα «εκσυγχρονίσει». Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύνολο διατάξεων, πολλές από τις οποίες στην πράξη δεν εφαρμόστηκαν και κάποιες άλλες (εξέλιξη μελών ΔΕΠ, αξιολόγηση) έχουν μόλις αρχίσει να «περπατάνε» τα τελευταία δυο ή τρία χρόνια, χωρίς ακόμα να έχουμε μια πλήρη εικόνα για τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους..
Η σημερινή υπουργός παιδείας, με το προχθεσινό της «κείμενο διαβούλευσης», επιχειρεί πάλι να αλλάξει τα αλλαγμένα, λίγα μόλις χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου Γιαννάκου. Κάθε υπουργός και μια «επαναστατική τομή» στην παιδεία…
Το πλήρες κείμενο διαβούλευσης έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του υπουργείου παιδείας. Εγώ θα αναφερθώ μόνο σε ορισμένες όψεις του, που τις θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές, και θα τις σχολιάσω. Η προσέγγισή μου είναι αναπόφευκτα υποκειμενική, έστω κι’έτσι όμως μπορεί να σας βοηθήσει να δείτε τι ετοιμάζεται για τα ΑΕΙ και τι αντιδράσεις είναι ενδεχόμενο να εκδηλωθούν. Με πλαγιαστά γράμματα παρουσιάζω, σε αδρές γραμμές και με δική μου διατύπωση, τις προτάσεις της υπουργού και με κανονικά γράμματα τα σχόλιά μου.

1. Ανώτατο όργανο διοίκησης των ΑΕΙ είναι το «Συμβούλιο», που απαρτίζεται από μέλη του ιδρύματος και από προσωπικότητες που ορίζονται από την πολιτεία. Ο θεσμός του πρύτανη παραμένει, με αντικείμενο τις ακαδημαϊκές και μόνο υποθέσεις, όμως ο πρύτανης δεν εκλέγεται από την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά ορίζεται από το Συμβούλιο.

Κατά τη γνώμη μου, με την εισαγωγή του Συμβουλίου και με τις ενισχυμένες του αρμοδιότητες, πάει περίπατο η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, έστω και αν η κα υπουργός ισχυρίζεται ότι την διασφαλίζει. Αν η πανεπιστημιακή κοινότητα δε μπορεί να εκλέξει αυτούς που διοικούν το πανεπιστήμιο, τότε δεν καταλαβαίνω για ποια αυτοδιοίκηση μιλάμε.

2. Ενθαρρύνονται οι συγχωνεύσεις τμημάτων και ιδρυμάτων. Στο πρώτο έτος σπουδών οι φοιτητές δεν εισάγονται σε τμήμα, αλλά σε σχολή (ή και πανεπιστήμιο), αλλά κοινά μαθήματα για όλες τις κατευθύνσεις.

Μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να λειτουργήσει σε ορισμένε αντικείμενα όπως οι κοινωνικές και οι πολιτικές επιστήμες (βλ. παράδειγμα για το Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο αναφέρθηκε πρόσφατα ο πρωθυπουργός). Θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει και στο Πολυτεχνείο (πολιτικοί μηχανικοί, μηχανολόγοι κλπ ίσως να χρειάζονται έναν κοινό κορμό μαθημάτων). Έχω όμως ενστάσεις για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ρύθμισης στη Σχολή Θετικών Επιστημών γιατί πιστεύω ότι η επιστημονική κουλτούρα του μαθηματικού, του φυσικού και του γεωλόγου διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και χρειάζεται προσοχή στον τρόπο διδασκαλίας των βασικών μαθημάτων. Δεν θα επεκταθώ εδώ περισσότερο στο πώς και το γιατί, μπορώ όμως να δώσω διευκρινίσεις αν μου το ζητήσετε. Όσο για τα περί συγχωνεύσεων, εδώ το κίνητρο μου φαίνεται ότι είναι κυρίως η εξοικονόμηση πόρων. Στην κατεύθυνση της οικονομίας και της αποδοτικότητας κινούνται και οι αρμοδιότητες του «Συμβουλίου», που θα αναζητά πόρους για το ίδρυμα.

3. Οι καθαυτό βαθμίδες διδασκόντων περιορίζονται σε τρεις (επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, καθηγητής). Η θέση του λέκτορα έχει πια να κάνει με διδακτικά κατά βάση καθήκοντα και δεν είναι βαθμίδα εξέλιξης.

Με το ισχύον καθεστώς, ο νέος επιστήμονας που διορίζεται λέκτορας δικαιούται να εξελιχθεί σε ανώτερη βαθμίδα, εφόσον βεβαίως παράγει ερευνητικό έργο. Με τις νέες προτάσεις, ο λέκτορας καταδικάζεται να κάνει τη «λάτζα» των μαθημάτων και εργαστηρίων, χωρίς μονιμότητα και χωρίς κανόνες του παιχνιδιού που να του δίνουν την ευκαιρία να προχωρήσει. Ενδιαφέρουσα αντίληψη περί αξιοκρατίας, μα την αλήθεια...

4. Ιδρύονται «σχολές μεταπτυχιακών σπουδών» στις οποίες ενθαρρύνεται η διαθεματικότητα των αντικειμένων.

Μέχρι τώρα τα μεταπτυχιακά οργανώνονταν από τα τμήματα ξεχωριστά, ή από συνεργασίες μεταξύ τμημάτων, σχολών και πανεπιστημίων. Δεν μπόρεσα να καταλάβω προς τι η ξεχωριστή σχολή μεταπτυχιακών και δεν είναι σαφές στο κείμενο από ποιους θα απαρτίζεται. Έχω την αίσθηση ότι επιχειρείται να επικεντρωθούν οι μεταπτυχιακές σπουδές σε αντικείμενα διαθεματικού χαρακτήρα που φαίνεται να έχουν ένα αγοραίο αντίκρυσμα (π.χ. διαχείριση αποβλήτων) και όχι αντικείμενα που σχετίζονται με τη βασική έρευνα (π.χ. θεωρητική φυσική).

5. Εισάγεται ο θεσμός του «ακαδημαϊκού συνηγόρου», στα πρότυπα του «συνηγόρου του πολίτη».

Να και μια καλή σκέψη, που μπορεί να βοηθήσει στο να αντιμετωπιστούν αδικίες και στο να εξομαλυνθούν τριβές μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Το σωστό να λέγεται.

Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες προτάσεις, που δεν μπορώ να τις παρουσιάσω εδώ. Ήδη μακρυγόρησα. Θα το καταλάβατε ότι δεν με ενθουσιάζουν οι τεκταινόμενες αλλαγές. Αν υπάρχει διάθεση, μπορούμε να συζητήσουμε περισσότερο.

Γιώργος Αιμ. Σκιάνης

2 σχόλια:

Άτακτος Λόγος είπε...

Γιώργο την ανάρτησή σου την περίμενα εδώ και αρκετές ημέρες. Ήθελα κι εγώ να γράψω κάτι,όμως θεωρούσα ότι ο καθ' ύλην αρμόδιος να ανοίξεις το ζήτημα είσαι εσύ.
Η γενικότερη αίσθησή μου είναι πως η κυβέρνηση θέλει να ξεφορτωθεί το ζήτημα της χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων. Θεωρώ ορθές λοιπόν τις ενστάσεις αυτών που καταγγέλλουν ότι, μέσα από τη λογική της αναζήτησης πόρων στην αγορά, επιδιώκεται η πλήρης απεμπλοκή του Κράτους από τη χρηματοδότηση και, κατ'επέκταση, η κατάργηση των δωρεάν πανεπιστημιακών σπουδών.
Ο λόγος είναι απλός. Για να βρει ένα Πανεπιστήμιο ιδιωτικούς πόρους, πρέπει να αποταθεί στον επιχειρηματικό κόσμο. Αυτό είναι εύκολο πράγμα για χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία, η Γερμανία ή η Γαλλία, όπου υπάρχουν επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν επενδύσεις και έχουν ανάγκη από την ανάπτυξη της έρευνας -όχι μόνο αυτές του μεταποιητικού τομέα αλλά και πολλές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών - σε θέματα συναφή με το αντικείμενό τους. Στην Ελλάδα, ως γνωστόν, έχεις να κάνεις με μπακάληδες που αδιαφορούν πλήρως για την αξία του ανθρώπινου δυναμικού - η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που οι επιχειρήσεις έχουν από τους εργαζόμενους τις απαιτήσεις που πρέπει να έχουν από διευθυντικά στελέχη και τους αμείβουν με μισθούς ανειδίκευτου εργάτη - που θεωρούν ότι υπάρχει επενδυτικό κλίμα όταν το Κράτος βάζει τα χρήματα κι αυτοί εισπράττουν τα κέρδη,που αρνούνται να επενδύσουν ένα ευρώ στις ίδιες τις επιχειρήσεις τους. Είναι δυνατόν να επενδύσουν οι άνθρωποι αυτοί στην έρευνα; Εξ ίσου απίθανο θεωρώ να βρουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια χρηματοδότες στο εξωτερικό. Στερούνται υποδομής για έρευνα, και, τόσο δικαίως όσο και αδίκως, είναι εξαιρετικά δυσφημισμένα διεθνώς.ΑΡΑ Η ΜΟΝΗ ΠΗΓΗ ΕΣΟΔΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΥΑ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΔΙΔΑΚΤΡΑ.
Ως προς την πρώτη σου παρατήρηση είναι σαφές ότι στόχο της Κυβέρνησης αποτελεί η κατάργηση της αυτοτέλειας των Πανεπιστημίων. Ακριβώς για το λόγο που επικαλείσαι εσύ.
Βέβαια τίθεται το ερώτημα αν η αυτοτέλεια, που συνιστά παγκοσμίως έναν από τους θεμέλιους λίθους των Πανεπιστημίων, είναι επιθυμητή. Είναι αλήθεια πως,υπό την προστασία της αυτοτέλειας, πολλά ελληνικά πανεπιστήμια συμπεριφέρονται σαν οικογενειακές επιχειρήσεις. Και περιμένω με πολύ ενδιαφέρον τις απαντήσαεις τους στο ερώτημα του Πανάρετου:«Ποια μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος καθηγητών έχουν θέσεις διδακτικού προσωπικού στο κάθε ίδρυμα;». Όπως επίσης είναι σε όλους γνωστό ότι σε όλα ανεξαιρέτως τα Πανεπιστήμια γίνονται απίστευτες σπατάλες ή καλύτερα λαμογές, που, δυστυχώς σπάνια, προκαλούν και εισαγγελικές επεμβάσεις (περίπτωση Παντείου). Όμως, σε τελική ανάλυση, τα Πανεπιστήμια είναι κι αυτά ένας από τους πολλούς καθρέφτες της κάθε κοινωνίας. Και η προσπάθεια να καταργηθεί η αυτοτέλειά τους, πράγμα που γίνεται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, ισοδυναμεί με την απαίτηση να καταργηθεί η καθολική ψηφοφορία, μόνο και μόνο επειδή συχνά οι κάλπες βγάζουν τέρατα.
Ως προς τη δεύτερη παρατήρησή σου να μου επιτρέψεις να εκφράσω μια ένσταση. Μήπως οι διαφορές στην επιστημονική κουλτούρα του μαθηματικού, του φυσικού και του γεωλόγου, είναι πρόβλημα;Μήπως οι διαφορές αυτές ανταποκρίνονται σε παρωχημένες επιστημονικές λογικές;Μήπως η προωθούμενη αλλαγή, εφ'όσον φυσικά σχεδιαστεί σωστά, λύνει τελικά κάποια προβλήματα; Ανάλογες διαφορετικές κουλτούρες υπάρχουν και στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, που τον έχω ζήσει. Και όπου γίνεται υπέρβασή τους κερδισμένη βγαίνει η επιστημονική έρευνα.
Ως προς την τρίτη παρατήρησή σου, έχω να πω ότι θεσμοθετείται ένα απαράδεκτο καθεστώς των Πανεπιστημίων. Ήδη, και το ξέρεις καλά, το κύριο βάρος του διδιακτικού έργου και των εργαστηρίων είναι στις πλάτες των λεκτόρων και των επίκουρων. Με την προτεινόμενη αλλαγή δημιουργείται ένα κακοπληρωμένο -και ενδεχομένως ανασφάλιστο -πανεπιστημιακό προλεταριάτο, που θα έχει όλο το φόρτο του διδιακτικού έργου, για να ασχολούνται με την έρευνα οι «λίγοι και εκλεκτοί». Κι όταν ξέρουμε γιατί έθεσε το ερώτημα που έθεσε ο Πανάρετος καταλαβαίνουμε όλοι ποιοι θα είναι αυτοί οι εκλεκτοί.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Ανώνυμος είπε...

Δυο σύντομες παρατηρήσεις σε αυτά που έγραψες:

1. Τις διαφορές επιστημονικής κουλτούρας δεν τις βλέπω ως πρόβλημα (ας πούμε ότι τις έχω αποδεχθεί ως πραγματικότητα) αλλά ως διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης του κόσμου. Ο μαθηματικός (κυρίως ο ερευνητής στα καθαρά μαθηματικά) ενδιαφέρεται να διαμορφώσει μια αυτοσυνεπή εικόνα για τον κόσμο των ιδεών που δεν χρειάζεται να είναι ο πραγματικός κόσμος.
Ο φυσικός θέλει να συνδιαλλαγεί με τον πραγματικό κόσμο, βασιζόμενος σε όσο το δυνατόν λιγότερους νόμους και σε συνεκτικά μαθηματικά μοντέλα με όσο το δυνατόν απλούστερη δομή και όσο το δυνατόν λιγότερες παραμέτρους (να το πούμε μινιμαλισμό);
Και ο γεωλόγος, διαπιστώνοντας την πολυπλοκότητα των μορφών και των δομών που συναντάει στο ύπαιθρο υιοθετεί έναν περιγραφικό και ταξινομητικό λόγο για να οργανώσει το παρατηρησιακό υλικό του, με αποτέλεσμα να είναι συχνά δύσπιστος ως απορριπτικός απέναντι στις προσπάθειες μοντελοποίησης που κάνει ο φυσικός.
Δυνατότητες για διάλογο μεταξύ αυτών των διαφορετικών κοσμοθεωρήσεων υπάρχουν και, με την ανάπτυξη της πληροφορικής, υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες για εξερεύνηση του κόσμου με ποσοτικούς όρους που να λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητά του. Ωστόσο δεν μου φαίνεται εύκολο να συνδυάζει ο ίδιος άνθρωπος και τις τρεις ειδικότητες και, οπωσδήποτε, δεν αρκούν τέσσερα χρόνια σπουδών για κάτι τέτοιο.

2. Περί οικογενειοκρατίας στα ΑΕΙ: διάβασα το Σάββατο σχετικό άρθρο στην "Ελευθεροτυπία". Από τα 1700 μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Αθηνών που ελέχθηκαν, τα 40 ήταν παιδιά καθηγητών του ίδιου πανεπιστημίου ή άλλων ιδρυμάτων (σε αυτό το σημείο ενίσταμαι διότι αν αύριο η κόρη μου επιχειρήσει να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα σε κάποιο άλλο ίδρυμα από αυτό που βρίσκομαι εγώ, οι καλοθελητές θα το ονομάσουν και αυτό "οικογενειοκρατία"). Εν πάση περιπτώσει, μιλάμε για ένα ποσοστό λιγότερο από 2,5% κατά μέσο όρο, αν και σημαντικά υψηλότερο στην ιατρική σχολή. Θαρρώ πως το έχουν παρακάνει με τα περί οικογενειοκρατίας στα ΑΕΙ οι διάφοροι σχολιαστές και μου φαίνεται πως όλη αυτή η ιστορία σχετίζεται με την κόντρα που πάει αν ξεσπάσει μεταξύ πανεπιστημιακών και κυβέρνησης, εξαιτίας των αλλαγών που σχεδιάζει η κυβέρνηση για την ανώτατη εκπαίδευση.

Γιώργος