Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ: ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΙΣΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ


Η ανακοίνωση των νέων οικονομικών μέτρων δε με εξέπληξε. Είχαν προαναγγελθεί. Οι δραματικοί τόνοι του Πρωθυπουργού δεν με εξέπληξαν κι αυτοί. Είμαι βέβαιος ότι πήρε τις αποφάσεις αυτές κάτω από αφόρητη πολιτική πίεση.
Μένει η αποτίμηση των μέτρων. Αύξηση του ΦΠΑ κατά δυο ποσοστιαίες μονάδες, περιστολή των δημοσίων επενδύσεων κατά €500 εκατομμύρια, περικοπή €100 εκατομμυρίων, των κρατικών επενδύσεων στην Παιδεία, περικοπή €100 εκατομμυρίων από το πρόγραμμα πιστώσεων του Υπουργείου Παιδείας για νέα προγράμματα. Σε αυτά προσθέτω την περικοπή των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας. Όλα τα υπόλοιπα μέτρα δε με απασχολούν, καθώς επιβαρύνουν αποκλειστικά «έχοντες και κατέχοντες» και, ανεξαρτήτως των προσδοκώμενων από αυτά εσόδων, κυρίως στοχεύουν στην ικανοποίηση του «κοινού περί Δικαίου αισθήματος».
Όταν εξελέγη η κυβέρνηση αυτή, ουδείς αμφισβητούσε την αναγκαιότητα άσκησης περιοριστικής πολιτικής. Ουδείς αγνοούσε ότι η καταστροφική δημοσιονομική κατάσταση που παραλάμβαναν οι νικητές των εκλογών θα είχε βαριές επιπτώσεις στην ικανότητα της χώρας να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος. Ουδείς αγνοούσε επίσης ότι βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούσε να υπάρξει, καθόσον απαγορεύεται ρητά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την οποία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ είχαν υπερψηφίσει το 1992 με συνοπτικές διαδικασίες. Υπήρχαν όμως δυο στοιχήματα.
Το πρώτο ήταν η προστασία του εισοδήματος του 20%-25% του πληθυσμού που ζει με λιγότερα από €20.000 το χρόνο (γι αυτούς που πραγματικά έχουν αυτό το εισόδημα μιλάμε, όχι για τους εφοπλιστές με το χαρτί απορίας).
Το δεύτερο στοίχημα ήταν η μετατροπή της Παιδείας σε έναν από τους κύριους μοχλούς μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της χώρας.
Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν σήμερα το μεσημέρι σηματοδοτούν μια διπλή βαριά πολιτική ήττα της Κυβέρνησης. Οι άνθρωποι που ζουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας θα βρεθούν αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας. Το γεγονός ότι το πινάκιο στο Αυτόφωρο, εδώ και ένα περίπου χρόνο, φορτώνεται, κάθε μήνα και περισσότερο, με υποθέσεις που αφορούν σε κλοπές τροφίμων αξίας λίγων ευρώ από σουπερμάρκετ - επ' αυτού δημοσιεύτηκε πριν από δυο μήνες ένα εξόχως ενδιαφέρον ρεπορτάζ της Κατερίνας Καττή στο Ε της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ - θα έπρεπε να είχε προβληματίσει ήδη σοβαρά την Κυβέρνηση.
Η περιστολή των δαπανών για την Παιδεία κατά €200 εκατομμύρια σημαίνει πρακτικά την απεμπόληση του δεύτερου μεγάλου στόχου της Κυβέρνησης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η αδιαμφισβήτητη απώλεια μιας μεγάλης μάχης σημαίνει και την ολοκληρωτική ήττα. Φοβούμαι πως αυτό θα συμβεί. Η Κυβέρνηση πήρε όσα μέτρα έχει ανακοινώσει από την αρχή του χρόνου υπό την ασφυκτική ανάγκη για ζεστό χρήμα. Όμως η περιρέουσα ατμόσφαιρα ωθεί τα μεσαία εισοδήματα, των €25.000-40.000 να περιορίζουν δραστικά τις καταναλωτικές τους δαπάνες (το διαπιστώνω και από τον εαυτό μου), με αποτέλεσμα τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους να είναι, με βεβαιότητα, αισθητά λιγότερα από τα προσδοκώμενα. Η μείωση της κατανάλωσης επιφέρει αυτόματα απώλεια θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη μείωση της κατανάλωσης.
Το ενδεχόμενο προσφυγής στο ΔΝΤ που επικαλέστηκε ο Πρωθυπουργός αν δεν υπάρξει στήριξη από την ΕΕ, δε λύνει το πρόβλημα, καθώς οι συνταγές του εξασφαλίζουν με μαθηματική ακρίβεια τη χρεοκοπία (η Αργεντινή το 2002 και το Μεξικό το 1995 είναι τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα, όχι όμως τα μοναδικά).
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένη τη θεσμική αδυναμία της ΕΕ, αλλά και την πολιτική της δυσκαμψία, να συνδράμει την Ελλάδα, η χρεοκοπία του ελληνικού Κράτους είναι δύσκολο να αποφευχθεί.Η μόνη ελπίδα αποτροπής της - και με την προϋπόθεση ότι αλυσιδωτές αντιδράσεις δεν θα προκαλέσουν τη χρεοκοπία του Κράτους εντός του 2010, πράγμα που δεν είναι βέβαιο, αν και έχει μικρές πιθανότητες - είναι να συγκροτηθεί ένας εισπρακτικός μηχανισμός που θα υποχρεώσει τα εκατομμύρια των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι φοροδιαφεύγουν αγρίως, να καταβάλλουν, μέρος έστω, των οφειλόμενων φόρων. Γιατί, μην το ξεχνάμε, η χρεοκοπία είναι αποτέλεσμα της εσκεμμένης διάλυσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Γιάννης Χρυσοβέργης

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Θα εκφράσω κάποιον αντίλογο σε αυτά που έγραψες, χωρίς΄αυτό να σημαίνει ότι είμαι βέβαιος γι'αυτά που θα πω. Η κατάσταση είναι δύσκολη, έτσι κι'αλλιώς.

--Το ότι θα υποφέρουν οι μισθωτοί είναι αναμφισβήτητο. Και η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης μπορεί όντως να επιτείνει την ύφεση και θα βρεθούμε σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας, ύφεσης και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που μπορεί τελικά να οδηγήσει στη χρεοκοπία. Όμως η Ελλάδα έχει ένα πλεονέκτημα, που ίσως η Αργεντινή να μην το έχει: κι'αυτό είναι η εισροή πλούτου από τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Βέβαια λόγω παγκόσμιας κρίσης και αυτοί οι πόροι λιγόστεψαν, αν όμως, τα επόμενα χρόνια, ξεκινήσει η ανάκαμψη σε Ευρώπη και Αμερική, τότε μπορεί να επωφεληθεί και η ελληνική οικονομία που, με διαφορά φάσης, θα αρχίσει να εξασφαλίζει πόρους για περαιτέρω ανάπτυξη και ξεπέρασμα της κρίσης. Το σενάριο αυτό μπορεί να λειτουργήσει αν τα επόμενα χρόνια δεν διογκωθεί υπερβολικά το χρέος και δεν καταρρεύσει ο εισπρακτικός μηχανισμός. Εδώ υπεισέρχεται επειγόντως η αναγκαιότητα για αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, για την οποία φαίνεται η κυβέρνηση διατεθιμένη να κάνει κάτι. Δεν θα καταφέρουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία μέσα σε ένα χρόνο, ίσως όμως καταφέρουμε να εντοπίσουμε ένα μέρος του μέχρι τώρα διαφεύγοντος πλούτου, οπότε αυτό θα αυξήσει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας.

--Πρόσφατα διάβασα ότι η αξία της αναξιοποίητης ακίνητης περιουσίας του ελληνικού κράτους είναι περί τα 300δις ευρώ, όσο δηλαδή και το δημόσιο χρέος. Αν αυτή η περιουσία αξιοποιηθεί κατάλληλα, τότε μπορούν να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα. Και βέβαια τη γη δεν την πουλάει κανείς όποτε θέλει, όμως μπορεί να το κάνει όποτε το ευνοήσουν οι συνθήκες. Επί πλέον, οι καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες είναι περί τα 200δις. Νομίζω πως θα μπορούσε το ελληνικό κράτος να εκδώσει ομόλογα με συμφέροντες γι'αυτό όρους, εισπράττοντας μέρος των καταθέσεων.

Εκτιμώ λοιπόν ότι η ελληνική οικονομία έχει αντοχές (αυτό για το οποίο δεν είμαι σίγουρος είναι το πόσο αντέχει ο κοσμάκης) και, αν βελτιωθεί το διεθνές οικονομικό τοπίο, μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση και στην Ελλάδα. Οψόμεθα.

Γιώργος

Ανώνυμος είπε...

Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με το Γιώργο, αλλά με μια προϋπόθεση:
Να αποτελέσει η παρούσα κρίση αφετηρία δομικών αλλαγών στη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Κάτι που δεν είναι καθόλου σίγουρο, όχι γιατί δεν έχει γίνει πλέον συνείδηση σε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού, αλλά γιατί σκοντάφτει στη γενικευμένη παρακρατική νοοτροπία μεγάλων ομάδων του ελληνικού λαού.
Κατά συνέπεια το ενδεχόμενο χρεοκοπίας και βαθιάς κρίσης (depression) παραμένει ολοζώντανο.

Κώστας

Ανώνυμος είπε...

Ο τουρισμός είναι ο πρώτος τομέας δραστηριοτήτων που επλήγη. Οι απολύσεις στον τομέα αυτό αυξάνουν εκθετικά. Και, προσωπικά, δεν περιμένω να υπάρξει βελτίωση στα οικονομικά στοιχεία αυτού του κλάδου πριν η ανάκαμψη των Ευρωπαϊκών οικονομιών γίνει σαφής για την τσέπη του μέσου Ευρωπαίου πολίοτη και πριν αρχίσει η μείωση της ανεργίας στην Ευρώπη. Πράγμα που, αν πιστέψω τους οικονομολόγους, μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί, μετην έννοια ότιδεν προβλέπουν η ανάκαμψη να μεταφραστεί σε αύξηση θέσεων εργασίας.
Σε ό,τι αφορά στη ναυτιλία και εδώ το συνάλαγμα βαίνει μειούμενο, καθώς οι Έλληνες ναυτικοί κοστίζουν πολύ ακριβότερα από τους Μπεγκαλέζους, του Φιλιπινέζους και τους Ινδούς και τείνουν να εκλείψουν από τα ελληνόκτητα πλοία.
Μένει το ζήτημα της αξιοποίησης της ανεκμετάλλευτης ακίνητης περιουσίας του Κράτους. Η αξιοποίησή της δεν μπορεί να αποφέρει άμεσα κέρδη.είναι κάτι που ασφαλώς πρέπει να αρχίσει άμεσα, τα οφέλη της όμως θα φανούν σε βάθος χρόνου.
Τέλος, η κριτική μου βασίζεται σε μια παραδοχή. Ότι η κυβέρνηση πήρε αυτά τα μέτρα υπό την ασφυκτική πίεση ταμιακής στενότητας, που την οδηγεί σε απελπισμένο δανεισμό για την καταβολή μισθών και συνβτάξεων. Γιατί, αν συμμεριζόμουν την ανάλυση των πολιτικών ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, που συνοψίζεται στο ότι «η κρίση είναι πρόσχημα για τη συμπίεση του εργατικού κόστους», άλλη θα ήταν η επιχειρηματολογία μου.

Γιάννης Χρυσοβέργης