Την περασμένη βδομάδα έπεσε θρήνος και κλαυθηρμός για τη «χρεoκοπία των ελληνικών πανεπιστημιων, που ακολουθούν τη χρεoκοπία της ελληνικής κοινωνίας» (δημοσιογράφος «Σκάι»). Αφορμή για αυτούς τους ισχυρισμούς ήταν το γεγονός ότι κανένα ελληνικό ΑΕΙ δεν συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των Times για τα 200 καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο, ενώ το 2009 υπήρχε ένα (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν όντως 177ο στη λίστα των Times το 2009 ενώ είναι 286ο για το 2010. Αυτό το κατρακύλισμα των 109 θέσεων είναι όντως εντυπωσιακό και ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με τα σκαμπανεβάσματα άλλων πανεπιστημίων. Σε αυτό το σημείο όμως θα έθετα το ερώτημα: είναι δυνατόν μέσα σε ένα μόνο χρόνο να χειροτερέψει τόσο πολύ το Πανεπιστήμιο της Αθήνας; Και μπουρλότο να του βάζαμε, που λέει ο λόγος, δεν θα καταφέρναμε να του κάνουμε τόση ζημιά.
Νομίζω πως η απάντηση γι’αυτήν την υποβάθμιση θα πρέπει να αναζητηθεί στα κριτήρια κατάταξης και στον υποκειμενισμό που αυτά εμπεριέχουν. Ας γίνω πιο σαφής: Η λίστα των Times, που στην πραγματικότητα είναι η λίστα που κατάρτισε η βρετανική επιτροπή σπουδών QS World University Rankings, δεν βασίζεται τόσο σε μετρήσιμα κριτήρια (π.χ. αριθμός δημοσιεύσεων), όσο στις κρίσεις ακαδημαϊκών ή ανθρώπων των επιχειρήσεων που υποτίθεται πως είναι στην πιάτσα και «κάτι ξέρουν». Η αναπόφευκτα υποκειμενική, και πιθανόν ευμετάβλητη γνώμη αυτών των ανθρώπων είναι ο παράγοντας που διαμόρφωσε καίρια τη λίστα κατάταξης. Και σε αυτό το σημείο θα διατυπώσω μια εύλογη εικασία: η διαπόμπευση της Ελλάδας στη διεθνή κοινότητα και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που ακούστηκαν, στη διάρκεια του 2010, για τους «τεμπέληδες και διεφθαρμένους Έλληνες», πιθανότατα επηρέασαν την κρίση των αξιολογητών, με αποτέλεσμα να υποβιβαστεί καίρια η θέση του ελληνικού πανεπιστημίου.
Ένα άλλο κριτήριο πάνω στο οποίο βασίστηκε η κατάταξη των Times ήταν ο αριθμός των αναφορών σε εργασίες που δημοσιεύτηκαν από τους διδάσκοντες του εκάστοτε πανεπιστημίου. Προσοχή: όχι πόσες εργασίες δημοσίευσε το πανεπιστήμιο αλλά πόσοι άλλοι ασχολήθηκαν με αυτές τις εργασίες. Το κριτήριο αυτό είναι πιο «αντικειμενικό», όμως έστω κι’έτσι «ρίχνει» τον Βαλκάνιο επιστήμονα που δημοσιεύει μεν σε έγκυρα περιοδικά αλλά που δεν έχει τη φήμη και την πρόσβαση σε φορείς αξιολόγησης που έχει ένας Αγγλοσάξονας επιστήμονας για παράδειγμα. Ως εκ τούτου και το κριτήριο αυτό δεν είναι τόσο αντικειμενικό όσο διατείνονται οι εμπνευστές του.
Λίγους μήνες πριν, τον περασμένο Αύγουστο, κυκλοφόρησε η λίστα του Academic Ranking of World Universities (ARWU), που βασίζεται κυρίως σε μετρήσιμα μεγέθη (αριθμός δημοσιεύσεων, αναφορών από άλλους ερευνητές, διακρίσεις κλπ). Στη λίστα αυτή, το πανεπιστήμιο της Αθήνας ήταν γύρω στο 300 κατά την περίοδο 2003-2005 και γύρω στο 250 τα επόμενα χρόνια, καθώς και το 2010. Εδώ οι διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά είναι λιγότερες, διότι τα κριτήρια είναι κυρίως ποσοτικά.
Σε αυτό το σημείο μπορεί κανείς να πει ότι κατ’ουσίαν η λίστα των Times συμφωνεί με αυτήν του ARWU (τί 250 και τί 286). Έχει όμως ενδιαφέρον να δούμε τί συμβαίνει από πλευράς πλήθους δημοσιεύσεων σε έγκυρα περιοδικά, που μελετήθηκε σοβαρά από τους Ασιάτες του ARWU αλλά αγνοήθηκε από τους Αγγλοσάξονες των Times: από πλευράς όγκου δημοσιεύσεων σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπως αυτός εκφράζεται με έναν συγκεκριμένο δείκτη, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας βρίσκεται πολύ ψηλότερα στη λίστα (γύρω στο 100-150) και πάνω από πολλά άλλα «καλά» πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Για να προσδιορίσω ακριβή θέση θα πρέπει να πληκτρολογήσω τα δεδομένα σε αρχείο Excel και να κάνω ταξινόμηση, αλλά αυτό θέλει χρόνο. Με άλλα λόγια, στο ελληνικό πανεπιστήμιο παράγεται ερευνητικό έργο και δημοσιεύεται σε έγκυρα περιοδικά, όμως στα μάτια πολλών ξένων ακαδημαϊκών και επιχειρηματιών το έργο αυτό αγνοείται. Αυτό σημαίνει είτε έλλειψη «εξωστρέφειας» του ελληνικού πανεπιστημίου, για να δανειστούμε έναν όρο του Υπουργείου Παιδείας, είτε προκατάληψη από ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Σε αυτό το σημείο είναι νομίζω καίρια η επισήμανση ενός ελληνοαμερικανού πανεπιστημιακού ότι η ελληνική γλώσσα δεν βοηθάει στο να σχηματίσει η διεθνής κοινότητα μια αξιόπιστη εικόνα για τα ελληνικά πανεπιστήμια (η παρατήρηση αυτή διατυπώθηκε σε δελτίο του «Σκάι» αλλά οι δημοσιογράφοι του καναλιού δεν την έλαβαν ιδιαίτερα υπόψη τους).
Εν κατακλείδι: Το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εδώ και κάποια χρόνια όπου άρχισαν να καταρτίζονται λίστες αξιολόγησης, φιγουράρει στη θέση μεταξύ 200-300 στην παγκόσμια κατάταξη. Μια τέτοια θέση το φέρνει πίσω από τα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ, ή του Μπέρκλευ ή του Μονάχου, όμως το τοποθετεί πιο ψηλά από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ή το πανεπιστήμιο Παρισιού 5 (Ντεκάρτ) ή του Γκρατς, και ακόμα πιο ψηλά από το πολιτειακό πανεπιστήμιο του Κολοράδο ή της Αριζόνα. Αν ωστόσο η κατάταξη γίνει κυρίως με βάση τον όγκο του δημοσιευμένου ερευνητικού έργου, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας βρίσκεται πολύ πιο ψηλά. Και αν η κατάταξη γίνει με βάση το πώς μας βλέπουν οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων, τότε η θέση στην κατάταξη είναι αρκετά χαμηλότερα (300 και παρακάτω), ιδιαίτερα σε αυτήν την ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία για την ελληνική οικονομία. Πριν λοιπόν μιλήσει κανείς για «χρεοκοπία» του ελληνικού πανεπιστημίου, καλό είναι να προβληματιστεί για τα κριτήρια στα οποία στηρίζεται η αξιολόγησή του.
Το ΕΜΠ και τα άλλα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται σε κατώτερη θέση στην κατάταξη. Προσοχή όμως: με βάση τις λίστες των Times για εξειδικευμένα γνωστικά αντικείμενα, το ΕΜΠ είναι κάπου 110ο ως προς τις επιδόσεις του στους τομείς της Μηχανικής και της Τεχνολογίας. Και με βάση τις λίστες του ARWU, το πανεπιστήμιο της Αθήνας είναι μεταξύ της 76ης και της 100ης θέσης ως προς τις επιδόσεις του στην Πληροφορική. Καλό είναι να λάβουμε υπόψη και αυτά τα δεδομένα, μιας και πολλοί -αν και όχι όλοι οι- δημοσιογράφοι δεν θεώρησαν σκόπιμο να τα κοινοποιήσουν στους Έλληνες πολίτες.
Όμως αρκετά σας κούρασα με αυτήν την ιστορία περί αξιολόγησης. Είναι που εδώ και πάνω από 30 χρόνια ακούω το ίδιο βιολί για τα «σκάρτα» ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ εγώ έχω διαμορφώσει άλλη εικόνα. Μπορούμε να επανέλθουμε στο θέμα αν το βρίσκετε ενδιαφέρον.
Γιώργος Αιμ. Σκιάνης
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν όντως 177ο στη λίστα των Times το 2009 ενώ είναι 286ο για το 2010. Αυτό το κατρακύλισμα των 109 θέσεων είναι όντως εντυπωσιακό και ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με τα σκαμπανεβάσματα άλλων πανεπιστημίων. Σε αυτό το σημείο όμως θα έθετα το ερώτημα: είναι δυνατόν μέσα σε ένα μόνο χρόνο να χειροτερέψει τόσο πολύ το Πανεπιστήμιο της Αθήνας; Και μπουρλότο να του βάζαμε, που λέει ο λόγος, δεν θα καταφέρναμε να του κάνουμε τόση ζημιά.
Νομίζω πως η απάντηση γι’αυτήν την υποβάθμιση θα πρέπει να αναζητηθεί στα κριτήρια κατάταξης και στον υποκειμενισμό που αυτά εμπεριέχουν. Ας γίνω πιο σαφής: Η λίστα των Times, που στην πραγματικότητα είναι η λίστα που κατάρτισε η βρετανική επιτροπή σπουδών QS World University Rankings, δεν βασίζεται τόσο σε μετρήσιμα κριτήρια (π.χ. αριθμός δημοσιεύσεων), όσο στις κρίσεις ακαδημαϊκών ή ανθρώπων των επιχειρήσεων που υποτίθεται πως είναι στην πιάτσα και «κάτι ξέρουν». Η αναπόφευκτα υποκειμενική, και πιθανόν ευμετάβλητη γνώμη αυτών των ανθρώπων είναι ο παράγοντας που διαμόρφωσε καίρια τη λίστα κατάταξης. Και σε αυτό το σημείο θα διατυπώσω μια εύλογη εικασία: η διαπόμπευση της Ελλάδας στη διεθνή κοινότητα και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που ακούστηκαν, στη διάρκεια του 2010, για τους «τεμπέληδες και διεφθαρμένους Έλληνες», πιθανότατα επηρέασαν την κρίση των αξιολογητών, με αποτέλεσμα να υποβιβαστεί καίρια η θέση του ελληνικού πανεπιστημίου.
Ένα άλλο κριτήριο πάνω στο οποίο βασίστηκε η κατάταξη των Times ήταν ο αριθμός των αναφορών σε εργασίες που δημοσιεύτηκαν από τους διδάσκοντες του εκάστοτε πανεπιστημίου. Προσοχή: όχι πόσες εργασίες δημοσίευσε το πανεπιστήμιο αλλά πόσοι άλλοι ασχολήθηκαν με αυτές τις εργασίες. Το κριτήριο αυτό είναι πιο «αντικειμενικό», όμως έστω κι’έτσι «ρίχνει» τον Βαλκάνιο επιστήμονα που δημοσιεύει μεν σε έγκυρα περιοδικά αλλά που δεν έχει τη φήμη και την πρόσβαση σε φορείς αξιολόγησης που έχει ένας Αγγλοσάξονας επιστήμονας για παράδειγμα. Ως εκ τούτου και το κριτήριο αυτό δεν είναι τόσο αντικειμενικό όσο διατείνονται οι εμπνευστές του.
Λίγους μήνες πριν, τον περασμένο Αύγουστο, κυκλοφόρησε η λίστα του Academic Ranking of World Universities (ARWU), που βασίζεται κυρίως σε μετρήσιμα μεγέθη (αριθμός δημοσιεύσεων, αναφορών από άλλους ερευνητές, διακρίσεις κλπ). Στη λίστα αυτή, το πανεπιστήμιο της Αθήνας ήταν γύρω στο 300 κατά την περίοδο 2003-2005 και γύρω στο 250 τα επόμενα χρόνια, καθώς και το 2010. Εδώ οι διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά είναι λιγότερες, διότι τα κριτήρια είναι κυρίως ποσοτικά.
Σε αυτό το σημείο μπορεί κανείς να πει ότι κατ’ουσίαν η λίστα των Times συμφωνεί με αυτήν του ARWU (τί 250 και τί 286). Έχει όμως ενδιαφέρον να δούμε τί συμβαίνει από πλευράς πλήθους δημοσιεύσεων σε έγκυρα περιοδικά, που μελετήθηκε σοβαρά από τους Ασιάτες του ARWU αλλά αγνοήθηκε από τους Αγγλοσάξονες των Times: από πλευράς όγκου δημοσιεύσεων σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπως αυτός εκφράζεται με έναν συγκεκριμένο δείκτη, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας βρίσκεται πολύ ψηλότερα στη λίστα (γύρω στο 100-150) και πάνω από πολλά άλλα «καλά» πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Για να προσδιορίσω ακριβή θέση θα πρέπει να πληκτρολογήσω τα δεδομένα σε αρχείο Excel και να κάνω ταξινόμηση, αλλά αυτό θέλει χρόνο. Με άλλα λόγια, στο ελληνικό πανεπιστήμιο παράγεται ερευνητικό έργο και δημοσιεύεται σε έγκυρα περιοδικά, όμως στα μάτια πολλών ξένων ακαδημαϊκών και επιχειρηματιών το έργο αυτό αγνοείται. Αυτό σημαίνει είτε έλλειψη «εξωστρέφειας» του ελληνικού πανεπιστημίου, για να δανειστούμε έναν όρο του Υπουργείου Παιδείας, είτε προκατάληψη από ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Σε αυτό το σημείο είναι νομίζω καίρια η επισήμανση ενός ελληνοαμερικανού πανεπιστημιακού ότι η ελληνική γλώσσα δεν βοηθάει στο να σχηματίσει η διεθνής κοινότητα μια αξιόπιστη εικόνα για τα ελληνικά πανεπιστήμια (η παρατήρηση αυτή διατυπώθηκε σε δελτίο του «Σκάι» αλλά οι δημοσιογράφοι του καναλιού δεν την έλαβαν ιδιαίτερα υπόψη τους).
Εν κατακλείδι: Το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εδώ και κάποια χρόνια όπου άρχισαν να καταρτίζονται λίστες αξιολόγησης, φιγουράρει στη θέση μεταξύ 200-300 στην παγκόσμια κατάταξη. Μια τέτοια θέση το φέρνει πίσω από τα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ, ή του Μπέρκλευ ή του Μονάχου, όμως το τοποθετεί πιο ψηλά από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ή το πανεπιστήμιο Παρισιού 5 (Ντεκάρτ) ή του Γκρατς, και ακόμα πιο ψηλά από το πολιτειακό πανεπιστήμιο του Κολοράδο ή της Αριζόνα. Αν ωστόσο η κατάταξη γίνει κυρίως με βάση τον όγκο του δημοσιευμένου ερευνητικού έργου, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας βρίσκεται πολύ πιο ψηλά. Και αν η κατάταξη γίνει με βάση το πώς μας βλέπουν οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων, τότε η θέση στην κατάταξη είναι αρκετά χαμηλότερα (300 και παρακάτω), ιδιαίτερα σε αυτήν την ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία για την ελληνική οικονομία. Πριν λοιπόν μιλήσει κανείς για «χρεοκοπία» του ελληνικού πανεπιστημίου, καλό είναι να προβληματιστεί για τα κριτήρια στα οποία στηρίζεται η αξιολόγησή του.
Το ΕΜΠ και τα άλλα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται σε κατώτερη θέση στην κατάταξη. Προσοχή όμως: με βάση τις λίστες των Times για εξειδικευμένα γνωστικά αντικείμενα, το ΕΜΠ είναι κάπου 110ο ως προς τις επιδόσεις του στους τομείς της Μηχανικής και της Τεχνολογίας. Και με βάση τις λίστες του ARWU, το πανεπιστήμιο της Αθήνας είναι μεταξύ της 76ης και της 100ης θέσης ως προς τις επιδόσεις του στην Πληροφορική. Καλό είναι να λάβουμε υπόψη και αυτά τα δεδομένα, μιας και πολλοί -αν και όχι όλοι οι- δημοσιογράφοι δεν θεώρησαν σκόπιμο να τα κοινοποιήσουν στους Έλληνες πολίτες.
Όμως αρκετά σας κούρασα με αυτήν την ιστορία περί αξιολόγησης. Είναι που εδώ και πάνω από 30 χρόνια ακούω το ίδιο βιολί για τα «σκάρτα» ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ εγώ έχω διαμορφώσει άλλη εικόνα. Μπορούμε να επανέλθουμε στο θέμα αν το βρίσκετε ενδιαφέρον.
Γιώργος Αιμ. Σκιάνης
3 σχόλια:
Γιώργο βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το θέμα και κυρίως θα ήθελα τη γνώμη σου για το τι πάει καλά στο ελληνικό πανεπιστήμιο και για το τι πρέπει να αλλάξει.
Εδώ σημασία έχει να δούμε ότι επιτέλους κάτι πρέπει να αλλάξει και πιστεύω να μην έχεις τη γνώμη ότι όλα πάνε καλά.
Από τη διαχείρηση του ασύλου μέχρι τη διανομή των συγγραμάτων, μέχρι την εκλογή των πρυτανικών αρχών και μέχρι την εκλογή των διδασκόντων (επί του οποίου έχεις οδυνηρή εμπειρία...)
Τώρα, το αν θα ανέβουν κάποτε τα ελληνικά ΑΕΙ κάποιες θέσεις στην γενική κατάταξη, αυτό είναι όπως σωστά πιστεύω ότι λες, και θέμα γλώσσας και "βαλκανικής απόστασης"...
Αλήθεια, στα Βαλκάνια, σε ποια θέση βρισκόμαστε, ξέρουμε;
Κ.Λ.
Επιγραμματικά κάποιες απαντήσεις για να μην ξαναγράφω κείμενα "σεντόνια":
--Στη λίστα του ARWU, τα βαλκανικά πανεπιστήμια δεν εμφανίζονται που θενά. Κοινώς "πιάνουν πάτο". Εξαίρεση αποτελεί το παν/μιο Κων/λης, που είναι στη θέση 400-500.
--Για το άσυλο: νομίζω πως το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα ιστορικά κτίρια του κέντρου της Αθήνας,όπου εκεί σημειώνονται οι συχνές καταλήψεις και οι υλικές ζημιές από διάφορους απίθανους τύπους (όταν η κατάληψη γίνεται από φοιτητές, συνήθως αποφεύγονται οι ζημιές). Πιστεύω πως το ισχύον νομικό πλαίσιο αρκεί για να προστατευτούν τα κτίρια του κέντρου, κυρίως τις "περίεργες" μέρες. Προσοχή μόνο, να διατηρήσει το χαρακτήρα του ασύλου το μη περιφραγμένο προαύλιο του ιστορικού κτιρίου του πανεπιστημίου, γιατί αλλιώς μπορεί να ξαναζήσουμε παλιές αλήστου μνήμης καταστάσεις.
--Πανεπιστημιακά συγγράμματα: καλό είναι να έχει ο φοιτητής στα χέρια του ένα προσεγμένο δωρεάν διδακτικό βιβλίο αναφοράς, έστω και σε ψηφιακή μορφή (αυτό που γίνεται τώρα και με το σύστημα "Εύδοξος"). Η κατάσταση πάντως είναι καλύτερη από παλιότερα, διότι έχει βελτιωθεί η κατάσταση με τις βιβλιοθήκες και, βέβαια, υπάρχει και το διαδίκτυο όπου βρίσκεται υλικό.
--Εκλογές πρυτάνεων και διοίκηση πανεπιστημίου: αυτό που θα έβλεπα με καλό μάτι είναι μαζί με τα εκλεγμένα όργανα που θα παίρνουν τις αποφάσεις να υπάρχουν και στελέχη-σύμβουλοι τεχνοκρατικού και επιχειρηματικού προφίλ που να βοηθούν ουσιαστικά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της περιουσίας του ιδρύματος. Αυτό είναιπολύ σημαντικό, ιδιαίτερα για τις δύσκολες καταστάσεις που ζούμε τώρα.
--Εκλογή διδασκόντων: έχω ακούσει ότι στην Ισπανία προβλέπονται γραπτές εξετάσεις για τους υποψήφιους που πάνε να ξεκινήσουν ακαδημαϊκή καριέρα. Το μέτρο αυτό το βλέπω να εμφορείται από μια αίσθηση δικαίου, δεν είμαι όμως σίγουρος για τη λειτουργικότητά του, καθώς στην εκλογή διδασκόντων δεν κρίνονται τόσο οι γενικές επιστημονικές τους γνώσεις όσο το εξειδικευμένο ερευνητικό τους έργο. Οπότε βλέπω αναπόφευκτο να αποφασίζει μια ομάδα ανθρώπων (εκλεκτόρων) για την αξιολόγηση των υποψηφίων. Από εκεί και πέρα είναι θέμα ωριμότητας και φιλότιμου...
Γιώργος
Εξαιρετική η ανάρτησή σου Γιώργο. Κάποια από αυτά που αναφέρεις τα γνώριζα, κάποια άλλα όχι τόσο καλά. Σε κάθε περίπτωση είχα πάρει απόφαση να μην αναφερθώ στο θέμα, γιατί θεωρούσα ότι αυτός που πρώτος πρέπει να γράψει είσαι εσύ.
Τον κατάλογο αξιολόγησης των Times ποτέ δεν τον είχα σε εκτίμηση, ακριβώς γιατί γνώριζα καλά ότι βασίζεται σε μη μετρήσιμα μεγέθη.
Η εικόνα που είχα για το ελληνικό διδακτικό προσωπικό, μέσα από τις συζητήσεις που έχουμε κάνει κατ' επανάληψη, αλλά και από συζητήσεις με άλλους πανεπιστημιακούς, είναι ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι κι αυτό μια από τις εικόνες της ελληνικής κοινωνίας: με το νεποτισμό του, με τους διδάσκοντες που λανθάνουν βιώσαντες, με τους άλλους που χρησιμοποιούν την περιουσία των πανεπιστημίων για να κάνουν αδρά αμειβόμενες εξωτερικές δουλειές ή να χαραμίζουν ευρωπαϊκά προγράμματα, και με τους πολλούς - χωρίς να ξέρω αν είναι πλειοψηφία - που έχουν να παρουσιάσουν ένα αξιόλογο ερευνητικό και διδακτικό έργο.
Εκείνο που με ενοχλούσε με τη μεταρρύθμιση της Γιαννάκου - και με ενοχλεί με τη δέσμη ιδεών της Διαμαντοπούλου, είναι ότι επιδιώκεται η μετατροπή των πανεπιστημίων σε διωτικά ερευνητικά ιδρύματα, που θα πραγματοποιούν έρευνες κατά παραγγελία από τις οποίες θα εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Αυτή η φιλοσοφία και μόνο με κάνει να διάκειμαι αρνητικά απέναντί τους, παρά τις επιμέρους θετικές προτάσεις που περιέχουν - κι ας είναι πολλές.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Δημοσίευση σχολίου