Τρίτη 26 Απριλίου 2016

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΦΙΛΕΣ(ΟΥΣ) ΣΥΡΙΖΑ - ΛΑΕ

Η εικόνα, κατά τα λοιπά αξιόλογων ανθρώπων, που εκτοξεύουν κατηγορίες περί προδοσίας και υιοθετούν άκριτα κατασκευασμένα από το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ και τα λοιπά φερέφωνα της ολιγαρχίας σκάνδαλα είναι θλιβερή.
Εξ ίσου θλιβεροί είναι οι δεκάρικοι λόγοι, επίσης αξιόλογων κατά τα λοιπά ανθρώπων, περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» και «κόκκινων γραμμών».
Και οι μεν και οι δε -  ασυνείδητα θέλω να πιστεύω - καταφεύγουν σε αυτή την αδιέξοδη και ντροπιαστική για όλους μας ρητορεία για να αποφύγουν τη συζήτηση δύσκολων για όλους μας θεμάτων.

Αγαπητές(οί) φίλες(οι),
Το περασμένο καλοκαίρι, σε δυο άρθρα στον ΑΤΑΚΤΟ ΛΟΓΟ το πρώτο με τίτλο «ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΟΡΟΥΣ» και το δεύτερο με τίτλο «ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΗΤΤΑ.» είχα διατυπώσει μια σειρά προβληματισμών με αφορμή αυτό που είχα κι εγώ θεωρήσει ως «Βάρκιζα του ΣΥΡΙΖΑ».
Στο πρώτο από τα δυο άρθρα προειδοποιούσα για την αναγκαιότητα αποφυγής μιας στείρας αντιπαράθεσης στην οποία θα περίσσευαν οι ακραίοι κι αψυχολόγητοι χαρακτηρισμοί και θα απουσίαζαν οι πολιτικές προτάσεις, ό,τι δηλαδή κυριαρχεί σήμερα στην πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ όσων έχουν αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ  και εντάχθηκαν στη ΛΑΕ και τους πρώην συντρόφους τους.
Στο δεύτερο επισήμαινα την ανάγκη να επαναπροσδιοριστούμε απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, κυρίως, έθετα μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα, τόσο γι' αυτούς που επέλεξαν τον«επώδυνο συμβιβασμό», όσο και για εμάς που εκτιμήσαμε πως πρέπει να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και «με φθαρμένα εργαλεία από την αρχή να ξαναρχίσουμε»*.
Στους μήνες που πέρασαν συνέβησαν όλα όσα φοβόμουν. 
Όσοι απέμειναν στο ΣΥΡΙΖΑ βιώνουν τη μια ταπείνωση πίσω από την άλλη εκ μέρους των πιστωτών, οι οποίοι αθετούν όλες τους τις δεσμεύσεις και με υπαρκτό πλέον το ερώτημα: «τι έχουν πετύχει σε αντάλλαγμα;». 
Όσοι επέλεξαν τη συμμετοχή τους στη ΛΑΕ καταναλώνονται σε μια αντι-ΣΥΡΙΖΑ φιλολογία, χωρίς να προσπαθούν να προσδιορίσουν μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική.
Είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να απαντήσουμε όλοι σε ένα αμείλικτο ερώτημα: Θέλουμε ή όχι να συμμετέχουμε σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η πλειοψηφία των πολιτών της οποίας θεωρεί ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με αυτούς στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγεία, ούτε και την ελευθερία να αποφασίζουν ποια οικονομική πολιτική θα  ακολουθήσει η κυβέρνησή τους;
Αν η απάντηση είναι ΝΑΙ οφείλουμε να υιοθετήσουμε την πολιτική Μητσοτάκη. Αν όμως η απάντηση (αυτονόητη για εμένα) είναι ΟΧΙ υπάρχουν δυο στρατηγικές. 
Η πρώτη είναι μια εκστρατεία ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ. Απαιτεί μια ξεκάθαρη στρατηγική και απαντήσεις σε οξύτατα πρακτικά προβλήματα που άπτονται της εξασφάλισης επάρκειας τροφίμων, φαρμάκων και καυσίμων για ένα κρίσιμο διάστημα 6-12 μηνών και ετοιμότητα για την αντιμετώπιση της νομισματικής ασφυξίας που εξ αρχής θα επιβάλει η ΕΕ. (όλα αυτά που δεν είχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πέρσι γι' αυτό και οδηγηθήκαμε στη χωρίς όρους συνθηκολόγηση). 
Κι ακόμα απαιτεί στρατηγική συγκρότησης αποθεμάτων σε συνάλλαγμα και πολύτιμα μέταλλα που θα επιτρέψουν στη νέα δραχμή να έχει αντίκρυσμα στις αγορές συναλλάγματος. Και πολιτικές που θα αποτρέψουν τη μετατροπή του νέου νομίσματος σε κατοχικό.
Απαιτεί επίσης έναν πολιτικό λόγο που δε θα προσβάλλει τις εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίων πολιτών που το 2015 πλημμύριζαν συστηματικά τις πλατείες των ευρωπαϊκών πόλεων για να διαδηλώσουν τη συμπαράστασή τους στον ελληνικό λαό, κι αυτό δεν είναι εύκολο.
Απαιτεί τέλος μια κοπιώδη προσπάθεια επαναπροσέγγισης αυτού του 61,2% των πολιτών που, ενάντια στην τρομοκρατία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των ΜΜΕ και των τριών εκπροσώπων της ολιγαρχίας, ενάντια στις εκκλήσεις του ΚΚΕ για αποχή από το Δημοψήφισμα, ψήφισαν ΟΧΙ. 
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο ένας στους δυο ψηφοφόρους του ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου 2015 - ίσως και περισσότεροι - δεν επιθυμούσε ρήξη με την ΕΕ και αποχώρηση από αυτήν κι αυτό σε τελική ανάλυση είναι το μόνο - αλλά ουσιαστικό - ελαφρυντικό του Αλέξη Τσίπρα και του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ.
Κι οφείλουμε να κάνουμε μια τιτάνια προσπάθεια για να πείσουμε αυτά τα εκατομμύρια των πολιτών ότι διδαχτήκαμε από την ήττα, ότι πάμε για την επόμενη μάχη έτοιμοι για ιδρώτα, αίμα, και δάκρυα, ότι ο αγώνας θα είναι μακρύς κι ότι για όλα αυτά είναι απαραίτητη η συμμετοχή τους.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει γίνει, ούτε καν έχει ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος για το τι πρέπει να κάνουμε, ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητές μας, πώς θα κάνουμε ό,τι θα κάνουμε. Και για το λόγο αυτό η εμπρηστική αντικυβερνητική ρητορεία μόνο ως φύλο συκής που προσπαθεί να κρύψει την πολιτική μας γύμνια μπορεί να εκληφθεί.
Η δεύτερη στρατηγική είναι μια μακράς διαρκείας εκστρατεία - καλή ώρα σαν αυτή των Αφροαμερικανών στις δεκαετίες του 1950 και 1960 στις ΗΠΑ - για ΙΣΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πολίτες. Στην περίπτωση αυτή η αποδοχή της διαχειριστικής λογικής της κυβέρνησης Τσίπρα είναι μονόδρομος. Οφείλει όμως να συνοδεύεται από μια εκστρατεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για ισότητα δικαιωμάτων των Ελλήνων με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Χωρίς αυτή την εκστρατεία η διακυβέρνηση της χώρας από Αριστερούς στερείται νοήματος. Μια τέτοια εκστρατεία μπορεί να κινητοποιήσει και πάλι  τους Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι πριν ένα χρόνο συμπαραστέκονταν  στον ελληνικό λαό, μπορεί να βγάλει από την προφανή πολιτική αμηχανία τα κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που βλέπουν ένα αδελφό κόμμα να εφαρμόζει θατσερικές πολιτικές και να τους δώσει ένα σαφή πολιτικό ρόλο.
Μόνο που... αυτή η εκστρατεία έπρεπε να είχε ξεκινήσει από τις 14 Ιουλίου 2015 και - το χειρότερο - όχι μόνο δεν έχει ξεκινήσει, αλλά ουδείς σκέφτεται την αναγκαιότητά της.
Γι αυτό και οι όποιες αναφορές σε «ηρωικές μάχες», «κόκκινες γραμμές» και «σκληρές διαπραγματεύσεις», μόνο ως σύντομα ανέκδοτα ακούγονται.
Φίλες και φίλοι,
Στα χρόνια που προηγήθηκαν των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 είχα συχνά στηλιτεύσει την αβάσταχτη ελαφρότητα του πολιτικού λόγου του ενιαίου τότε ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο προέρχεστε και οι μεν και οι δε.
Παραφράζοντας την αποδιδόμενη στο Διονύσιο Σολωμό φράση «εθνικόν είναι ό,τι είναι αληθές» θα έλεγα ότι «αριστερό είναι ό,τι είναι αληθές». Κι η αλήθεια τις πιο πολλές φορές δε χαϊδεύει αυτιά.
Και κάτι ακόμα: Για «να πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση»** πρέπει τα όνειρα να μετουσιωθούν σε πολιτικές στρατηγικές και σε καθημερινή δράση. Κοπιαστική κι επώδυνη διαδικασία. Αλλά αξίζει τον κόπο.

Γιάννης Χρυσοβέργης

*Από το ποίημα «Αν» του Rudyard Kipling
** Από το «άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: