«Μα επιτέλους, δεν θα φοράω αμπέχωνο για όλη μου τη ζωή»,
είπε η κυρία στο συνάδελφο που την επέκρινε για τη θέση της απέναντι στην
κινητοποίηση των διοικητικών υπαλλήλων του Πανεπιστημίου Αθηνών και για τη
γενικότερη αλλαγή στάσης της απέναντι στο συνδικαλισμό και στην πολιτική, κατά
τις τελευταίες δεκαετίες. Ο διάλογος αυτός διαδραματίστηκε στην προχθεσινή
συνέλευση των διδασκόντων της Σχολής Θετικών Επιστημών, όπου ήταν εμφανής η
αντιπαράθεση για το κατά πόσον αξίζει να υποστηριχτεί η απεργιακή κινητοποιηση
των διοικητικών, μπροστά στον κίνδυνο απώλειας του διδακτικού εξαμήνου και στα
προβλήματα που έχουν εμφανιστεί ως προς την ερευνητική δραστηριότητα πολλών
διδασκόντων.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει το which side are you on (στίχος
από βορειοαμερικάνικο τραγούδι της δεκαετίας του’30). Αν δηλαδή θα πρέπει να
νιαστείς πρώτα για τους ανθρώπους που χάνουν τη δουλειά τους, μετά από τους
οποίους μάλιστα μπορεί να έρθει και η δική σου σειρά, ή αν θεωρείς πιο
σημαντική την εύρυθμη λειτουργία του πανεπιστημίου (όσο εύρυθμη μπορεί να είναι
μετά από ένα κύμα απολύσεων, διαθεσιμοτήτων και αποψίλωσης από ανθρώπινο
δυναμικό) και την ομαλή διεκπεραίωση των προσοδοφόρων ερευνητικών προγραμμάτων.
Ο καθένας μας ας κάνει τη δική του αξιολόγηση...
Την ατάκα για το αμπέχωνο τη θυμάμαι από τη δεκαετία του’80. Ήταν τότε που ο ριζοσπαστισμός των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων είχε υποχωρήσει
και μια γενιά που είχε πρωταγωνιστήσει στο αντιδικτατορικό κίνημα είχε ήδη
ολοκληρώσει τις σπουδές της και ξεκινούσε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο
πανεπιστήμιο ή σε άλλα επαγγελματικά πεδία. Σε ένα τέτοιο κλίμα αυξανόμενων
καταναλωτικών απαιτήσεων και πίστης στη δυνατότητα για ατομική ανέλιξη, το
πρόταγμα της συλλογικότητας φάνταζε παρωχημένο και out για πολλούς
«ξύπνιους» που θέλησαν να ακολουθήσουν το ρεύμα των καιρών. Παρωχημένη θεωρήθηκε
από κάποιους και η δίμηνη απεργία των εκπαιδευτικών το 1997, καθότι «η εποχή
της τραγιάσκας και της υψωμένης γροθιάς έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί». Η ειρωνία είναι
ότι αυτή η απεργία επέφερε σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις, από τις οποίες
επωφελήθηκαν κυρίως αυτοί που δεν είχαν καμμια συμμετοχή στην κινητοποίηση και
που δεν έχασαν δεκάρα τσακιστή. Και τί πρότειναν αυτοί που απέρριπταν την απεργία
και τη συλλογική διεκδίκηση; Τις δημόσιες σχέσεις και την καλλιέργεια επαφών
για πρόσβαση στους κύκλους άσκησης εξουσίας και διαχείρισης του πλούτου («όποιος
έχει τον τρόπο του μπορεί να τη βολέψει»).
Και φτάνουμε στη μεγάλη κρίση των τελευταίων ετών. Οι ιθύνοντες
δε θέλουν ή δεν έχουν τα περιθώρια να συνεχίσουν μια πολιτική επιλεκτικών παροχών
σε επί μέρους κατηγορίες μισθωτών. Ακόμα χειρότερα, απειλείται η εργασιακή ασφάλεια
που για πολλούς ήταν, μέχρι πρόσφατα, δεδομένη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η παθητική στάση («τίποτα δε θα καταφέρουμε») και
ο ατομικισμός («δεν αφορά εμένα αυτή η ιστορία») είναι ίσως η χειρότερη επιλογή
που μπορεί κανείς να ακολουθήσει.
Μήπως λοιπόν είναι καιρός να ξαναφορέσουν το αμπέχωνο όσοι
το είχαν στιβάξει κάπου στο πατάρι; Κάτι τέτοιο υπαινίσσεται ο συμπαθής Λάκης
Παπαδόπουλος στο «παλιό μου παλτό» που μπορούμε να ακούσουμε αμέσως παρακάτω.
Βέβαια στο συγκεκριμένο τραγούδι κυριαρχεί η νοσταλγία για
τις απεμπολημένες ηθικές αξίες και στάσεις ζωής. Ενώ στους δύσκολους καιρούς
που περνάμε τώρα, στη θέση της νοσταλγίας εμφανίζεται επιτακτικά η ανάγκη για
συλλογική δράση. «Αυτό που ήσουν κάποτε να γίνεις ξανά».
Γιώργος Αιμ. Σκιάνης
2 σχόλια:
Εγώ πάντως Γιώργο, το μεταχειρισμένο στρατιωτικό αμπέχωνο, του αμερικανικού στρατού, που είχα αγοράσει, δεύτερο χέρι φυσικά, το 1980 από το Μοναστηράκι και που το είχα χάσει, το «ανακάλυψα» γύρω στο 2008 τίγκα στη μούχλα σε ένα πατάρι. Το πήγα στο καθαριστήριο και έκτοτε το φοράω (Δε φοράω τη χειμερινή του επένδυση γιατί πλέον ζυγίζω 20 κιλά παραπάνω, αλλά στις λεπτομέρειες θα κολλάμε τώρα;). Το θέμα είναι πως το διεκδικεί, και επιθετικά μάλιστα, η Κλειώ.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Μήπως λοιπόν είναι καλύτερα να της κάνεις τη χάρη και να της το δώσεις; Άμα φορεθεί το αμπέχωνο από τη νεολαία, μπορεί και να είναι καλό για όλους μας.
Γιώργος
Δημοσίευση σχολίου