Το ενδεχόμενο επανάληψης στη Συρία του φιάσκου της στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη αναδεικνύει, σε όλο τους τους το μεγαλείο, τις συνέπειες της απουσίας αραβικής και, κατ' επέκταση ισλαμικής, πολιτικής σε όλες ανεξαιρέτως τις δυτικές χώρες.
Οι οποίες σέρνονται πίσω από τις πολιτικές επιλογές του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, χωρίς κανένα απολύτως στρατηγικό στόχο ή προσδοκώμενο όφελος.
Για πολλούς μήνες όλες οι δυτικές κυβερνήσεις παρακολουθούσαν ανήσυχες κι αμήχανες την εξέγερση στη Συρία, που αρχικό αίτημάτης ήταν η ανατροπή της δικτατορίας να μετατρέπεται σε θρησκευτικό πόλεμο μεταξύ σουνιτών και αλαουιτών, τη Σαουδική Αραβία να χρηματοδοτεί αφειδώς τα εκεί παρακλάδια της Αλ Κάιντα και να περιθωριοποιεί - με τη μέθοδο της φυσικής εξόντωσης - τις όποιες δυνάμεις επιδίωκαν μια δημοκρατική Συρία, το Ισραήλ να επιδιώκει τη μετατροπή της συριακής κρίσης σε έναν πόλεμο Δύσης - Ισλάμ.
Η, όπως όλα δείχνουν, επίθεση με χημικά όπλα του καθεστώτος εναντίον αμάχου πληθυσμού των προαστίων από το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, οδηγεί τις δυτικές κυβερνήσεις, είτε για προεκλογικούς λόγους (Γερμανία), είτε για λόγους ανάκτησης του κύρους της κυβέρνησης (Γαλλία), είτε λόγω αποικιακών αντανακλαστικών (Μεγάλη Βρετανία), είτε διότι πρέπει να δικαιολογήσουν το ρόλο τους ως υπερδύναμη (ΗΠΑ) σε μια στρατιωτική επέμβαση με άγνωστες μεσοπρόθεσμες συνέπειες. Η οποία επέμβαση, με δεδομένο το ρωσικό βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, μπορεί να λάβει χώρα μόνο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Όλα αυτά είναι συνέπεια της παραίτησης του συνόλου των δυτικών χωρών από τη χάραξη μιας αραβικής πολιτικής, απότις αρχές της δεκαετίας του '60 και μετά. Τα εθνικιστικά κινήματα της δεκαετίας του '50 στον αραβικό κόσμο είχαν βάλει τέλος στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και είχαν στραφεί προς τη Μόσχα, θεωρώντας, εκ προοιμίου, τις ΗΠΑ φιλικές προς τις πρώην αποικιακές δυνάμεις. Με τον ψυχρό Πόλεμο στο αποκορύφωμά του και τη σοβιετική επιρροή στον αραβικό κόσμο εδραιωμένη, με εξαίρεση τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Περσικού Κόλπου, σε όλο τον αραβικό κόσμο, η Δύση περιορίστηκε στην άκριτη υποστήριξη του Ισραήλ και άφησε εν λευκώ τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης των λαϊκών εθνικιστικών καθεστώτων στο θεοκρατικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άλλαξε ριζικά τα δεδομένα, όμως η Δύση παρέμεινε προσκολημένη στα όσα ίσχυαν επί Ψυχρού Πολέμου. Η εκτροφή, από τις πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες, με κεφάλαια της Σαουδικής Αραβίας, των τεράτων των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα (της ισλαμικής εκδοχής των ναζί) δεν ανησύχησε τις δυτικές κυβερνήσεις.
Οι μεν ΗΠΑ στήριξαν την ισλαμική πολιτική τους στη μανιχαϊστική, βολική, αλλά καθόλου αποτελεσματική, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ θεωρία του Χάντιγκτον περί σύγκρουσης των πολιτισμών,
Οι δε Ευρωπαίοι συνέχισαν τη συνεργασία τους με τις δικτατορίες, στις οποίες είχαν εξελιχτεί τα εθνικιστικά κινήματα της δεκαετίας του '50 σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Η αραβική άνοιξη έδειξε τις συνέπειες της απουσίας αραβικής και ισλαμικής πολιτικής της Δύσης σε όλο της το μεγαλείο.
Οι Ευρωπαίοι παρακολούθησαν τα γεγονότα αμήχανοι. Με πιο ισχυρά αντανακλαστικά - αλλά όχι επαρκή όπως αποδείχθηκε - η κυβέρνηση Ομπάμα, στήριξε τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και στην Αίγυπτο και προσπάθησε να αποκτήσει, μέσω αυτής της στήριξης, μια κάποια επιρροή στις αραβικές κοινωνίες.
Στην προσέγγισή της αυτή βρήκε σύμμαχο τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος, για τους δικούς του λόγους, έγινε εξαγωγέας στις αραβικές χώρες του παντρέματος του Ισλάμ
Η αμερικανική κυβέρνηση όμως υποτίμησε την ικανότητα των παραδοσιακών συμμάχων της στην περιοχή, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, να τινάξουν στον αέρα τη νέα αραβική της προσέγγιση.
Η άρχουσα τάξη του Ισραήλ κατανόησε αμέσως ότιη δημοκρατική αφύπνηση των αραβικών λαών θα σήμαινε και μια αφύπνηση του Αραβικού εθνικισμού κι ότι ο μόνος τρόπος για να μην απειληθεί θα ήταν να κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις στη μείζονα αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, στο παλαιστινιακό.
Η Σαουδική Αραβία από την πλευρά της αισθάνθηκε ότι απειλείται το μονοπώλιο της δυτικής διαμεσολάβισης στον ισλαμικό κόσμο που κατείχε κι αντέδρασε με τον τρόπο που μπορούσε: τη χρηματοδότηση χωρίς όριο των παρακλαδιών της Αλ Κάιντα για ώστε οι δημοκρατικές διεκδικήσεις να εξελιχτούν σε θρησκευτικό πόλεμο μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Πράγμα που πέτυχε σε Συρία και Μπαχρέιν.
Κατόρθωσε επίσης να ενισχύσει τις πιο ακραίες τάσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων, οι οποίες πίστεψαν πως μπορούν να επιβάλουν τη δική τους δικτατορία, θέτοντας έτσι τέλος στο δημοκρατικό πείραμα της Αιγύπτου.
Σε όλα αυτά, κι ενώ οι Ευρωπαίοι σφύριζαν αδιάφορα, ή έμεναν μαζί με τους Αμερικανούς εγκλωβισμένοι στο ζήτημα του πυρηνικού οπλοστασίου του Ιράν, το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας είχε την αγαστή συνεργασία του Ιράν.
Στην παρούσα φάση, κι ενώ όλα δείχνουν πως η δυτική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία είναι θέμα ημερών, ουδείς - πλην του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας - επιθυμεί να διαδέχεται τη δικτατορία του Μπασάρ Αλ Άσαντ μια δικτατορία σαλαφιστών. Όμως αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο.
Εναλλακτικά μπορεί να καταλήξουν τα πράγματα σε μια φιλοδυτική κυβέρνηση που δε θα ελέγχει τίποτα παραπάνω από τη Δαμασκό και μερικές ακόμα πόλεις, ένα «κράτος» αλαουιτών, στις περιοχές που αυτοί συνιστούν την πλειοψηφία του πληθυσμού μια «αυτόνομη περιοχή των Κούρδων» στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία και το Ιράκ με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το μέλλον, και την υπόλοιπη Συρία να μετατρέπεται, όπως ακριβώς έγινε στη Λιβύη, σε μια no man's land, όπου κράτος κι εξουσία θα έχει η Αλ Κάιντα.
Απέναντι σε αυτά τα σενάρια η λογική της βρετανικής, κυρίως, κυβέρνησης, που στηρίζει τη στρατιωτική επέμβαση εν ονόματι της απομόνωσης του Ιράν καθώς αυτό θα αποστερηθεί τον τελευταίο σύμμαχό του στη Μέση Ανατολή, μάλλον είναι υπερβολικά κοντόφθαλμη. Και τούτο γιατί ανοίγει την πόρτα σε ένα άλλο σενάριο, που σαφώς και αποτελεί επιλογή τόσο του Σαουδαραβικού καθεστώτος όσο και του Ισραήλ: ένα γενικευμένο πόλεμο μεταξύ σιιτών και σουνιτών στη Μέση Ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση καμιά χώρα της Δύσης δεν έχει οφέλη να αποκομίσει από όσα θα συμβούν στο άμεσο μέλλον στη Συρία. Με την έννοια αυτή πρόκειται για μια στρατιωτική εμπλοκή χωρίς στρατηγικό διακύβευμα απο την οποία ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιο: θα ενισχυθεί η τρομοκρατική δράση της Αλ Κάιντα και πιθανώς άλλων ακραίων ισλαμιστικών δικτύων, στην Ευρώπη.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά το φίλο Γιάννη Δεμερτζόγλου για την άδειά του να δημοσιευτεί στην εν λόγω ανάρτηση το σκίτσο του.
Γι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου