
Πριν 44 χρόνια ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ήρθε να βάλει φρένο στη διεκδίκηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού για ουσιαστική Δημοκρατία, για απαλλαγή από το Παλάτι και την καμαρίλα του, για οριστικό κλείσιμο των πληγών ενός πολυετούς αιματηρού εμφυλίου, που, έχοντας ξεκινήσει από το κίνημα του 1909 στο Γουδή, είχε φθάσει στο αποκορύφωμά του στην τριετία 1946 - 1949. Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά οι απολογητές του σκοταδισμού έχουν σηκώσει κεφάλι. Αν σήμερα, ενάς συνταγματάρχης, εξ ίσου φανατικός και παράφρων με το Γεώργιο Παπαδόπουλο, αποφάσιζε να καταλάβει την εξουσία, πλήθη θα συνέρρεαν στο Σύνταγμα για να τον επευφημήσουν. Πώς φθάσαμε ως εδώ;
Πριν από 44 χρόνια μια ανερχόμενη μεσαία αστική τάξη, που ασφυκτιούσε μέσα στο εμφυλιακό πολιτικό πλαάισιο, απαιτούσε, μέσα από τα αιτήματα για εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, το δικό τηνς ρόλο στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Και συμμαχούσε με μια αυξανόμενη, με ραγδαίους ρυθμούς, εργατική τάξη, που απαιτούσε με τη σειρά της το δικό της μερτικό από την ανάπτυξη της χώρας.
Επί έξι χρόνια η Χούντα είχε πετύχει να κυβερνά χωρίς ουσιαστική αντίδραση, επειδή η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενάντια στην απύθμενη ανικανότητα των κυβερνώντων. Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, γκρέμισε το χάρτινο πύργο της οικονομικής ανάπτυξης και ξέσπασαν οι πρώτες αντιδράσεις. Νομική, μνημόσυνο Γεωργίου Παπανδρέου, Πολυτεχνείο...
Η πτώση της Χούντας γέννησε μια νέα πολιτική δύναμη, το ΠΑΣΟΚ, που κλήθηκε να εκφράσει αυτή τη συμμαχία μεσαίας αστικής και εργατικής τάξης και το πέτυχε. Και το πέτυχε τόσο καλά, που έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη της ελληνικής Δημοκρατίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η πρόσβαση στη Δημόσια Διοίκηση άνοιξε σε όλους, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανέλαβαν, όπως σε κάθε δημοκρατική χώρα, συνδιαχειριστικούς ρόλους, η Αριστερά βρήκε κι αυτή έναν άτυπο ρόλο συνδιαχειριστή σε τοπική αυτοδιοίκηση, πανεπιστήμια, δημόσια διοίκηση.
Την ίδια στιγμή όμως που εδραιώνονταν οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η ελληνική κοινωνία επιδείκνυε μια απίστευτη εχθρότητα απέναντι σε κάθε τι το καινούριο, σε κάθε απόπειρα εμβάθυνσης της Δημοκρατίας. Αντέδρασε στη θέσπιση του πολιτικού γάμου, σαμποτάρισε θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως τα συνοικιακά συμβούλια που θεσπίστηκαν το 1983 και πήγαν άπατα, γύρισε, έμπρακτα την πλάτη στην ισότητα ανδρών και γυναικών - χρειάστηκε να θεσπιστεί, για λόγους μίμησης και μόνο, ένα υποχρεωτικό ποσοστό γυναικών για να αυξηυθεί σε σχετικά ευπρόσωπα ποσοστά η συμμετοχή των γυναικών σε εκλεγμένα όργανα - εξεδήλωσε και εκδηλώνει πρωτοφανή εχθρότητα απέναντι στο οικολογικό κόινημα, για να μη μιλήσουμε για τους αρνητές στράτευσης, το δικαίωμα των πιστών σε θρησκευτικά δόγματα διαφορετικό της Ορθοδοξίας να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ανεμπόδιστα κ.λ.π. Κι αυτή η εχθρότητα διαπέρασε οριζόντια το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, σε μερικές περιπτώσεις μηδέ του πλέον φιλελεύθερου ΚΚΕ εσ. - και των διαδόχων του ΕΑΡ και ΣΥΝ - εξαιρουμένων.
Όσο για την πολιτική αντιπαράθεση, αυτή πήρε τη μορφή της συνέχισης του εμφυλίου πολέμου με άλλα μέσα. Τα όπλα αντικατέστησε ο διανοητικός χουλιγκανισμός. Η έννοια του διαλόγου εξοστρακίστηκε από την κοινωνία και χρησιμοποιήθηκε, από την πολιτική εξουσία, με τρόπο ποταπά προσχηματικό. Η σκέψη και μόνο της διατύπωσης εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων θεωρούνταν, σχεδόν, πράξη εσχάτης προδοσίας.
Παράλληλα η κοινωνία, γυρνούσε την πλατη στα αιτήματα για κοινωνικό Κράτος. Αντί να διεκδικήσει ποιότητα στη Δημόσια εκπαίδευση, έγινε προσωπικό στοίχημα της κάθε οικογένειας να στείλει τα παιδιά της σε ιδιωτικό σχολείο. Τίναξε στον αέρα το Εθνικό Σύστημα Υγείας, όταν οι συγγενείς των ασθενών στα νοσοκομεία κυνηγούσαν, στα μέσα της δεκαετίας του '80, γιατρούς και νοσηλευτές για να τους λαδώσουν. Με αποτέλεσμα, σε λιγότερο από ένα χρόνο, σχεδόν τίποτα να μη γίνεται χωρίς το ανατολίτικο μπαξίς. Κι αντί να διεκδικήσει κοινωνικά επιδόματα ασκούσε αφόρητες πιέσεις σε κοινοτάρχες, δημάρχους και κομματικά στελέχη για «μια θεσούλα στο Δημόσιο».
Σε αυτή την ιδιότυπη «ανατολίτικη δημοκρατία», εντελώς φυσιολογικά η εξαγορά δημοσίων λειτουργών γενικεύθηκε. ενδεικτικό είναι ότι στις ετήσιες εκθέσεις της Διεθνούς διαφάνειας, το 1/3 των ελλήνων πολιτών δηλώνει ότι «προσπάθησε να λαδώσει δικαστικούς λειτουργούς για ευνοϊκή εξέλιξη δικαστικής του υπόθεσης». Τα πραγματικά ποσοστά είναι, δυστυχώς, σαφώς ψηλότερα.
Την τελευταία εικοσαετία, το αγαπημένο ρεπορτάζ των τηλεοπτικών ΜΜΕ, ήταν τα λεγόμενα «οικονομικά σκάνδαλα» του πολιτικού κόσμου. Που εννιά στις δέκα φορές ήταν απολύτως πραγματικά. Με τη διαφορά ότι ήταν «εικόνα και ομοίωση μιας νεόπλουτης κοινωνίας».
Η ίδια αυτή κοινωνία, αφού εδώ και 37 συναπτά έτη ανεβάζει και κατεβάζει τις κυβερνήσεις με μοναδικό κριτήριο το ποιος θα ικανοποιήσει καλύτερα τη μεγαλομανία της (Ολυμπιακοί Αγώνες, ένταξη στην Ευρωζώνη) ή τη διαφθορά της (θα καταργήσουμε ΑΣΕΠ και ΣΔΟΕ, θα νομιμοποιήσουμε τα αυθαίρετα) γυρνάει την πλάτη της σε ό,τι έχει απομείνει από δημοκρατικούς θεσμούς, επιλέγοντας το χουλιγκανισμό ως μοναδική μορφή πολιτικής έκφρασης. Κι εντελώς φυσιολογικά, στρώνει το δρόμο στο επόμενο αυταρχικό καθεστώς.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Πριν από 44 χρόνια μια ανερχόμενη μεσαία αστική τάξη, που ασφυκτιούσε μέσα στο εμφυλιακό πολιτικό πλαάισιο, απαιτούσε, μέσα από τα αιτήματα για εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, το δικό τηνς ρόλο στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Και συμμαχούσε με μια αυξανόμενη, με ραγδαίους ρυθμούς, εργατική τάξη, που απαιτούσε με τη σειρά της το δικό της μερτικό από την ανάπτυξη της χώρας.
Επί έξι χρόνια η Χούντα είχε πετύχει να κυβερνά χωρίς ουσιαστική αντίδραση, επειδή η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενάντια στην απύθμενη ανικανότητα των κυβερνώντων. Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, γκρέμισε το χάρτινο πύργο της οικονομικής ανάπτυξης και ξέσπασαν οι πρώτες αντιδράσεις. Νομική, μνημόσυνο Γεωργίου Παπανδρέου, Πολυτεχνείο...
Η πτώση της Χούντας γέννησε μια νέα πολιτική δύναμη, το ΠΑΣΟΚ, που κλήθηκε να εκφράσει αυτή τη συμμαχία μεσαίας αστικής και εργατικής τάξης και το πέτυχε. Και το πέτυχε τόσο καλά, που έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη της ελληνικής Δημοκρατίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η πρόσβαση στη Δημόσια Διοίκηση άνοιξε σε όλους, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανέλαβαν, όπως σε κάθε δημοκρατική χώρα, συνδιαχειριστικούς ρόλους, η Αριστερά βρήκε κι αυτή έναν άτυπο ρόλο συνδιαχειριστή σε τοπική αυτοδιοίκηση, πανεπιστήμια, δημόσια διοίκηση.
Την ίδια στιγμή όμως που εδραιώνονταν οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η ελληνική κοινωνία επιδείκνυε μια απίστευτη εχθρότητα απέναντι σε κάθε τι το καινούριο, σε κάθε απόπειρα εμβάθυνσης της Δημοκρατίας. Αντέδρασε στη θέσπιση του πολιτικού γάμου, σαμποτάρισε θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως τα συνοικιακά συμβούλια που θεσπίστηκαν το 1983 και πήγαν άπατα, γύρισε, έμπρακτα την πλάτη στην ισότητα ανδρών και γυναικών - χρειάστηκε να θεσπιστεί, για λόγους μίμησης και μόνο, ένα υποχρεωτικό ποσοστό γυναικών για να αυξηυθεί σε σχετικά ευπρόσωπα ποσοστά η συμμετοχή των γυναικών σε εκλεγμένα όργανα - εξεδήλωσε και εκδηλώνει πρωτοφανή εχθρότητα απέναντι στο οικολογικό κόινημα, για να μη μιλήσουμε για τους αρνητές στράτευσης, το δικαίωμα των πιστών σε θρησκευτικά δόγματα διαφορετικό της Ορθοδοξίας να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ανεμπόδιστα κ.λ.π. Κι αυτή η εχθρότητα διαπέρασε οριζόντια το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, σε μερικές περιπτώσεις μηδέ του πλέον φιλελεύθερου ΚΚΕ εσ. - και των διαδόχων του ΕΑΡ και ΣΥΝ - εξαιρουμένων.
Όσο για την πολιτική αντιπαράθεση, αυτή πήρε τη μορφή της συνέχισης του εμφυλίου πολέμου με άλλα μέσα. Τα όπλα αντικατέστησε ο διανοητικός χουλιγκανισμός. Η έννοια του διαλόγου εξοστρακίστηκε από την κοινωνία και χρησιμοποιήθηκε, από την πολιτική εξουσία, με τρόπο ποταπά προσχηματικό. Η σκέψη και μόνο της διατύπωσης εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων θεωρούνταν, σχεδόν, πράξη εσχάτης προδοσίας.
Παράλληλα η κοινωνία, γυρνούσε την πλατη στα αιτήματα για κοινωνικό Κράτος. Αντί να διεκδικήσει ποιότητα στη Δημόσια εκπαίδευση, έγινε προσωπικό στοίχημα της κάθε οικογένειας να στείλει τα παιδιά της σε ιδιωτικό σχολείο. Τίναξε στον αέρα το Εθνικό Σύστημα Υγείας, όταν οι συγγενείς των ασθενών στα νοσοκομεία κυνηγούσαν, στα μέσα της δεκαετίας του '80, γιατρούς και νοσηλευτές για να τους λαδώσουν. Με αποτέλεσμα, σε λιγότερο από ένα χρόνο, σχεδόν τίποτα να μη γίνεται χωρίς το ανατολίτικο μπαξίς. Κι αντί να διεκδικήσει κοινωνικά επιδόματα ασκούσε αφόρητες πιέσεις σε κοινοτάρχες, δημάρχους και κομματικά στελέχη για «μια θεσούλα στο Δημόσιο».
Σε αυτή την ιδιότυπη «ανατολίτικη δημοκρατία», εντελώς φυσιολογικά η εξαγορά δημοσίων λειτουργών γενικεύθηκε. ενδεικτικό είναι ότι στις ετήσιες εκθέσεις της Διεθνούς διαφάνειας, το 1/3 των ελλήνων πολιτών δηλώνει ότι «προσπάθησε να λαδώσει δικαστικούς λειτουργούς για ευνοϊκή εξέλιξη δικαστικής του υπόθεσης». Τα πραγματικά ποσοστά είναι, δυστυχώς, σαφώς ψηλότερα.
Την τελευταία εικοσαετία, το αγαπημένο ρεπορτάζ των τηλεοπτικών ΜΜΕ, ήταν τα λεγόμενα «οικονομικά σκάνδαλα» του πολιτικού κόσμου. Που εννιά στις δέκα φορές ήταν απολύτως πραγματικά. Με τη διαφορά ότι ήταν «εικόνα και ομοίωση μιας νεόπλουτης κοινωνίας».
Η ίδια αυτή κοινωνία, αφού εδώ και 37 συναπτά έτη ανεβάζει και κατεβάζει τις κυβερνήσεις με μοναδικό κριτήριο το ποιος θα ικανοποιήσει καλύτερα τη μεγαλομανία της (Ολυμπιακοί Αγώνες, ένταξη στην Ευρωζώνη) ή τη διαφθορά της (θα καταργήσουμε ΑΣΕΠ και ΣΔΟΕ, θα νομιμοποιήσουμε τα αυθαίρετα) γυρνάει την πλάτη της σε ό,τι έχει απομείνει από δημοκρατικούς θεσμούς, επιλέγοντας το χουλιγκανισμό ως μοναδική μορφή πολιτικής έκφρασης. Κι εντελώς φυσιολογικά, στρώνει το δρόμο στο επόμενο αυταρχικό καθεστώς.
Γιάννης Χρυσοβέργης