Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

ΟΙ ΛΑΪΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΟΙ «ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΕΣ» ΚΙ Η ΒΙΑ

Η αδιαμφισβήτητη δράση μικρής ομάδας μπαχαλάκηδων και οργανωμένων προβοκατόρων -υπάρχει πλήθος σχετικών μαρτυριών- στο ξεκίνημα των επεισοδίων στις σημερινές μεγαλειώδεις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις για τα Τέμπη δεν αρκούν από μόνες τους για να εξηγήσουν την έκταση και τη διάρκεια των συγκρούσεων διαδηλωτών και αστυνομίας.


 Δεν έχει υπάρξει διαδήλωση στα τελευταία 50 χρόνια στη διάρκεια της οποίας -ή και μετά το τέλος της- να μην ξέσπασαν επεισόδια, άλλοτε περιορισμένα κι άλλοτε εκτεταμένα,  μεταξύ της Αστυνομίας και μέρους των διαδηλωτών. 
Κάθε φορά τα κόμματα και τα ΜΜΕ της Αριστεράς καταγγέλλουν μονότονα -στις περιπτώσεις που η αστυνομική βία δεν υπήρξε απρόκλητη- τη δράση οργανωμένων προβοκατόρων. Έχουν όμως πάντα έτσι τα πράγματα; 

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΩΝ ΚΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ

Η δράση οργανωμένων προβοκατόρων της Αστυνομίας είναι παγκοσμίως ένας απαραίτητος μηχανισμός ηθικής απονομιμοποίησης των όποιων διαδηλωτών και νομιμοποίησης της βίαιης αστυνομικής καταστολής τους. Προϋπόθεση της επιτυχίας του εγχειρήματος είναι η ύπαρξη ηλιθίων ή (και) πρόθυμων ή (και) αργυρώνητων δημοσιογράφων οι οποίοι θα αναπαραγάγουν την κρατική προπαγάνδα και θα τρομοκρατήσουν τους κάθε λογής «έντιμους ανθρώπους κυρ-Παντελήδες».

Ειδικά στην Ελλάδα η προσφυγή της Αστυνομίας στις «υπηρεσίες» των «οργισμένων διαδηλωτών» -μπαχαλάκηδες συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε- έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ, καθώς δεν υπάρχει διαδήλωση που να μην τους έχει χρησιμοποιήσει.

Σήμερα, για παράδειγμα, υπάρχει πλήθος βίντεο που δείχνουν ομάδες  μασκοφορεμένων να σπάνε μάρμαρα στο Σύνταγμα υπό το απαθές βλέμμα των ανδρών των ΜΑΤ ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο πριν αρχίσουν τα πρώτα επεισόδια. Ακόμα πιο ακραίο όμως ήταν το περιστατικό που κατέγραψε η κάμερα του MEGA το 2008, όταν ξεχείλιζε η οργή της νεολαίας για τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ομάδα ανδρών με καλυμμένα χαρακτηριστικά και κράνη διασταυρώνεται με διμοιρία των ΜΑΤ. Ο πρώτος από αυτούς δείχνει μια ταυτότητα στο διοικητή της διμοιρίας, τα ΜΑΤ τους αφήνουν να περάσουν και στη συνέχεια αυτοί αρχίζουν να επιδίδονται σε λεηλασίες καταστημάτων.

ΟΙ «ΜΠΑΧΑΛΑΚΗΔΕΣ»

Δίπλα στους οργανωμένους προβοκάτορες υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα μια μικρή ομάδα νέων ανθρώπων για τους οποίους, το να συγκρουστούν με την Αστυνομία συνιστά λόγο ύπαρξης. Οι διαφορές στη συμπεριφορά τους και στη σκέψη τους από τους χουλιγκάνους των ομάδων είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες. Ο τρόπος δράσης τους είναι επίσης συγκεκριμένος: πάντα, προς το τέλος της διαδήλωσης, θα πετάξουν μερικές βόμβες μολότοφ στους αστυνομικούς, και θα παίξουν μαζί τους ένα κυνηγητό διάρκειας μιας-δυο -το πολύ- ωρών, που θα ολοκληρωθεί στα Εξάρχεια, όπου και θα λάβει τέλος η «σεμνή τελετή». Ο απολογισμός είναι κι αυτός δεδομένος: πέντε-έξι κάδοι σκουπιδιών καμένοι, ευρεία κατανάλωση από πλευράς αστυνομίας χημικών και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης -να ανανεώνεται το στοκ και να πέφτουν οι μίζες στους προμηθευτές-, άντε και τέσσερις-πέντε συλλήψεις.

Κι όλοι μένουν ευχαριστημένοι: τα καλόπαιδα επειδή έκαναν την επανάσταση κατά του μπαμπά τους, οι αστυνομικοί που «ξεμούδιασαν» κι οι εμπλεκόμενοι στις προμήθειες υλικού καταστολής διαδηλώσεων για τις προμήθειές τους.

ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ;

Η έκταση και η διάρκεια των σημερινών επεισοδίων δε μπορεί να εξηγηθεί ούτε από τις ολιγάριθμες καλά οργανωμένες ομάδες προβοκατόρων, ούτε από τους 100-150 μπαχαλάκηδες. Ναι μεν οι συγκεκριμένοι έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα  των επεισοδίων, όμως οι άνθρωποι που στη συνέχεια επέλεξαν τη σύγκρουση με την Αστυνομία αντί της φυγής ήταν πολύ περισσότεροι. Ανέρχονταν σε κάποιες χιλιάδες άτομα.

Δεν έχω μπορέσει να κατανοήσω με βεβαιότητα αν αυτή η εμμονή όλα αυτά τα χρόνια του μεγαλύτερου μέρους -για να μη χρησιμοποιήσω τον προβοκατόρικο όρο «της νομιμόφρονος»- Αριστεράς και του συνόλου των λίγων αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ στις ιστορίες με προβοκάτορες οφείλεται στη δυσφορία της που ένα μέρος των διαδηλωτών της χάλασε το αφήγημα -και, κατά συνέπεια, στην προσφυγή της στο ίδιο προπαγανδιστικό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι κυβερνώντες για την απονομιμοποίηση των ατάκτων- ή αν οφείλεται στην αδυναμία της να επικοινωνήσει με την κοινωνία και να κατανοήσει πώς αυτή αντιδρά.

Σε κάθε περίπτωση,  η έκταση των σημερινών επεισοδίων -από τα Προπύλαια ως τις Στήλες του Ολυμπίου Διός και ως την πλατεία Κολωνακίου και τον Ευαγγελισμό- και η διάρκειά τους -πάνω από δυο ώρες- υποδηλώνει πως ένας σημαντικός αριθμός διαδηλωτών ήταν αποφασισμένοι αν χτυπήσει η Αστυνομία να αντισταθούν.

Γι αυτό και οι αναφορές ΜΜΕ και κομμάτων της Αριστεράς σε «αλήτες που αμαύρωσαν την εικόνα» των διαδηλώσεων αν δεν είναι υποκριτικές αποδεικνύουν αδυναμία κατανόησης των αντιδράσεων μέρους της κοινωνίας.

Τα όσα συνέβησαν σήμερα έχουν ξανασυμβεί. Συνέβησαν το 2021, μεσούσης της καραντίνας λόγω κορωνοϊού, όταν 15.000 άνθρωποι, εξοργισμένοι από την κακοποίηση μιας μωρομάνας από αστυνομικούς στη Νέα Σμύρνη, συγκρούονταν επί ώρες με την Αστυνομία. Συνέβησαν το Φλέβάρη του 2012, τη νύχτα που η Βουλή ψήφιζε το δεύτερο μνημόνιο κι η Αστυνομία χτύπησε απρόκλητα τη διαδήλωση διαμαρτυρίας πριν καν αυτή αρχίσει. Συνέβη και διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, για ν' αναφερθούμε μονάχα στα πιο πρόσφατα περιστατικά μαζικής αντιπαράθεσης πολιτών με την Αστυνομία.

ΓΙΑΤΙ ΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ;

Πολλές απαντήσεις μπορεί να δώσει κανείς στο ερώτημα αυτό. Προσωπικά θα προτιμήσω να εστιάσω σε δυο παράγοντες που λειτουργούν συμπληρωματικά.

Ο πρώτος, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι η εδραιωμένη πεποίθηση στην κοινωνία ότι η Δικαιοσύνη εργάζεται συνειδητά για τη συγκάλυψη των ευθυνών των υπαιτίων του εγκλήματος των Τεμπών. Κι αν πρέπει να αναζητηθούν οι υπαίτιοι της δημιουργίας αυτής της πεποίθησης αυτοί είναι η Εισαγγελέας και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου καθώς κι ο αρμόδιος ανακριτής. Όπως επισήμαινα και στο άρθρο Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ* είναι η πρώτη φορά από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη που η ηγεσία της Δικαιοσύνης παρεμβαίνει τόσο απροσχημάτιστα υπέρ της συγκάλυψης των ευθυνών των υπαιτίων του εγκλήματος. Και με τη στάση τους αυτή λένε στους πολίτες πως ο μόνος δρόμος για να βρουν το δίκιο τους είναι η αυτοδικία.

Ο δεύτερος είναι η πρωτοφανής αδυναμία των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και, κυρίως, της Αριστεράς να προσφέρουν στους πολίτες μια προοπτική αποτελεσματικής μη βίαιης αντίστασης στην κρατική βία. Κι αυτό που είναι ακόμα χειρότερο είναι η άρνησή τους να αναγνωρίσουν αυτή τους την αδυναμία και να προσπαθήσουν να βρουν λύσεις. Κι επειδή αρνούνται να αναγνωρίσουν το πρόβλημα η θεοποίηση των προβοκατόρων γίνεται γι αυτούς μια κάποια λύση.

Επ' αυτού πάντως θα ήταν λάθος να μην αναγνωρίσουμε και τη γέννηση από τα κάτω μιας κουλτούρας μη βίαιης αντίστασης. Για πρώτη φορά, μετά την έναρξη των επεισοδίων, διαδηλωτές που ήδη είχαν αποχωρήσει από τη διαδήλωση επέστρεψαν στην πλατεία Συντάγματος με τα χέρια ψηλά και παρέμειναν εκεί για ώρες . Κι όταν τα ΜΑΤ τους έδιωξαν βίαια αυτοί επέστρεψαν, κι όταν τους ξαναέδιωξαν αυτοί επέστρεψαν και πάλι και παρέμειναν στο Σύνταγμα αξιώνοντας την παραίτηση της κυβέρνησης κι αποκαλώντας το Μητσοτάκη δολοφόνο ως τις 07.00 μ.μ.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Υ.Γ. Δεν θέλησα να γράψω για τις πολιτικές συνέπειες των μεγαλειωδών σημερινών διαδηλώσεων για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι αναλύσεις που ως τώρα διάβασα μου φάνηκαν επαρκείς. Ο δεύτερος είναι ότι ποτέ δε μου άρεσε να κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Ο λόγος μου άτακτος είναι κι ασχολείται με θέματα που τους άλλους δεν απασχολούν.





Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ* 

«...Μα πώς να αποδώσεις Δικαιοσύνη όταν δεν ξέρεις τι θέλουν (οι ταγοί της εξουσίας)...»

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ

Η σκηνή του απελπισμένου δικαστή που, είτε απαλλάξει, είτε καταδικάσει την επόμενη μέρα έναν Εβραίο θα κληθεί να δώσει  εξηγήσεις σε κάποια -διαφορετικά κατά περίπτωση- υψηλόβαθμα στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας, από την εκπληκτική παράσταση που, στα μέσα της δεκαετίας του '70 είχε ανεβάσει το Θέατρο Τέχνης, μου ήρθε και πάλι στο μυαλό καθώς διάβαζα, αφ' ενός τις αντιδράσεις της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κυρίας Κλάπα σε μια τεκμηριωμένη κριτική της Κυρίας (με κεφαλαίο Κ) Καρυστιανού προς τον ανακριτή της υπόθεσης Σωτήρη Μπακαΐμη και, αφ' ετέρου, την ακόμα πιο προκλητική παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης, για το ενδεχόμενο να έχουν τελεστεί αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα στο πλαίσιο αναρτήσεων στις οποίες επικρίνεται ο ανακριτής.

Απαντώντας, χωρίς φυσικά να την αναφέρει ονομαστικά, στην ανάρτηση της Κυρίας Καρυστιανού με τίτλο κ. ΑΝΑΚΡΙΤΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΜΠΑΖΩΝΕΤΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ  η πρόεδρος του Αρείου Πάγου τονίζει ότι «...η διαφωνία όμως σε νομική προσέγγιση και ερμηνεία δε μπορεί να εκφραστεί από οποιονδήποτε και οποιονδήποτε λόγο με λοιδορία, υποτιμητικές εκφράσεις, προσβολή και καθύβριση, των θεσμών και των κανόνων...».

Ακόμα πιο επιθετική η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην παραγγελία της για διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης κάνει λόγο για αυτόκλητους «υποκριτές προστάτες των θεσμών, που δεν ορρωδούν προ ουδενός, προκειμένου να υπηρετήσουν ταπεινά παντός είδους συμφέροντα...Καθυβρίζουν και λοιδορούν τους θεσμούς και όσους τους εκπροσωπούν, στοχοποιώντας τους τελευταίους με αναρτήσεις σαν την ακόλουθη, που κατ’ ελάχιστο διεγείρουν μέσω του διαδικτύου σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγιών κλπ κατά των ανωτέρω προσώπων και επιχειρούν με τον τρόπο αυτό γενικότερα αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του Ποινικού Νόμου». (το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου μπορείτε να το διαβάσετε στο News247.gr )

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Βεβαίως η αφορμή -ή μήπως το πρόσχημα;- για την παρέμβαση αυτή της κυρίας Αδειλίνη ήταν μια όντως υβριστική ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα για τον ανακριτή του εγκλήματος των Τεμπών. 

Το γεγονός όμως ότι τόσο η Πρόεδρος όσο και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αποφάσισαν να ενδιαφερθούν για τις εκκλήσεις σε αυτοδικία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης -θαρρείς και η επίμαχη ανάρτηση για την οποία ζητήθηκε κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση είναι η μόνη ή η πλέον επιθετική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης-  αμέσως μετά από την αιχμηρή κριτική της Κυρίας Καρυστιανού στον ανακριτή του εγκλήματος των Τεμπών μόνο τυχαίο δεν είναι.

Συνιστά ευθεία απειλή προς τους συγγενείς των θυμάτων ότι αν δεν «συμμορφωθούν προς τα υποδείξεις» -η κυρία Αδειλίνη για παράδειγμα τους έχει προτρέψει να πάνε σε κανένα παππά να τους διαβάσει- «μπορεί να βρουν το μπελά τους».

Όπως δεν είναι τυχαίο ότι λίγες μόλις μέρες πριν, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, ο οποίος προΐστατο της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, κάνοντας δεκτούς τους ισχυρισμούς του εγκαλούμενου Αιμίλιου Κοσμίδη, προπληρωμένη κάρτα του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την αποστολή «μολυσμένων» με το λογισμικό παρακολούθησης Predator μηνύματα σε δεκάδες πολιτών  -αναμεσά τους ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ότι δήθεν την κάρτα αυτή τη χρησιμοποίησε τρίτο πρόσωπο εν αγνοία του. Κι αυτό παρά την ύπαρξη εγγράφου της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ σύμφωνα με το οποίο μόνο ο Αιμίλιος Κοσμίδης μπορούσε να ενεργοποιήσει την επίμαχη κάρτα.

Δεδομένου ότι στην Ελλάδα η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων επιλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, η από μέρους τους στάση ευμενούς ουδετερότητας προς την κυβέρνηση  -παρά το γεγονός ότι παραβιάζει βάναυσα έναν από τους πυλώνες της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αυτόν της διάκρισης των εξουσιών- ήταν συνηθισμένη.

Όμως για να βρούμε τόσο απροσχημάτιστη συσστράτευση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης με την κυβέρνηση -και για την ακρίβεια με το Παρακράτος- πρέπει να γυρίσουμε 60 ολόκληρα χρόνια πίσω, στην εποχή του διαβόητου Κωνσταντίνου Κόλλια, γνωστού για την απόπειρα κουκουλώματος της δολοφονίας Λαμπράκη και πρώτου πρωθυπουργού της Χούντας.

Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες ο αγώνας για να μη συγκαλυφθεί το έγκλημα των Τεμπών, να δικαστούν και να καταδικαστούν τόσο οι υπαίτιοί του όσο και αυτοί που δυο χρόνια τώρα προσπαθούν να το συγκαλύψουν, γίνεται αγώνας ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ της όποιας κολοβής Δημοκρατίας.

Προσωπικά δεν τρέφω αυταπάτες. Είμαι βέβαιος πως μεγάλος αριθμός δικαστών -πολύ φοβούμαι ότι πρόκειται για την πλειοψηφία- ευχαρίστως θα προσάρμοζαν τις αποφάσεις τους στις βουλές της πολιτικής εξουσίας (αρκεί αυτή να είναι της Δεξιάς του Κυρίου, όπως έλεγε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που στη διάρκεια της Χούντας «μελετούσε» και δεν ήξερε ότι παραβιάζονταν ανθρώπινα δικαιώματα).

Όμως μέχρι τώρα αυτό , επίσημα τουλάχιστον, ήταν επίμεμπτο. Και πάντα φρόντιζαν να τηρούν τα προσχήματα. Είναι η πρώτη φορά που η ηγεσία της Δικαιοσύνης, εντελώς απροσχημάτιστα και χωρίς κανένα κόμπλεξ μετατρέπει εαυτήν σε θεραπαινίδα της κυβέρνησης.

Αν επιτρέψουμε να συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος η μέρα που και πάλι οι δικαστές θα αναφωνούν «πώς να αποδώσεις δικαιοσύνη όταν δεν ξέρεις τι θέλουν;», δεν είναι μακριά. Όμως τη μέρα εκείνη θα επικρατεί και πάλι ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.


Γιάννης Χρυσοβέργης

*Το κείμενο αυτό είναι ανάπτυξη μιας ανάρτησης που έκανα σήμερα το πρωί, εν θερμώ, στο  Facebook

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

 Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ 25η ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ 2015


...Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία,

πέρασε εύκολα απ' τη μνήμη στην καρδιά,

Ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία

εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά...

(Ο ΔΡΟΜΟΣ, στίχοι Κωστούλα Μητροπούλου, μουσική και ερμηνεία Μάνος Λοΐζος)


ΜΙΑ ΚΡΙΣΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΜΝΗΣΙΑΣ

Περίμενα να περάσει μια εβδομάδα από την επέτειο της 25ης του Γενάρη 2015 και όχι τυχαία. Με είχε πιάσει μια τρελή περιέργεια να  δω αν θα θελήσει να θυμηθεί κανείς την επέτειο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Και δυστυχώς οι προβλέψεις μου επιβεβαιώθηκαν. Με εξαίρεση μια ενδοκομματική εκδήλωση του ΜΕΡΑ25 και τη διανομή ενός βιβλίου από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ με άρθρα ανθρώπων που το Γενάρη του 2015 είχαν ήδη αρχίσει να αποστασιοποιούνται από το ΣΥΡΙΖΑ σιγή ασυρμάτου.

Από την Αριστερά φυσικά -για τους πολιτικούς σχηματισμούς και τα ΜΜΕ της μαφιοκρατίας η απόλυτη σιγή ήταν η επιβεβλημένη συμπεριφορά- , αρχής γενομένης από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Θαρρείς και ντρέπονται γιατί τόλμησαν να γεννήσουν ελπίδα στην κοινωνία. Ή γιατί προσπαθούν να γίνουν αρεστοί σε αυτούς που ποτέ δεν θα τους συγχωρήσουν την τοτινή αποκοτιά τους. Ή... δεν ξέρω τι άλλο να πω, δεν το χωράει ο νους μου.

Αλλά και από τις δυνάμεις της Αριστεράς που εξ αρχής ήταν επικριτικές έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ακούστηκε ούτε μια λέξη για την επέτειο αυτή. Σαν να μην τους αφορούσε αυτή η πολιτική άνοιξη που κράτησε επτά δραματικούς μήνες και κορυφώθηκε με εκείνο το μεγαλειώδες ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Ούτε κι αυτό μπορεί να το χωρέσει ο νους μου.

Γιατί για εμένα το επτάμηνο αυτό ήταν μια από τις τρεις πιο πυκνές πολιτικές περιόδους της ζωής μου. Οι άλλες δυο ήταν το πρώτο εξάμηνο της Μεταπολίτευσης κι η πρώτη διετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1983).

Και γιατί προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για την ευκαιρία που μας έδωσαν να πούμε ένα μαζικό ΟΧΙ στους ολιγάρχες εγχώριους και ξένους. Αλλά και γιατί, μετά την αναπόφευκτη ήττα, τη διαχειρίστηκαν προσπαθώντας με συνέπεια να ανακουφίζουν τη φτωχολογιά. Και με κάνουν έξαλλο για το γεγονός ότι δεν διεκδικούν πολιτικά ούτε την προσπάθεια που έκαναν για κάτι καλύτερο, ούτε τον τρόπο που διαχειρίστηκαν το τρίτο Μνημόνιο.

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΑΘΙ

Τα παραπάνω είμαι βέβαιος ότι ξενίζουν πολλούς από τους φίλους και γνωστούς μου, με τους οποίους έχω μοιραστεί στο παρελθόν -ή και μοιράζομαι ακόμα- κοινά οράματα. Είναι όμως που εξ αρχής κρατούσα πολύ μικρό καλάθι εν όψει της επικείμενης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ για τρεις, κυρίως, λόγους.

Ο πρώτος ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων που, το 2014, ήταν συντριπτικός εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό που το 2010 αποτελούσε το μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί της κυβέρνησης Παπανδρέου -το οποίο με προσωπική του ευθύνη ο Γιώργος Παπανδρέου πέταξε στο καλάθι των αχρήστων και καταδικάστηκε, δικαίως, από την κοινωνία σε πολιτική ανυποληψία- η στάση πληρωμών, το 2015  είχε χάσει την ισχύ του. Μια στάση πληρωμών το 2010 θα προκαλούσε κρίση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, κατάρρευση των τιμών των μετοχών των τραπεζών που θα συμπαρέσυρε το σύνολο των Χρηματιστηρίων και καταρράκωση της αξιοπιστίας του ευρώ ως διεθνούς νομίσματος. Το 2015 η αθέτηση πληρωμών θα γίνονταν προς άλλα Κράτη-μέλη της ΕΕ και γι' αυτό οι επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα και στα διεθνή χρηματιστήρια σαφώς μικρότερες. Όμως τις μάχες δεν έχουμε συχνά την πολυτέλεια να αποφασίζουμε πότε και πού θα τις δώσουμε. Τις δίνουμε όταν πρέπει να τις δώσουμε και χαμένες είναι μόνο αυτές τις οποίες φοβηθήκαμε να δώσουμε. Όλες οι άλλες κάποια παρακαταθήκη αφήνουν.

Ο δεύτερος είχε να κάνει με το γεγονός ότι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός λαϊκού κινήματος. Το αντίθετο ίσχυε. Όσο η κοινωνία ήταν στους δρόμους κι αντιστέκονταν στη βαρβαρότητα των Μνημονίων -από το Μάη του 2010 μέχρι και τη νύχτα της επεισοδιακής κύρωσης του δεύτερου Μνημονίου από τη Βουλή, το Φλεβάρη του 2012- ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν καθηλωμένος στις δημοσκοπήσεις σε ποσοστά μεταξύ του 5% και του 6%. Όταν μετά την κύρωση δεύτερου Μνημονίου η κοινωνική αντίσταση μειώνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται σε λιγότερο από τρία χρόνια από το δημοσκοπικό 6% στο εκλογικό 35,5%. Πράγμα που σημαίνει ότι η ραγδαία αυτή εκλογική άνοδος συνοψίζονταν στο εξής απλό μήνυμα της κοινωνίας: «Δεν τα καταφέραμε στους δρόμους , δες τι μπορείς να κάνεις θεσμικά».

Τη σημασία αυτής της εξέλιξης, αμφιβάλλω αν υπήρξε δεύτερος άνθρωπος, πέρα από τον Αλέξη Τσίπρα, που να την κατανόησε. Επίσης, η ραγδαία εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δε συνοδεύτηκε από τη διεύρυνση της λαϊκής βάσης του κόμματος και τη δημιουργία αυτόνομων διαύλων επικοινωνίας του με την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα διανοούμενων κι αδιανόητων που φιλοκαλούσαν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούσαν μετά μαλακίας (οι λέξεις «ευτέλεια» και «μαλακία» αυστηρά με την αρχαιοελληνική τους έννοια)*. Κι αυτό φάνηκε με τρόπο ακραίο στις δημοτικές εκλογές του 2014, όταν το ΠΑΣΟΚ, που αγωνιούσε αν θα εκπροσωπηθεί στην επόμενη Βουλή, εξέλεξε πολλαπλάσιους δημάρχους από το ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη στις ευρωεκλογές είχε αναδειχθεί πρώτη πολιτική δύναμη.

Το δε πολιτικό του πρόγραμμα ήταν γεμάτο με μεγαλόστομες γενικολογίες και άδειο από συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των χαμηλών εισοδημάτων, των ανέργων, των συνταξιούχων, των εργαζομένων με μπλοκάκι. Κι όλα αυτά τα είχα επισημάνει λίγο πριν τις Ευρωεκλογές του 2014 στον ΑΤΑΚΤΟ ΛΟΓΟ ( ΤΟ ΠΗΡΑΤΕ ΛΑΘΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ Η ΒΑΡΚΑ ).

Ο τρίτος λόγος ήταν ότι, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και τα υπόλοιπα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούσαν να διανοηθούν, πολύ δε περισσότερο να διαχειριστούν, το ενδεχόμενο της αποχώρησης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Όμως, όταν εκ προοιμίου αποκλείεις το ενδεχόμενο της αποχώρησης από το ευρώ, είσαι ευάλωτος στους εκβιασμούς.

ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

Για όλους αυτούς τους λόγους ο χρόνος αντίστασης που έδινα στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το Γενάρη του 2015 με το ζόρι ξεπερνούσε τα τέλη του Μάρτη του ίδιου χρόνου. Η πρώτη μεγάλη έκπληξη για εμένα ήταν ότι κατάφερε να αντισταθεί, παρά τα αμέτρητα τακτικά λάθη που διέπραξε,  μέχρι τα μέσα του Ιούλη. 

Η δεύτερη ευχάριστη έκπληξη ήταν το ίδιο το Δημοψήφισμα και το εκπληκτικό 61% του ΟΧΙ, ενάντια στην υστερική προπαγάνδα των Βρυξελλών, των κάθε λογής ευρω-δοσιλόγων (Γερούν, γερά, σπασ' τους τον τσαμπουκά τσίριζαν) και του συνόλου των ΜΜΕ.

ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Η κοινωνία βίωσε, και δικαίως, το τρίτο Μνημόνιο ως ήττα και μάλιστα βαριά. Αν όμως θελήσουμε να το αποτιμήσουμε ουσιαστικά πρέπει να δούμε το σημείο εκκίνησης των αξιώσεων της κάθε πλευράς. Οι μεν Βρυξέλλες αξίωναν για τρία χρόνια ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ, το οποίο η κυβέρνηση Σαμαρά είχε αποδεχθεί, η δε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονταν, δια στόματος Βαρουφάκη, ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα του 0,5%του ΑΕΠ. Σε απόλυτους αριθμούς η απόσταση των δυο πλευρών ήταν οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. 

Αν δεχθούμε ότι η μέση λύση θα ήταν ένα πρωτογενές πλεόνασμα του 2,5% του ΑΕΠ ετησίως, οτιδήποτε θα ήταν πάνω από αυτό θα ήταν μια αποτυχία στη διαπραγμάτευση για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ως γνωστόν το τρίτο Μνημόνιο απαίτησε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί τρία χρόνια και, στη συνέχεια 2% ετησίως ως το 2060.

Ακόμα σημαντικότερη διαπραγματευτική αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν πέτυχε μια διευθέτηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους, πράγμα που θα βρούμε μπροστά μας στα επόμενα χρόνια.

Εντούτοις, ο τρόπος που ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε τη βαριά αυτή ήττα ήταν μια τρίτη ευχάριστη έκπληξη για εμένα. Το γεγονός ότι στο τέλος κάθε χρόνου προέκυπτε ένα υπερβάλλον πλεόνασμα που αποδίδονταν σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες -κυρίως συνταξιούχους-, πιστώνεται στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, έστω κι αν αυτό ούτε μια στιγμή δεν διεκδίκησε αυτή του την επιτυχία, το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες το γεγονός ότι δεν κατέρρευσε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας οφείλεται -πέρα από τον ηρωισμό του προσωπικού του- και στη διαχείριση του Παύλου Πολάκη, το γεγονός ότι δεν κατέρρευσαν τα Δημόσια σχολεία -πέρα από τον ηρωισμό των εκπαιδευτικών- οφείλεται και στη διαχείριση του Νίκου Φίλη.

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Δέκα χρόνια μετά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα άχρωμο, άοσμο και άγευστο κι εισπράττει τα επίχειρα της αυτοκτονικής του πολιτικής από το 2019 και μετά. 

Το ότι δεν διεκδίκησε ούτε μια στιγμή όσα έκανε σωστά κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του και τα οποία, παρ' όλα αυτά το 80% των ανθρώπων που τον είχαν τιμήσει με την ψήφο τους το 2015 του τα πίστωσαν και ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους προς αυτόν το 2019.

Το ότι μετά τη δεινή ήττα του 2023 επέτρεψε σ' έναν τυχάρπαστο, που είναι αμφίβολο αν καταστατικά είχε δικαίωμα να διεκδικήσει την ηγεσία, να πάρει το κόμμα, και στη συνέχεια οι ηττημένοι σηκώθηκαν κι έφυγαν χωρίς να κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν το γιατί.

Όμως όλα αυτά είναι απλώς Ιστορία. Το σημερινό πρόβλημα είναι πως με αυτά και μ' εκείνα, η μόνη αντιπολίτευση στο μητσοτακικό καθεστώς που αντιλαμβάνεται η κοινωνία έχει ακροδεξιό χρώμα και άρωμα. Κι αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά.

Γιάννης Χρυσοβέργης

*Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» (Θουκιδίδου Ιστορία 2.40) «Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένομε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί» (Μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, 1998, σ.148)





Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ

 

Ως πολιτικός χαρακτηρίστηκε από ρεαλισμό σε βαθμό ακρότατου κυνισμού. Από τις 5 του Γενάρη, οπότε και έγινε παρελθόν έχει γραφεί πλήθος αποτιμήσεων του έργου του. 

Από τις πλέον γλιτσιασμένες αγιογραφίες με την υπογραφή γνωστών καλαμαράδων στην υπηρεσία των «ιδιοκτητών αυτής της χώρας» μέχρι τους σκατόψυχους λίβελλους με την υπογραφή των πλέον διαβόητων ακροδεξιών αποβρασμάτων.

Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο άκρα οι συγκινητικές αναφορές αυτών που τον αγάπησαν -που, με όλο το σεβασμό που τρέφω για κάποιους από αυτούς, δεν με πείθουν- και οι προσπάθειες μιας ψύχραιμης αποτίμησης του πολιτικού του αποτυπώματος. Μια από αυτές τις τελευταίες φιλοδοξώ να είναι και η δική μου.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο ΜΟΝΟΣ Έλληνας πρωθυπουργός που είχε τα κότσια -δεν γράφω «τα αρχίδια» γιατί η προσωπική μου εμπειρία λέει πως το θάρρος είναι πολύ περισσότερο ίδιον των γυναικών παρά των ανδρών- να συγκρουστεί με την Εκκλησία.

Η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών στέρησε από την Εκκλησία ένα σημαντικό όπλο εκβιασμού και περιθωριοποίησης των των ετερόδοξων (άθεων, πιστών άλλων δογμάτων ή άλλων θρησκειών).

Στη μάχη αυτή ο Σημίτης υπήρξε απελπιστικά μόνος μέσα στο κόμμα του, καθώς το σύνολο σχεδόν  της κοινοβουλευτικής του ομάδας και του υπουργικού του συμβουλίου όχι απλώς απείχε επιδεικτικά από την υπεράσπιση του μέτρου αλλά, εν μέσω λαοσυνάξεων του Ιερό(Χριστό)δουλου επέμενε να φυλάει κατουρημένες παπαδίστικες ποδιές.

Εκτός του κόμματός του η μοναδική στήριξη ήρθε από το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ΚΚΕ όχι μόνο προτίμησε μια καιροσκοπική σιωπή, αλλά διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες δυο στελέχη του με σχεδόν 40 χρόνια κομματικής ζωής (τον τ. αντιπρόεδρο της Βουλής και επί δεκαετίες προβεβλημένο συνδικαλιστή Μήτσο Κωστόπουλο και τον τότε Ευρωβουλευτή Γιάννη Θεωνά) καθώς και τον υπεύθυνο τύπου του κόμματος Μάκη Κοψίδη. Το «έγκλημα» των τριών; Είχαν ζητήσει δημόσια να γίνει η Αριστερά μπροστάρης στον αγώνα για το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας -αντίθετα η «θεοσεβούμενη»(;) Λιάνα Κανέλλη ζει και βασιλεύει-.

Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι η σύγκρουση αυτή του Σημίτη με την Εκκλησία μπορεί να φανάτισε και να συσπείρωσε στο έπακρο την Ακροδεξιά, αλλά είχε ολίγιστο πολιτικό κόστος, όπως αποδείχθηκε από από τις εκλογές που έγιναν τέσσερα χρόνια μετά.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Η έναρξη της πρωθυπουργίας Σημίτη σηματοδοτήθηκε από την κρίση των Ιμίων, μια κρίση που ξεκίνησε από την κόντρα τοπικών Ελλήνων και Τούρκων ψαράδων για τον έλεγχο των περιοχών αναπαραγωγής της τσιπούρας και, με τη βοήθεια -ή, καλύτερα, την ανευθυνότητα- του τότε Δημάρχου Καλύμνου Διακομιχάλη εξελίχθηκε σε μείζονα ελληνοτουρκική κρίση.

Ο Σημίτης κατηγορήθηκε για εθνική προδοσία από τους «πατριώτες» της Δεξιάς και της Αριστεράς για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την κρίση και για τις δημόσιες ευχαριστίες του προς τον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον για τη συμβολή του στην αποκλιμάκωση της κρίσης.

Οι επικριτές του ξεχνούσαν βεβαίως ότι: α) Ο κύριος εκφραστής της φιλοπόλεμης πολιτικής, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης, είχε σταθεί ανίκανος να αποτρέψει την κατάληψη της νησίδας Μικρή Ίμια από Τούρκους καταδρομείς, παρά το γεγονός ότι είχε συγκεντρώσει εκεί πέρα το μισό και πλέον στόλο. β) Ο ίδιος άνθρωπος είχε υπογράψει ελαφρά τη καρδία τη θανατική καταδίκη των τριών υπαξιωματικών, καθώς έδωσε προσωπική εντολή να απονηωθεί ελικόπτερο χωρίς όργανα νυκτερινής πορείας (το ότι το ελικόπτερο δεν διέθετε τέτοια όργανα επίσης είναι επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος του), μετατρέποντας την αποστολή τους σε αποστολή θανάτου χωρίς το παραμικρό όφελος. Και μόνο το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός θα είχε την ευθύνη του ελληνικού στρατού σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου είναι στα μάτια μου επαρκής λόγος για να δικαιολογήσει απόλυτα τη στάση του Σημίτη σε αυτή την κρίση.

Στη συνέχεια ως πρωθυπουργός ακολούθησε  μια πολιτική βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία οδήγησε σε δυο δεκαετίες ραγδαίας ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων των δυο χωρών, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από την κυβέρνηση Σαμαρά για τον τορπιλισμό του καλού διμερούς κλίματος.

ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ

Παράλληλα όμως η κυβέρνηση Σημίτη βαρύνεται με ένα θηριώδες πρόγραμμα εξοπλιστικών δαπανών που πιθανόν και να άγγιξε το μισό των συνολικών εξοπλιστικών δαπανών της Ελλάδας, από την «αγορά του αιώνα» του Ανδρέα Παπανδρέου στα μέσα της δεκαετίας του '80, μέχρι τη χρεοκοπία της χώρας το 2010 (για μια ανάλυση της συμβολής των εξοπλιστικών προγραμμάτων στη χρεοκοπία της χώρας βλ. -«ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ» -«ΚΙ ΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ;» ). Όμως η πλειονότητα των επικριτών του Σημίτη καμώνονται πως δεν ξέρουν τίποτα γι' αυτό.

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Από την εποχή της χρεοκοπίας της χώρας και μετά πλήθος δημοσιολογούντων αποδίδουν τη χρεοκοπία της χώρας στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων για την οποία μέμφονται το Σημίτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν μια σπατάλη η οποία, αν εξαιρέσει κανείς την πλούσια επαγγελματική εμπειρία που αποκομίσαμε όσες και όσοι εργαστήκαμε για την υλοποίησή τους, δεν άφησε κανένα όφελος για τη χώρα.

Όμως αυτοί που αποδίδουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 τη χρεοκοπία του 2010 καμώνονται πως δεν γνωρίζουν ότι το συνολικό τους κόστος σε έξι χρόνια ήταν όσο μέσος ετήσιος ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εθνικής άμυνας από το 1998 ως το 2010.

Τέλος, η διαδικασία της διεκδίκησης των αγώνων είχε ξεκινήσει το 1995, έναν ολόκληρο χρόνο πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σημίτης, εν μέσω αλαλαγμών ενθουσιασμού της κοινωνίας.  Για δε το γεγονός ότι ο τελικός λογαριασμός ήταν περίπου το τετραπλάσιο του αρχικού προϋπολογισμού, αυτό δυστυχώς έχει συμβεί σε όλες ανεξαιρέτως τις ολυμπιακές διοργανώσεις από το 1988 και μετά, οπότε... όχι, γι' αυτό δεν ευθύνεται ο Σημίτης.

Ο «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ»

Υπήρξε αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πολιτική απάτη της διακυβέρνησης Σημίτη. Σε μια εποχή που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις  και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις απαιτούσαν από όλες τις κοινωνίες να και όλες τις πολιτικές δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους και τις στρατηγικές τους, ο Κώστας Σημίτης συντάχθηκε με εκείνους τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι, με επί κεφαλής τους Τόνυ Μπλαιρ και Γκέρχαρντ Σρέντερ, υπέγραψαν το διαζύγιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τη φτωχολογιά.

Στο όνομα των μεταρρυθμίσεων και με πλειοψηφία σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στην ΕΕ, αποφασίστηκε η γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των κρίσιμης σημασίας υποδομών στις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τη δημόσια υγεία.

Με πρόσχημα τον ανταγωνισμό της Κίνας και άλλων «αναδυόμενων» χωρών -στις οποίες μετέφεραν οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις την αλυσίδα παραγωγής τους- οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες δρομολόγησαν την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων.

Με πρόσχημα την περιστολή της σπατάλης του δημόσιου τομέα δρομολόγησαν τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική αλληλεγγύη, την προστασία του περιβάλλοντος.

Αν σήμερα στην Ευρώπη η ακροδεξιά κάνει σχεδόν παντού πάρτι, οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στον «εκσυγχρονισμό» που δρομολόγησαν οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις εκείνης της εποχής.

Ειδικά σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση Σημίτη, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες χρήσιμες τομές, οι οποίες όμως δεν άφηναν αποτύπωμα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, όπως η ίδρυση του ΑΣΕΠ, το οποίο έβαλε μια στοιχειώδη τάξη στις προσλήψεις στο Δημόσιο, ή η ίδρυση του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος στην πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ως θεσμός υπήρξε αναμφισβήτητα αντάξιος του ονόματός του, δε έγινε κάποια μεταρρύθμιση προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δεν προωθήθηκε η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι ψηφιακές δυνατότητες για να περιοριστεί το πάρτι των φαρμακευτικών εταιρειών στη δημόσια υγεία, δεν έγινε καν προσπάθεια να επιταχυνθεί η έκδοση των συντάξεων.

ΔΕ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΟΥ ΚΗΔΕΥΕΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ, ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΕ ΤΟ ΜΙΣΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ

Την παραπάνω φράση την έκλεψα από μια γελοιογραφία στον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ του εκλεκτού συνάδελφου και φίλου Γιάννη Δερμεντζόγλου. Και πιστεύω ότι απηχεί απόλυτα, έστω  κι αν δεχτώ ότι εμπεριέχει κάποια δόση υπερβολής, την αίσθηση του μέσου πολίτη για τη διακυβέρνηση Σημίτη.

Όπως είπα και στην αρχή αυτού του άρθρου ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ρεαλιστής σε βαθμό ακραίου κυνισμού. Είχε ένα στόχο και τον ενδιέφερε, σε σημείο εμμονής σχεδόν, η επίτευξή του, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες -ακόμα κι αν αυτές ήταν σημαντικότερες από τον επιδιωκόμενο στόχο- κι αδιαφορώντας για το ποιόν των συνεργατών του, αρκεί να ήταν «αποτελεσματικοί».

Όμως ο εκάστοτε πρωθυπουργός κρίνεται και για την καθημερινή συμπεριφορά των συνεργατών του και για τον τρόπο που αντιδρά σε μη ανεκτές συμπεριφορές τους. Και στο κεφάλαιο αυτό ο Κώστας Σημίτης πήρε πολύ κάτω από τη βάση.


Γιάννης Χρυσοβέργης



Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΛΛΙΕΝΤΕ, Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ... ΚΑΙ Η ΜΗ ΒΙΑ

Τι σχέση έχει ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε με τη σοσιαλδημοκρατία, την επανάσταση και τη μη βία; Και τι μύγα με τσίμπησε να τ' ανακατέψω όλα μαζί;

Για το πρώτο ερώτημα πολλά μπορούν να γραφτούν. Το δεύτερο όμως ερώτημα έχει ονοματεπώνυμο: είναι ο παιδικός και πολύ αγαπητός μου φίλος Γεράσιμος Αραβαντινός ο οποίος σχολίασε το επετειακό (;) άρθρο μου για το ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΑΛΛΙΕΝΤΕ στις 11 Σεπτεμβρίου. Και, αφ' ενός με τσίγκλησε να του απαντήσω, αφ' ετέρου μου έδωσε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για την «επανάσταση», την «επαναστατική βία» και τη «μη βία». Γιατί όπως θα καταλάβετε με το Γεράσιμο, σε θέματα πολιτικής, διαφωνούμε στα πάντα: αυτός στηρίζει το ΚΚΕ.  Εγώ είμαι... αυτό που είμαι τέλος πάντων.

Το σχόλιο του Γεράσιμου

«Η περίπτωση της Χιλής απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όσο καλές προθέσεις κι αν έχει ο ηγέτης (κι ο Αλλιέντε είχε τις καλύτερες των προθέσεων), χωρίς την ένοπλη ρήξη με τους μηχανισμούς του καπιταλιστικού συστήματος (την επανάσταση με λίγα λόγια) δεν υπάρχει νικηφόρο αποτέλεσμα για το λαό.
Όταν ο Κάστρο παραμονές του πραξικοπήματος της Χιλής, χάρισε στον Αλλιέντε το αυτόματο όπλο, δεν εννοούσε να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να αμυνθεί μέσα στο προεδρικό μέγαρο. Προφανώς του έλεγε "δώσε όπλα στο λαό να αμυνθεί". Αλλά ο Αλλιέντε (όπως άλλωστε και όλοι οι σοσιαλδημοκράτες απανταχού) θέλουν να εξανθρωπίσουν το καπιταλιστικό σύστημα κι όχι να φέρουν σοσιαλισμό.
Αυτό όμως δεν είναι εφικτό. Και η μεγαλύτερη συνεισφορά του Αλλιέντε είναι ακριβώς αυτή. Ότι δηλαδή απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται. Μόνο ανατρέπεται».

Ο Αλλιέντε και η σοσιαλδημοκρατία

Θα συμφωνήσω ανεπιφύλακτα με το Γεράσιμο ότι η η σοσιαλδημοκρατία των αρχών της δεκαετίας του '70 προσπαθούσε να κάνει αυτό που της καταλογίζει: «να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό». Εξυπακούεται ότι σοσιαλδημοκράτες με τις  απόψεις και, κυρίως, τις πολιτικές των Βίλλυ Μπράντ, Ούλοφ Πάλμε, Μπρούνο Κράισκυ και Χάρολντ Ουίλσον σήμερα θα αντιμετωπίζονταν ως «επικίνδυνοι λαϊκιστές», «αντισημίτες», «ύποπτοι για σχέσεις με την τρομοκρατία» και δε συμμαζεύεται. Εξυπακούεται επίσης ότι, με τη φωτεινή εξαίρεση των σοσιαλιστών της Ιβηρικής χερσονήσου και του Κόμματος των Εργαζομένων στη Βραζιλία, η σημερινή σοσιαλδημοκρατία είναι... θατσερισμός με μητσοτακικό (του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) χαμόγελο.

Όμως στα χρόνια της διακυβέρνησης της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ όλες οι καίριας σημασίας για την οικονομία της χώρας βιομηχανίες είχαν εθνικοποιηθεί και διευθύνονταν από εργατικά συμβούλια. Το ίδιο και οι τράπεζες. Έγινε δραστικός αναδασμός με διανομή γαιών στους ακτήμονες που με τη σειρά τους ίδρυσαν γεωργικούς συνεταιρισμούς για την αποτελεσματικότερη καλλιέργειά της.  Και δίπλα φυσικά λειτουργούσε μια πλειάδα μικρών και μεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Όλα αυτά, στα οποία είχαν συμφωνήσει σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αριστεροί καθολικοί και είχαν και την υποστήριξη του, εκτός νόμου μέχρι την εκλογή του Αλλιέντε, Κινήματος της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR), ήταν πολύ πιο ριζοσπαστικά από τις, θαρραλέες εκείνη την εποχή, μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πολύ δε περισσότερο που οι εθνικοποιήσεις έγιναν χωρίς να καταβληθούν αποζημιώσεις στους προηγούμενους ιδιοκτήτες.

Η άρνηση του Αλλιέντε να δώσει όπλα στο λαό

Είναι γεγονός ότι μετά την καταστολή της απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουνίου του 1973 ο στρατηγός Κάρλος Πρατς πρότεινε στον Αλλιέντε να μοιράσει όπλα στο λαό κι ο Αλλιέντε απέρριψε την πρόταση. Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος αν απέρριψε την πρόταση επειδή ήταν κατά της βίας ή αν θεωρούσε ότι οι πραξικοπηματίες είχαν ξεδοντιαστεί κι επομένως η διανομή όπλων δεν χρειάζονταν. Το βέβαιο είναι ότι κανένας από τους υπόλοιπους ηγέτες των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού δεν αντέδρασε τότε, η δε κριτική σε αυτή την απόφαση του Αλλιέντε άρχισε να διατυπώνεται ένα με δυο χρόνια μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ.

Ενδέχεται πάντως ο Αλλιέντε να ήταν όντως κατά της βίας αν λάβουμε υπ' όψιν δυο περιστατικά. Το πρώτο είναι η απάντησή του στον Πρατς. «Δε θέλω να χυθεί το αίμα ούτε ενός ανθρώπου». Το δεύτερο είναι η αφιέρωση με την οποία ο Φιντέλ Κάστρο είχε συνοδεύσει το αυτόματο όπλο που του είχε κάνει δώρο. Στον φίλο μου Αλλιέντε που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με άλλα μέσα».

Σε κάθε περίπτωση η άποψη του Αλλιέντε και των υπόλοιπων ηγετών της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ δεν είχε την ομόφωνη αποδοχή της βάσης των κομμάτων τους. Τόσο στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική νεολαία όσο και ανάμεσα στους συνδικαλιστές των δυο κομμάτων -το MIR ήταν ούτως ή άλλως υπέρ της ένοπλης πάλης γι' αυτό και είχε τεθεί εκτός νόμου από την προηγούμενη κυβέρνηση- υπήρχαν ομάδες -και δεν ήταν τόσο μειοψηφικές- που προσπαθούσαν να προμηθευτούν όπλα και να μάθουν να τα χρησιμοποιούν.

Ένοπλη επανάσταση ή προσήλωση στη μη βία;

Ο πολιτικός αυτός διάλογος ουδέποτε έγινε στην Ελλάδα. Στο μυαλό των Ελλήνων Αριστερών  η αναφορά στη μη βία σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: την κοινοβουλευτική οδό.

Όταν όμως η ινδική αντίσταση υπό την ηγεσία του Μαχάτμα Γκάντι επέλεξε τη μη βία ως βασικό εργαλείο του αγώνα για την ανεξαρτησία από την βρετανική αποικιοκρατία αυτό δεν περιελάμβανε συμμετοχή σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες.

Ούτε η μη βίαιη αντίσταση των Ινδιάνων του Τσιάπας, χάρη στην οποία πέτυχαν καθεστώς αυτονομίας των κοινοτήτων τους στο Μεξικό, το οποίο  η κεντρική εξουσία και οι ντόπιοι ολιγάρχες συχνά παραβιάζουν είναι αλήθεια, περιελάμβανε συμμετοχή σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες.

Παρ' όλα αυτά η ταύτιση που κάνει ο Γεράσιμος της επανάστασης με την ένοπλη βία δεν είναι προσωπική προσέγγιση. Είναι προσέγγιση του συνόλου της ελληνικής Αριστεράς, «μετριοπαθούς» κι «επαναστατικής».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παραδείγματα επιτυχών μη βίαιων εξεγέρσεων είναι δυο όλα κι όλα και τα ανέφερα παραπάνω. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι «επιτυχημένες» ένοπλες επαναστάσεις των τελευταίων 120 χρόνων είναι πολύ περισσότερες.

Όμως το αμείλικτο ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: η ένοπλη βία είναι εργαλείο που το αφήνεις στην πάντα μόλις επιτελέσει το έργο του ή  μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε αυτοσκοπό; 

Μια ματιά στα καθεστώτα που αναπτύχθηκαν στις χώρες στις οποίες έγιναν «νικηφόρες» σοσιαλιστικές επαναστάσεις είναι αποκαρδιωτική. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο συρφετό των εκλεγμένων και μη δεσποτών που κυβερνούν τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες της Ευρώπης.  Οι άνθρωποι αυτοί, όσοι από αυτούς τουλάχιστον είναι 60 ετών και άνω, οι οποίοι σε μια νύχτα «απετάξαντο τον κομμουνισμόν και τας μιαράς αυτού παραφυάδας» και καταδυναστεύουν τις χώρες τους  είτε ως «δυτικοί δημοκράτες μεταρρυθμιστές» είτε ως «ανατολίτες δεσπότες» , δεν είναι κάποιοι «εμιγκρέδες που έβαλε τοποτηρητές  ο διεθνής ιμπεριαλισμός». Είναι ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ παιδιά του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Το ότι κάποιοι κομμουνιστές που ονειρεύτηκαν να αλλάξουν τον κόσμο και βρέθηκαν στην εξουσία με τη δύναμη των όπλων γέννησαν ΠΑΝΤΟΥ μια τόσο απάνθρωπη εξουσία τα υψηλόβαθμα στελέχη της οποίας  χρησιμοποίησαν τις θέσεις τους για εκτός ελέγχου προσωπικό πλουτισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταύτιση των εννοιών της «επανάστασης» και της «ένοπλης βίας».

Όσες και όσοι λοιπόν ονειρευόμαστε μια σοσιαλιστική ή μια κομμουνιστική ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε κοινωνία είμαστε υποχρεωμένοι να ονειρευτούμε τρόπους δράσης πέρα από τη βία, η οποία είναι το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος που θέλουμε να ανατρέψουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να ονειρευτούμε τη μαζική πολιτική ανυπακοή ως κύριο εργαλείο ανατροπής του συστήματος, πράγμα που προϋποθέτει μια πολύ πιο κοπιαστική δουλειά πειθούς της κοινωνίας για την ανάγκη της αλλαγής.

Τα όρια της μη βίας

Όμως και η μη βίαιη πολιτική ανυπακοή έχει όρια ανυπέρβλητα. Στα δυο επιτυχημένα παραδείγματα  που προανέφερα κοινός παρονομαστής είναι η οικονομική εκμετάλλευση των ντόπιων πληθυσμών. Η δύναμη της επιτυχίας τους ήταν το ότι κατόρθωσαν να κάνουν την κρατική - στο Μεξικό- και την αποικιακή -στην Ινδία- καταστολή ακριβότερη από τα κέρδη που μπορούσαν να αποκομίσουν οι ντόπιοι ολιγάρχες και οι αποικιοκράτες.

Τι γίνεται όμως όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με «τελικές λύσεις»;  

Ποια άλλη επιλογή, πλην του να πέσουν μέχρις ενός με το όπλο στο χέρι είχαν οι Εβραίοι του γκέτο της Βαρσοβίας; 

Ποια άλλη επιλογή πλην της ένοπλης αντίστασης είχαν στα τέλη της δεκαετίας του '70 οι Ινδιάνοι της Γουατεμάλα,  όταν το καθεστώς του δικτάτορα Εφραίμ Ρίος Μοντ αποφάσισε να τους εξολοθρεύσει -πάνω από το 50% του πληθυσμού της χώρας δηλαδή- γιατί ήταν «τεμπέληδες»; Για την ιστορία το καθεστώς του Ρίος Μοντ επιθυμούσε να τους αντικαταστήσει με μετανάστες από την Άπω Ανατολή.

Ποια άλλη επιλογή έχουν πλην της ένοπλης αντίστασης οι Παλαιστίνιοι αφ'  ης στιγμής μοναδικός διακηρυγμένος στόχος του ισραηλινού απαρτχάιντ είναι να διαλέξουν μεταξύ της προσφυγιάς και της παραμονής σε μια χώρα στην οποία δε θα έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα; 

Ποια άλλη επιλογή είχε η Αριστερά στη Χιλή και στην Αργεντινή, όπου διακηρυγμένος στόχος των στρατιωτικών δικτατοριών ήταν η φυσική εξόντωση ΚΑΘΕ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ;

Το ερώτημα των επιλογών που έχουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με «τελικές λύσεις» δεν έχει βρει ως τώρα κάποια εύλογη απάντηση και πολύ φοβούμαι ότι δε θα βρει ποτέ.

Οπότε καλούμαστε -ως πρόσωπα και ως πολιτικές συλλογικότητες- κάθε φορά να αξιολογούμε την κατάσταση χωρίς εμμονές, να κάνουμε την επιλογή που μας φαίνεται είτε καλύτερη είτε λιγότερο κακή, κι όπου βγει.

Γιάννης Χρυσοβέργης 

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

 11 ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ: ¡COMPAÑERO ALLENDE! ¡PRESENTE!

Στις 11 του Σεπτέμβρη του 1973 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα έβαλε αιματηρό τέλος στη διακυβέρνηση της Χιλής από τη Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular) -μια συμμαχία σοσιαλιστών, κομμουνιστών και λοιπών ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων-. 

Ο σοσιαλιστής πρόεδρος της χώρας Σαλβαδόρ Αλλιέντε, αρνήθηκε την πρόταση των πραξικοπηματιών να εγκαταλείψει με ασφάλεια τη χώρα και πέθανε μαχόμενος εναντίον τους μέσα στο προεδρικό μέγαρο.

Μισό και πλέον αιώνα μετά, συγκρίνοντας τη στάση του Σαλβαδόρ Αλλιέντε με την πολιτική ανεπάρκεια και, κυρίως, την έλλειψη λεβεντιάς μεταξύ των στελεχών της ευρωπαϊκής Αριστεράς αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε Ανθρώπους και ανθρωπάκια.

Έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια από την 4η Σεπτεμβρίου του 1970, όταν ο εκπρόσωπος της Λαϊκής Ενότητας, ο σοσιαλιστής Σαλβαδόρ Αλλιέντε αναδείχθηκε πρώτος στις προεδρικές εκλογές με ποσοστό 36,3%, με δεύτερο τον ακροδεξιό Αλεσάντρι 34,9% και τρίτο τον Χριστιανοδημοκράτη Τόμιτς (27,8%). Με βάση το σύνταγμα της χώρας, αφού κανείς υποψήφιος δεν είχε υπερβεί το 50% ο πρόεδρος θα εκλέγονταν από το Κογκρέσο (στο οποίο τα κόμματα της Αριστεράς διέθεταν σχετική πλειοψηφία) μεταξύ των δυο πρώτων υποψηφίων σε ψήφους.

Η εκλογή του Αλλιέντε επικυρώθηκε από το Κογκρέσο στις 24 Οκτωβρίου και άρχισε αυτό που ο ίδιος ο Αλλιέντε είχε αποκαλέσει «δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό». Το τραπεζικό σύστημα,  και όλες οι καίριας σημασίας για την οικονομία βιομηχανίες, ανάμεσά τους οι εξορυκτικές επιχειρήσεις που ανήκαν σε αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες, εθνικοποιήθηκαν, ενώ δρομολογήθηκε άμεσα μια αγροτική μεταρρύθμιση που αποσκοπούσε στη διανομή γης στους ακτήμονες. Στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις εφαρμόστηκαν, αλλού με σχετική επιτυχία κι αλλού με καταστροφικά αποτελέσματα, μοντέλα αυτοδιαχείρισης.

Η αντίδραση των ΗΠΑ, που βίωσαν την εκλογή του Αλλιέντε ως επέκταση της σοβιετικής επιρροής, ήταν να θέσουν άμεσα ένα σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας με στόχο την κατάρρευση της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας. Ο χρονικός ορίζοντας του σχεδίου ήταν οι βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 1973, οπότε και η Αριστερά έπρεπε να πάρει λιγότερο από το 33%, γεγονός που θα επέτρεπε στο Κογκρέσο να καθαιρέσει τον Αλλιέντε, η θητεία του οποίου ήταν εξαετής.

Ταυτόχρονα χιλιάδες επιχειρηματίες έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους και έφυγαν μαζί με τα χρήματά τους στο εξωτερικό -κάτι ανάλογο, αλλά σε πολύ μικρότερη έκταση, συνέβη και στην Ελλάδα το 1982 μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ-.

Επί τρία ολόκληρα χρόνια δρομολογήθηκε η έλλειψη πλήθους βασικών αγαθών στις πόλεις, μέσα από πολύμηνες επαναλαμβανόμενες απεργίες των οδηγών των φορτηγών -στη Χιλή με σχεδόν 10.000 χιλιόμετρα μήκος και, σε πολλά σημεία, λιγότερα από 100 χιλιόμετρα πλάτος η διακίνηση των αγαθών γίνεται αποκλειστικά με φορτηγά- οι οποίοι εισέπρατταν στο ακέραιο τους μισθούς τους υπό τον όρο ότι θα απεργούσαν. Ταυτόχρονα η αντιπολίτευση διοργάνωνε σε καθημερινή βάση αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.

Όμως στις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 1973 το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ανέμεναν οι ΗΠΑ και η οικονομική ελίτ της χώρας: τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας συγκέντρωσαν το 44,5% των ψήφων, διατηρώντας στο ακέραιο τις δυνάμεις τους.

Από τη στιγμή εκείνη τέθηκε σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο που δεν ήταν άλλο από την ανατροπή του ολοένα και πιο δημοφιλούς προέδρου με πραξικόπημα. Μετά από δυο ανεπιτυχείς απόπειρες, που κατέστειλε ο δημοκρατικός στρατηγός Πρατς  -δολοφονήθηκε από πράκτορες της Χούντας του Πινοτσέτ το 1976 στην Αργεντινή όπου ζούσε εξόριστος, λίγο πριν από την επιβολή στη χώρα αυτή της πλέον αιμοσταγούς δικτατορίας που έχει γνωρίσει ο δυτικός κόσμος- και τα πλήθη που διαδήλωναν στου δρόμους κατά των επίδοξων πραξικοπηματιών ήρθε το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, πολύ καλύτερα προετοιμασμένο, που δεν άφησε σοβαρά περιθώρια αντίδρασης.

Ο αιματηρός απολογισμός της καταστολής δείχνει και τη λύσσα των πραξικοπηματιών και των «ιδιοκτητών της χώρας» (την ακούσαμε και στην Ελλάδα αυτή τη φράση από το Γιάννη Αλαφούζο): 8.000-10.000 δολοφονημένοι ή εξαφανισμένοι, δεκάδες χιλιάδες συλληφθέντες που κρατήθηκαν για χρόνια χωρίς δίκη σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου και βασανίζονταν συστηματικά.

Απολογισμός του πειράματος του «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» δε μπορεί να γίνει, καθώς το πείραμα της Λαϊκής Ενότητας διακόπηκε πρόωρα και βίαια. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ανά τον κόσμο σταλινικοί και «επαναστάτες» το χλεύασαν. Όσο για τους σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι ήδη αισθάνονταν πιο άνετα στις δεξιώσεις των μελών των οικονομικών ελίτ παρά στις φτωχογειτονιές που ζούσαν οι ψηφοφόροι τους, ούτε κι αυτοί μπορούσαν να κρύψουν την ανακούφισή τους.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Χιλή έγινε το εργαστήριο στο οποίο εφαρμόστηκαν και πήραν σάρκα και οστά όλες οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, που έμελλε, χρόνια αργότερα, να εισαγάγουν στη Δύση οι Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέηγκαν.

Όμως αυτό που μένει και κανείς δε θα μπορέσει να σβήσει είναι η λεβεντιά του Σαλβαδόρ Αλλιέντε. Ο οποίος, μαζί με τις δεκάδες χιλιάδες των αγωνιστών της Χιλιανής Αριστεράς που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, παραμένει παράδειγμα γιατί τόλμησε να ονειρευτεί κάτι που ασύμβατο τόσο με τη στρατιωτική λογική περί σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ -που οδήγησε εκεί που οδήγησε- όσο και με την έλλειψη οράματος της Δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας -που κι αυτή μας οδήγησε στους θατσερικούς πολιτικούς με σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο-.

Παραθετω το το τελευταίο του ραδιοφωνικό διάγγελμα προς το λαό της Χιλής ενώ οι πραξικοπηματίες επιτίθονταν ήδη στο προεδρικό μέγαρο΅

«Ίσως αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να σας μιλήσω.

Η Αεροπορία βομβάρδισε τους πύργους αναμετάδοσης του Ράδιο Πορτάλες και του Ράδιο Κορπορασιόν. Τα λόγια μου δεν εκφράζουν πίκρα αλλά απογοήτευση. Ας αποτελέσουν την ηθική καταδίκη για αυτούς που καταπάτησαν τον όρκο τους. Είναι στρατιώτες της Χιλής. Ηγήτορες. Ο Ναύαρχος Μερίνο, αυτοδιορισμένος Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων και ο κύριος Μεντόζα,αυτοδιορισμένος Γενικός Διευθυντής της Αστυνομίας, ένας κόλακας ο οποίος μέχρι χθες υποκρινόταν πίστη και αφοσίωση στην κυβέρνηση.

Αντιμετωπίζοντας αυτά τα γεγονότα, δηλώνω στους εργάτες. Δεν θα παραιτηθώ!

Είναι μια ιστορική στιγμή και θα πληρώσω με τη ζωή μου για την αφοσίωση του λαού μου. Είμαι βέβαιος πως οι σπόροι που φυτεύθηκαν στις αξίες συνείδησης εκατομμυρίων Χιλιανών, θα καρπίσουν. Αυτοί έχουν την εξουσία, αυτοί είναι οι κατακτητές.

Όμως ούτε το έγκλημα, ούτε η βία μπορούν να διακόψουν την κοινωνική εξέλιξη. Η ιστορία είναι δική μας, η ιστορία γράφεται από τους λαούς. Εργάτες της πατρίδας μου, επιθυμώ να σας ευχαριστήσω για την διαρκή σας αφοσίωση για την εμπιστοσύνη σας σε έναν άνθρωπο που απλώς εξέφρασε τη μακρόχρονη αναμονή σας για δικαιοσύνη.

Αυτην την καθοριστική στιγμή, με αυτά τα τελευταία μου λόγια, σας καλώ να διδαχθείτε από αυτό το μάθημα. Το ξένο κεφάλαιο, η ιμπεριαλιστική εξουσία, μαζί με τη ντόπια αντίδραση, καλλιέργησαν το κατάλληλο κλίμα που επέτρεψε στις Ένοπλες Δυνάμεις να διαρρήξουν την παράδοση που δίδαξε ο Στρατηγός Σνάιτερ και συνέχισε ο διοικητής Αράγια, θύματα και οι δύο του ίδιου τμήματος της κοινωνίας που σήμερα περιμένει την ξένη χείρα βοηθείας να το οδηγήσει στην εξουσία και στην υπεράσπιση του πλούτου και των προνομίων του.

Απευθύνομαι ξεχωριστά στις ταπεινές γυναίκες της πατρίδας μας, στους αγρότες που μας πίστεψαν. Στους εργάτες που δούλεψαν παραπάνω, στις μητέρες που αισθάνθηκαν το ενδιαφέρον μας για τα παιδιά τους.

Στους επαγγελματίες πατριώτες, αυτούς που παρανομούσαν με την υποστήριξη των επαγγελματικών ενώσεων, των ταξικών ενώσεων, για να επωφεληθούν από τα προνόμια που παρέχει η καπιταλιστική κοινωνία.

Απευθύνομαι στους νέους της Χιλής, σε αυτούς που τραγουδούσαν, που μετέφεραν την χαρά τους και το αγωνιστικό πνεύμα. Μιλάω στους ανθρώπους, στους εργάτες, στους αγρότες, στους διανοούμενους.

Σε αυτούς που πρόκειται να διωχθούν, γιατί ο φασισμός εδώ και λίγες ώρες είναι παρών με τρομοκρατικές επιθέσεις, ανατινάζοντας γέφυρες, κόβοντας τις σιδηροδρομικές γραμμές, καταστρέφοντας αγωγούς πετρελαίου και αερίου, μπροστά στα μάτια αυτών που είχαν το καθήκον να επέμβουν, αλλά αποδείχθηκαν συνεργοί σιωπώντας.

Η ιστορία θα τους κρίνει. Ο Ραδιοσταθμός του Ράδιο Μαγκαλιάες θα σιγήσει, η ήρεμη φωνή μου δεν θα φτάνει στα αυτιά σας.

Δεν πειράζει, θα εξακολουθείτε να με ακούτε. Θα εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά σας, τουλάχιστον η ανάμνηση μου. Θα με θυμάστε ως έναν άξιο άνδρα, αφοσιωμένο στο έθνος του. Ο λαός πρέπει να αμυνθεί όχι να θυσιαστεί. Να αρνηθεί την υποταγή, την ταπείνωση, την απώλεια των ηθικών αξιών.

Εργάτες της πατρίδας μου. Πιστεύω στην Χιλή και το πεπρωμένο της. Ότι θα ξεπεράσουμε αυτές τις πικρές, γκρίζες ώρες της προδοσίας. Ότι όπως γνωρίζετε, αργά η γρήγορα οι μεγάλες λεωφόροι θα ξανανοίξουν και ο ελεύθερος άνθρωπος θα τις διαβεί για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία.

Ζήτω η Χιλή! Ζήτω ο Λαός! Ζήτω οι εργάτες!

Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια. Είμαι σίγουρος πως η θυσία μου δεν είναι μάταια. Έχω την βεβαιότητα πως θα αποτελέσει τουλάχιστον ένα ηθικό μάθημα για την καταδίκη των κακούργων, των προδοτών, των επιόρκων.»

Κλείνω την αναφορά μου στο μεγάλο αυτό οραματιστή της Αριστεράς με τον ύμνο της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ τραγουδισμένο από τους Inti-Ilimani VENCEREMOS

Γιάννης Χρυσοβέργης






Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

ΠΕΡΙ «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ» ΛΟΓΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ

Όλες και όλοι μεγαλώσαμε διαβάζοντας στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας για το κρυφό σχολειό, την κήρυξη της επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στις 25 Μαρτίου 1821, τα παιδομαζώματα, τους βίαιους εξισλαμισμούς, τα 400 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς κι ένα σωρό παρεμφερή παραμύθια, όπως έχει αποδείξει η ιστορική έρευνα των τελευταίων 50 χρόνων.

Εντούτοις τα παραμύθια αυτά παραμένουν αμετακίνητα από τα σχολικά εγχειρίδια κι όποιος τολμήσει να τα αμφισβητήσει δημόσια βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατηγορία της «εθνικής προδοσίας».

ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΗΡΥΞΕ ΣΤΙΣ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ Ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ.

Πρόκειται για το πιο ακραίο ψεύδος σχετικά με την επανάσταση του 1821. Η εξέγερση είχε ξεσπάσει μέρες πριν, η Καλαμάτα ήταν ήδη τρεις μέρες νωρίτερα στα χέρια των εξεγερμένων, στις 25 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός βρίσκονταν στο Αίγιο κι όχι στην Αγία Λαύρα κι ακόμα είναι αμφίβολο -δεν τεκμαίρεται από καμία ιστορική πηγή της εποχής- το αν έστω έγινε εκείνη την ημέρα κάποια μάζωξη προκρίτων και οπλαρχηγών στο εν λόγω μοναστήρι. 

Η 25η Μαρτίου κηρύχθηκε ως ημέρα έναρξης της επανάστασης με βασιλικό διάταγμα του 1838, με δηλωμένο σκοπό να συμπέσει με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. 

Με το διάταγμα αυτό και την προσθήκη ενός μύθου που έδινε πρωταγωνιστικό ρόλο σ' έναν ανώτερο κληρικό με μικρή, αν όχι μηδενική, συμμετοχή στην επανάσταση το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος επιδίωξε να προσδώσει αίγλη στην Ορθόδοξη Εκκλησία που με διάταγμα της Αντιβασιλείας είχε αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέντε χρόνια νωρίτερα.

Επίσης, ο μύθος αυτός έρχονταν να καλύψει την απουσία κάποιου πραγματικού γεγονότος -μια διακήρυξη ανεξαρτησίας εν προκειμένω- με ισχυρό συμβολισμό. Ένα τέτοιο πραγματικό γεγονός συνέβη εννέα ολόκληρους μήνες μετά κι ενώ η εξέγερση των Χριστιανών είχε εξαπλωθεί στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, με τη διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου.

ΤΑ 400 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ

Όσο βέβαιο είναι πως από τις αρχές του 18ου αιώνα και μετά η οθωμανική κυριαρχία είχε γίνει αφόρητη για τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν έτσι.

Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν με συνοπτικές διαδικασίες τη Βαλκανική χερσόνησο στο τελευταίο τέταρτο του 14ου και στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα, οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται στα κτήματα του χριστιανού πρίγκηπα αμισθί δυο ημέρες την εβδομάδα. Ο Οθωμανός σπαχής που τον αντικατέστησε απαιτούσε αντίστοιχη εργασία μόνο τέσσερις ημέρες το χρόνο. Το γεγονός αυτό καθιστούσε ακόμα και την κατά 30% αυξημένη φορολογία των Χριστιανών και των Εβραίων έναντι αυτής των Μουσουλμάνων πολύ λιγότερο επαχθή από την πρότερη κατάσταση. 

Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα μισά του 17ου αιώνα. Από το σημείο εκείνο και μετά αρχίζει μια διαδικασία ολοένα δυσμενέστερης φορολογικής μεταχείρισης των Χριστιανών έναντι των Μουσουλμάνων που στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έχει γίνει αφόρητη.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι οι πρώτες εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής εξουσίας, στα τέλη του 16ου αιώνα γίνονται από Μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας, ενώ η πρώτη εξέγερση Χριστιανών, αυτή του Διονυσίου του Σκυλόσοφου 1608-1612 στην Ήπειρο και Θεσσαλία που χρηματοδοτήθηκε από τους Ενετούς, βρήκε ελάχιστη απήχηση στον τοπικό χριστιανικό πληθυσμό.

Ούτε και είναι τυχαίο το ότι οι χριστιανοί της Πελοποννήσου το 1715, μετά από 30 χρόνια Ενετοκρατίας υποδέχθηκαν ως ελευθερωτή τον οθωμανικό στρατό (ενδεικτικό της απελπισίας στην οποία είχε ωθήσει τον τοπικό πληθυσμό η ενετική διακυβέρνηση).

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τον μύθο αυτό έχει καταρρίψει με εμπεριστατωμένες δημοσιεύσεις η κορυφαία Τουρκολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Ελισάβετ Ζαχαριάδου (1931-2018). Τόσο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όσο και στη Δύση μέχρι το 19ο αιώνα, η εκπαίδευση των νέων ήταν αυστηρά ιδιωτική υπόθεση και προνόμιο των πολύ πλούσιων.

Αυτό που διαφοροποιεί τη Δύση από την Οθωμανική αυτοκρατορία είναι ότι ενώ στη Δύση τα καθολικά πανεπιστήμια δίδασκαν όλες τις επιστήμες της εποχής, η Μεγάλη του Γένους Σχολή παρέμεινε περιορισμένη στην εκπαίδευση υψηλόβαθμων ορθόδοξων κληρικών ως αποτέλεσμα της στενομυαλιάς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ανάλογου θρησκευτικού περιεχομένου ήταν και οι μουσουλμανικοί μεντρεσέδες.

Όταν δε στο 19ο αιώνα, ακολουθώντας το αντίστοιχο ρεύμα στη Δύση, αρχίζουν να ιδρύονται χριστιανικά σχολεία στην οθωμανική επικράτεια, από πουθενά δεν προκύπτει ενεργός αντίδραση στην ίδρυσή τους των οθωμανικών αρχών.

ΤΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ

Το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα των γενιτσάρων συγκροτούνταν από αιχμαλώτους που είχαν αλλαξοπιστήσει και, στον 15ο και 16ο αιώνα, από νεαρά αγόρια 5-8 ετών χριστιανικών οικογενειών. Από το 17ο αιώνα και μέχρι τη διάλυση του σώματος από το σουλτάνο Μαχμούτ Β' το 1826 εισέρχονταν στο σώμα και μουσουλμάνοι, στην αρχή με δωροδοκίες, και από κάποια στιγμή και μετά η εισδοχή  σε αυτό έγινε κληρονομικό δικαίωμα, πράγμα που οδήγησε στην παύση της στρατολόγησης αγοριών χριστιανικών οικογενειών (πλην περιπτώσεων αιχμαλώτων που είχαν αλλαξοπιστήσει). 

Ο λόγος ήταν ότι τα μέλη του σώματος των γενιτσάρων είχαν το προνόμιο της αποκλειστικής άσκησης σειράς επικερδών επαγγελμάτων τεχνιτών στην Κωνσταντινούπολη και προνομιακή, σε σχέση με τους άλλους τεχνίτες, φορολογική μεταχείριση.

Στη διάρκεια των δυο αυτών αιώνων η επιλογή των αγοριών που θα στρατολογούνταν, κάθε πέντε χρόνια στο σώμα των γενιτσάρων γίνονταν με ευθύνη των χριστιανών προκρίτων, οι οποίοι επέλεγαν κυρίως παιδιά φτωχών οικογενειών. 

Ήταν λοιπόν συχνές οι περιπτώσεις που η προσφορά ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση -η οικογένεια γλύτωνε ένα μερίδιο κεφαλικού φόρου και το παιδί είχε ένα εξασφαλισμένο επαγγελματικό μέλλον- σαφώς όμως είχαν υπάρξει και περιπτώσεις βίαιης απόσπασης παιδιών από τις οικογένειές τους όταν η εθελούσια προσφορά δεν κάλυπτε τη ζήτηση της υψηλής Πύλης.

ΟΙ ΒΙΑΙΟΙ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ

Πρόκειται για έναν ακόμα ανυπόστατο μύθο. Εξισλαμισμοί χριστιανών υπήρξαν σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και σε αρκετές περιπτώσεις -Κρήτη και Κύπρος μετά την κατάληψή τους από τους Οθωμανούς- πήραν μαζικό χαρακτήρα.

Σε όλες όμως τις περιπτώσεις επρόκειτο για ενέργειες με κίνητρο την ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση που επιφύλασσε η αυτοκρατορία στους Μουσουλμάνους έναντι των Χριστιανών και γίνονταν μαζικότερες όσο, από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και μετά, γίνονταν δυσμενέστερη η φορολογική μεταχείριση των Χριστιανών.

Η μόνη εποχή κατά την οποία υπήρξαν όντως, περιορισμένοι αριθμητικά και τοπικά, βίαιοι εξισλαμισμοί, ήταν στη διάρκεια της βασιλείας του Αμπντουλχαμίντ του 2ου, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ «ΒΑΡΒΑΡΟΥ» ΤΟΥΡΚΟΥ

Το ότι τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας έχουν τόση σχέση με την ιστορική επιστήμη όση κι η Κοζάνη με τη Λωζάνη δεν είναι δυστυχώς ελληνική πρωτοτυπία. Σε όλες τις χώρες του κόσμου ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων της Ιστορίας είναι να εμπεδώσουν οι μαθητές την εθνική μυθολογία του «προαιώνιου» έθνους και του «μοναδικού» πολιτισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι απολύτως κατανοητή η ύπαρξη των παραπάνω μύθων -και όχι μόνο- στα σχολικά εγχειρίδια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς ήταν απαραίτητο αφ' ενός να αιτιολογηθεί η απόσχιση των Χριστιανών του ελλαδικού χώρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία, εφ' ετέρου να ενισχυθούν ιδεολογικά οι επεκτατικές βλέψεις του νεοσύστατου Κράτους κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μεγάλη Ιδέα).

Η συντήρηση των μύθων αυτών στα σχολικά εγχειρίδια από το 1930 και μετά, οπότε και ενταφιάστηκε επίσημα η Μεγάλη Ιδέα με το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, θα ήταν εντελώς ακατανόητη αν δεν εντάσσονταν στην αναγκαιότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης να δημιουργήσει κοινωνική συναίνεση για το παρανοϊκό -διότι δεν βασίζεται σε κάποιο ευνοϊκό γι' αυτήν συσχετισμό δυνάμεων- της εγχείρημα για αποκλεισμό της Τουρκίας από τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά για το θέμα αυτό έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα σημειώματα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Γιάννης Χρυσοβέργης



 

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

-«ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ»
-«ΚΙ ΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ;» 

Το παραπάνω ερώτημα διατυπώνεται συχνά από καλόπιστους -πολύ περισσότερο δε από την πληθώρα των κακόπιστων- συνομιλητές των αντιρρησιών συνείδησης και πηγάζει από τη φυσική ανάγκη των ανθρώπων να ζουν με ένα αίσθημα ασφάλειας.

Όμως η αναζήτηση της ασφάλειας στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς είναι κάτι σαν τις χημειοθεραπείες στον καρκίνο: όπως οι παρενέργειες των χημειοθεραπειών σκοτώνουν τους ασθενείς  πριν προλάβει να το κάνει ο καρκίνος, έτσι κι οι εξοπλισμοί φέρνουν το αντίθετο από το επιζητούμενο αποτέλεσμα: βυθίζουν την κοινωνία σε έναν εφιάλτη ανασφάλειας. 

Κι αυτό που προκύπτει είναι εξ ίσου εφιαλτικό με τις συνέπειες μιας ξένης στρατιωτικής κατοχής.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ «ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΣΦΑΛΕΙΣ»; 

Η πρώτη απάντηση που θα δώσει ένας συμπολίτης μας στο ερώτημα αυτό είναι: «Να είναι ασφαλή τα σύνορα της χώρας». Και είναι εύλογη. Είναι επίσης γεγονός πως η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας εγκολπώνεται επί του θέματος αυτού το αξίωμα των ειδικών -εντός κι εκτός εισαγωγικών- σε θέματα γεωπολιτικής που συνοψίζεται στη φράση: «Αν θες ειρήνη, ετοίμαζε τον πόλεμο».

Θα μας απαντήσει επίσης ότι θέλει η χώρα να είναι κυρίαρχη και να μην υπαγορεύουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεών της τρίτες χώρες.

Αν επιμείνουμε ρωτώντας τι άλλο σημαίνει «να είμαστε ασφαλείς», είναι βέβαιο πως η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας θα μας απαντήσουν «να μη φοβάμαι όταν κυκλοφορώ στο δρόμο μήπως δεχτώ επίθεση». Είναι κι αυτή μια εύλογη απάντηση.

Αν συνεχίσουμε να επιμένουμε στο ερώτημά μας η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας θα μας απαντήσουν ότι ασφάλεια είναι να έχουν μια αξιοπρεπή εργασία με ένα μισθό που θα τους επιτρέπει να καλύψουν τις ανάγκες του μήνα, να προσβλέπουν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη, να υπάρχει ένα άξιο εμπιστοσύνης δημόσιο σύστημα υγείας και να υπάρχουν επίσης άξια εμπιστοσύνης σχολεία για τα παιδιά τους.

Η ΚΟΥΡΣΑ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ ΚΑΙ Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 

Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση της χώρας σίγουρα ζούμε υπό την απειλή μιας τουρκικής εισβολής. Γεγονός που, κατά την άποψή της, επιτάσσει την  άμεση προμήθεια νέων οπλικών συστημάτων το συνολικό κόστος των οποίων θα ανέλθει σε 70 με 80 δισεκατομμύρια ευρώΧρήματα που για να βρεθούν η χώρα θα προσφύγει σε διεθνή δανεισμό, συνήθως δεκαετής με μέσο ετήσιο επιτόκιο γύρω στο 5%, πράγμα που σημαίνει ότι το πραγματικό τελικό κόστος θα κυμανθεί μεταξύ 110 και 120 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Το 2009, στα τέλη του οποίου το ελληνικό Κράτος χρεοκόπησε, ο προϋπολογισμός που είχε ψηφιστεί από τη Βουλή προέβλεπε αμυντικές δαπάνες 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό ίσο με τα χρήματα που δαπανήθηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 σε έξι ολόκληρα χρόνια (Οι εκτιμήσεις που ανεβάζουν το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων πάνω από αυτό το ποσό περιλαμβάνουν τις δαπάνες κατασκευής υποδομών που είχαν αποφασιστεί πολύ πριν τη διεκδίκηση των Αγώνων, όπως η Αττική Οδός, το μετρό της Αθήνας και το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, καθώς και τα ποσά που δαπανήθηκαν για την αναβάθμιση και συντήρηση υπαρχουσών υποδομών, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί χρόνια πριν).

Επίσης, το 2009 το δημόσιο χρέος ανέρχονταν σε 240 δισεκατομμύρια ευρώ. Όμως στις «αγορές του αιώνα», όπως ονομάστηκαν οι μαζικές προμήθειες οπλικών συστημάτων στις δεκαετίες του '80 και του '90 δαπανήθηκαν, με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, 100 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που καλύφθηκε από εξωτερικό δανεισμό -δεκαετής κι αυτός και με επιτόκια που υπερέβαιναν το 5%- πράγμα που ανεβάζει το πραγματικό κόστος των οπλικών αυτών συστημάτων σε περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή τα 2/3 του δημοσίου χρέους τη στιγμή της χρεοκοπίας.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Στη δεκαπενταετία που πέρασε από τη χρεοκοπία της χώρας στα τέλη του 2009 μέχρι σήμερα γίναμε μάρτυρες:

  1. Μιας Βουλής που, στην τετραετία 2011-2014 ψήφιζε νόμους τους οποίους δεν είχαν καν συντάξει οι υπουργοί που τους υπέγραφαν. Οι υπηρεσίες των υπουργείων απλώς μετέφραζαν κείμενα που έστελναν οι διεθνείς τοκογλύφοι και τα προωθούσαν στη Βουλή. Είναι αυτό εθνική κυριαρχία; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.
  2. Μιας κυβέρνησης, στην τετραετία 2015-2019, που υποχρεώθηκε από τους διεθνείς τοκογλύφους να εφαρμόσει μια διακυβέρνηση στους αντίποδες του εκλογικού της προγράμματος. Είναι αυτό εθνική κυριαρχία; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.
  3. Είδαμε την ανεργία να εκτοξεύεται σε τρία χρόνια από το 8% στο 28%, το μέσο μισθό να βουλιάζει περίπου 50%, τις συντάξεις να μειώνονται κατά 20%-40%, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που δεν είναι άνεργοι να αμείβονται με λιγότερα από 400 ευρώ το μήνα. Αισθάνεται υπό αυτές τις συνθήκες κανείς ασφάλεια; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.
  4. Είδαμε ανθρώπους να χάνουν τα σπίτια τους, παιδιά σε σχολεία να λιποθυμούν από την πείνα, την Αθήνα να γεμίζει άστεγους. Αισθάνεται υπό αυτές τις συνθήκες κανείς ασφάλεια; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.
  5. Είδαμε στα σχολεία να αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών ανά αίθουσα κατά 50%, λόγω μη αντικατάστασης των εκπαιδευτικών που συνταξιοδοτούνται, βλέπουμε τα νοσοκομεία να καταρρέουν εξ αιτίας των δεκάδων χιλιάδων κενών θέσεων γιατρών και νοσηλευτών. Αισθάνεται υπό αυτές τις συνθήκες κανείς ασφάλεια; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.
  6. Επιπλέον, βλέπουμε καθημερινά να εκτοξεύονται τα περιστατικά έμφυλης κι ενδοοικογενειακής βίας. Κάθε χρόνο πάνω από 4.000 γυναίκες καταγγέλλουν ότι έπεσαν θύματα κακοποίησης ή βιασμού από συζύγους, συντρόφους ή και αγνώστους -μικρό μόνο κλάσμα του πραγματικού αριθμού των περιστατικών- κι υπάρχουν μονάχα 55 ξενώνες, κι αυτοί υποστελεχωμένοι, για να τους παράσχουν την όποια βοήθεια. Ταυτόχρονα εκτοξεύονται τα κακοποίησης παιδιών, ακόμα και βιασμών, από άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος -πάλι μικρό μόνο κλάσμα των πραγματικών κρουσμάτων-. Αισθάνεται υπό αυτές τις συνθήκες κανείς ασφάλεια; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.
  7. Κι ακόμα, τα δελτία ειδήσεων κατακλύζονται  καθημερινά από ειδήσεις ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ μαφιόζικων συμμοριών, ενώ η βία στα σχολεία -μεταξύ μαθητών, προπηλακισμοί δασκάλων από μαθητές αλλά κι από γονείς- αυξάνεται εκθετικά. Αισθάνεται υπό αυτές τις συνθήκες κανείς ασφάλεια; ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΧΙ.

Η χώρα χρεοκόπησε εξ αιτίας των θηριωδών εξοπλιστικών δαπανών, απώλεσε την κυριαρχία της, η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας φτώχυνε, χιλιάδες ανθρώπων πείνασαν, η δημόσια εκπαίδευση και η δημόσια υγεία καταρρέουν, οι δρόμοι είναι πολύ λιγότερο ασφαλείς για τους πολίτες τη νύχτα, ιδίως για τις γυναίκες, ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες πληρώνουν νταβατιλίκι στις μαφιόζικες συμμορίες και το ερώτημα πια είναι: Τι διάολο θα ήτανε χειρότερο αν είχαν έρθει οι Τούρκοι;

ΑΣ ΤΟ ΠΑΡΟΥΜΕ ΑΛΛΙΩΣ

Τι σημαίνουν για την κοινωνία τα 110-120 δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία πρόκειται να δαπανηθούν για τα «οπλικά συστήματα νέας γενιάς, που θα μας θωρακίσουν έναντι της Τουρκίας»; Αν λάβουμε υπ' όψιν ότι το ετήσιο μισθολογικό κόστος ενός πρωτοδιόριστου εκπαιδευτικού ή νοσηλευτή είναι για το Κράτος 17.000 ευρώ, το ποσό αυτό επαρκεί για να καλύψει το μισθολογικό κόστος της κάλυψης των κενών σε υγεία και παιδεία για 30 ολόκληρα χρόνια.

Επίσης επιτρέπει να κλείσουν οι τρύπες στη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης για άλλα τόσα χρόνια, να γίνουν όλες οι απαραίτητες επενδύσεις για την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την πράσινη μετάβαση της οικονομίας.

Και βέβαια,  η δραστική περικοπή των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν αρκεί για να ομαλοποιηθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θα είναι όμως μια καλή αρχή για τη δημιουργία μιας ελάχιστης εμπιστοσύνης, που θα μπορέσει, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε μια μακράς πνοής βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.


Γιάννης Χρυσοβέργης