Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

ΟΙ ΛΑΪΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΟΙ «ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΕΣ» ΚΙ Η ΒΙΑ

Η αδιαμφισβήτητη δράση μικρής ομάδας μπαχαλάκηδων και οργανωμένων προβοκατόρων -υπάρχει πλήθος σχετικών μαρτυριών- στο ξεκίνημα των επεισοδίων στις σημερινές μεγαλειώδεις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις για τα Τέμπη δεν αρκούν από μόνες τους για να εξηγήσουν την έκταση και τη διάρκεια των συγκρούσεων διαδηλωτών και αστυνομίας.


 Δεν έχει υπάρξει διαδήλωση στα τελευταία 50 χρόνια στη διάρκεια της οποίας -ή και μετά το τέλος της- να μην ξέσπασαν επεισόδια, άλλοτε περιορισμένα κι άλλοτε εκτεταμένα,  μεταξύ της Αστυνομίας και μέρους των διαδηλωτών. 
Κάθε φορά τα κόμματα και τα ΜΜΕ της Αριστεράς καταγγέλλουν μονότονα -στις περιπτώσεις που η αστυνομική βία δεν υπήρξε απρόκλητη- τη δράση οργανωμένων προβοκατόρων. Έχουν όμως πάντα έτσι τα πράγματα; 

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΩΝ ΚΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ

Η δράση οργανωμένων προβοκατόρων της Αστυνομίας είναι παγκοσμίως ένας απαραίτητος μηχανισμός ηθικής απονομιμοποίησης των όποιων διαδηλωτών και νομιμοποίησης της βίαιης αστυνομικής καταστολής τους. Προϋπόθεση της επιτυχίας του εγχειρήματος είναι η ύπαρξη ηλιθίων ή (και) πρόθυμων ή (και) αργυρώνητων δημοσιογράφων οι οποίοι θα αναπαραγάγουν την κρατική προπαγάνδα και θα τρομοκρατήσουν τους κάθε λογής «έντιμους ανθρώπους κυρ-Παντελήδες».

Ειδικά στην Ελλάδα η προσφυγή της Αστυνομίας στις «υπηρεσίες» των «οργισμένων διαδηλωτών» -μπαχαλάκηδες συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε- έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ, καθώς δεν υπάρχει διαδήλωση που να μην τους έχει χρησιμοποιήσει.

Σήμερα, για παράδειγμα, υπάρχει πλήθος βίντεο που δείχνουν ομάδες  μασκοφορεμένων να σπάνε μάρμαρα στο Σύνταγμα υπό το απαθές βλέμμα των ανδρών των ΜΑΤ ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο πριν αρχίσουν τα πρώτα επεισόδια. Ακόμα πιο ακραίο όμως ήταν το περιστατικό που κατέγραψε η κάμερα του MEGA το 2008, όταν ξεχείλιζε η οργή της νεολαίας για τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ομάδα ανδρών με καλυμμένα χαρακτηριστικά και κράνη διασταυρώνεται με διμοιρία των ΜΑΤ. Ο πρώτος από αυτούς δείχνει μια ταυτότητα στο διοικητή της διμοιρίας, τα ΜΑΤ τους αφήνουν να περάσουν και στη συνέχεια αυτοί αρχίζουν να επιδίδονται σε λεηλασίες καταστημάτων.

ΟΙ «ΜΠΑΧΑΛΑΚΗΔΕΣ»

Δίπλα στους οργανωμένους προβοκάτορες υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα μια μικρή ομάδα νέων ανθρώπων για τους οποίους, το να συγκρουστούν με την Αστυνομία συνιστά λόγο ύπαρξης. Οι διαφορές στη συμπεριφορά τους και στη σκέψη τους από τους χουλιγκάνους των ομάδων είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες. Ο τρόπος δράσης τους είναι επίσης συγκεκριμένος: πάντα, προς το τέλος της διαδήλωσης, θα πετάξουν μερικές βόμβες μολότοφ στους αστυνομικούς, και θα παίξουν μαζί τους ένα κυνηγητό διάρκειας μιας-δυο -το πολύ- ωρών, που θα ολοκληρωθεί στα Εξάρχεια, όπου και θα λάβει τέλος η «σεμνή τελετή». Ο απολογισμός είναι κι αυτός δεδομένος: πέντε-έξι κάδοι σκουπιδιών καμένοι, ευρεία κατανάλωση από πλευράς αστυνομίας χημικών και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης -να ανανεώνεται το στοκ και να πέφτουν οι μίζες στους προμηθευτές-, άντε και τέσσερις-πέντε συλλήψεις.

Κι όλοι μένουν ευχαριστημένοι: τα καλόπαιδα επειδή έκαναν την επανάσταση κατά του μπαμπά τους, οι αστυνομικοί που «ξεμούδιασαν» κι οι εμπλεκόμενοι στις προμήθειες υλικού καταστολής διαδηλώσεων για τις προμήθειές τους.

ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ;

Η έκταση και η διάρκεια των σημερινών επεισοδίων δε μπορεί να εξηγηθεί ούτε από τις ολιγάριθμες καλά οργανωμένες ομάδες προβοκατόρων, ούτε από τους 100-150 μπαχαλάκηδες. Ναι μεν οι συγκεκριμένοι έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα  των επεισοδίων, όμως οι άνθρωποι που στη συνέχεια επέλεξαν τη σύγκρουση με την Αστυνομία αντί της φυγής ήταν πολύ περισσότεροι. Ανέρχονταν σε κάποιες χιλιάδες άτομα.

Δεν έχω μπορέσει να κατανοήσω με βεβαιότητα αν αυτή η εμμονή όλα αυτά τα χρόνια του μεγαλύτερου μέρους -για να μη χρησιμοποιήσω τον προβοκατόρικο όρο «της νομιμόφρονος»- Αριστεράς και του συνόλου των λίγων αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ στις ιστορίες με προβοκάτορες οφείλεται στη δυσφορία της που ένα μέρος των διαδηλωτών της χάλασε το αφήγημα -και, κατά συνέπεια, στην προσφυγή της στο ίδιο προπαγανδιστικό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι κυβερνώντες για την απονομιμοποίηση των ατάκτων- ή αν οφείλεται στην αδυναμία της να επικοινωνήσει με την κοινωνία και να κατανοήσει πώς αυτή αντιδρά.

Σε κάθε περίπτωση,  η έκταση των σημερινών επεισοδίων -από τα Προπύλαια ως τις Στήλες του Ολυμπίου Διός και ως την πλατεία Κολωνακίου και τον Ευαγγελισμό- και η διάρκειά τους -πάνω από δυο ώρες- υποδηλώνει πως ένας σημαντικός αριθμός διαδηλωτών ήταν αποφασισμένοι αν χτυπήσει η Αστυνομία να αντισταθούν.

Γι αυτό και οι αναφορές ΜΜΕ και κομμάτων της Αριστεράς σε «αλήτες που αμαύρωσαν την εικόνα» των διαδηλώσεων αν δεν είναι υποκριτικές αποδεικνύουν αδυναμία κατανόησης των αντιδράσεων μέρους της κοινωνίας.

Τα όσα συνέβησαν σήμερα έχουν ξανασυμβεί. Συνέβησαν το 2021, μεσούσης της καραντίνας λόγω κορωνοϊού, όταν 15.000 άνθρωποι, εξοργισμένοι από την κακοποίηση μιας μωρομάνας από αστυνομικούς στη Νέα Σμύρνη, συγκρούονταν επί ώρες με την Αστυνομία. Συνέβησαν το Φλέβάρη του 2012, τη νύχτα που η Βουλή ψήφιζε το δεύτερο μνημόνιο κι η Αστυνομία χτύπησε απρόκλητα τη διαδήλωση διαμαρτυρίας πριν καν αυτή αρχίσει. Συνέβη και διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, για ν' αναφερθούμε μονάχα στα πιο πρόσφατα περιστατικά μαζικής αντιπαράθεσης πολιτών με την Αστυνομία.

ΓΙΑΤΙ ΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ;

Πολλές απαντήσεις μπορεί να δώσει κανείς στο ερώτημα αυτό. Προσωπικά θα προτιμήσω να εστιάσω σε δυο παράγοντες που λειτουργούν συμπληρωματικά.

Ο πρώτος, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι η εδραιωμένη πεποίθηση στην κοινωνία ότι η Δικαιοσύνη εργάζεται συνειδητά για τη συγκάλυψη των ευθυνών των υπαιτίων του εγκλήματος των Τεμπών. Κι αν πρέπει να αναζητηθούν οι υπαίτιοι της δημιουργίας αυτής της πεποίθησης αυτοί είναι η Εισαγγελέας και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου καθώς κι ο αρμόδιος ανακριτής. Όπως επισήμαινα και στο άρθρο Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ* είναι η πρώτη φορά από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη που η ηγεσία της Δικαιοσύνης παρεμβαίνει τόσο απροσχημάτιστα υπέρ της συγκάλυψης των ευθυνών των υπαιτίων του εγκλήματος. Και με τη στάση τους αυτή λένε στους πολίτες πως ο μόνος δρόμος για να βρουν το δίκιο τους είναι η αυτοδικία.

Ο δεύτερος είναι η πρωτοφανής αδυναμία των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και, κυρίως, της Αριστεράς να προσφέρουν στους πολίτες μια προοπτική αποτελεσματικής μη βίαιης αντίστασης στην κρατική βία. Κι αυτό που είναι ακόμα χειρότερο είναι η άρνησή τους να αναγνωρίσουν αυτή τους την αδυναμία και να προσπαθήσουν να βρουν λύσεις. Κι επειδή αρνούνται να αναγνωρίσουν το πρόβλημα η θεοποίηση των προβοκατόρων γίνεται γι αυτούς μια κάποια λύση.

Επ' αυτού πάντως θα ήταν λάθος να μην αναγνωρίσουμε και τη γέννηση από τα κάτω μιας κουλτούρας μη βίαιης αντίστασης. Για πρώτη φορά, μετά την έναρξη των επεισοδίων, διαδηλωτές που ήδη είχαν αποχωρήσει από τη διαδήλωση επέστρεψαν στην πλατεία Συντάγματος με τα χέρια ψηλά και παρέμειναν εκεί για ώρες . Κι όταν τα ΜΑΤ τους έδιωξαν βίαια αυτοί επέστρεψαν, κι όταν τους ξαναέδιωξαν αυτοί επέστρεψαν και πάλι και παρέμειναν στο Σύνταγμα αξιώνοντας την παραίτηση της κυβέρνησης κι αποκαλώντας το Μητσοτάκη δολοφόνο ως τις 07.00 μ.μ.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Υ.Γ. Δεν θέλησα να γράψω για τις πολιτικές συνέπειες των μεγαλειωδών σημερινών διαδηλώσεων για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι αναλύσεις που ως τώρα διάβασα μου φάνηκαν επαρκείς. Ο δεύτερος είναι ότι ποτέ δε μου άρεσε να κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Ο λόγος μου άτακτος είναι κι ασχολείται με θέματα που τους άλλους δεν απασχολούν.





Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ* 

«...Μα πώς να αποδώσεις Δικαιοσύνη όταν δεν ξέρεις τι θέλουν (οι ταγοί της εξουσίας)...»

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ

Η σκηνή του απελπισμένου δικαστή που, είτε απαλλάξει, είτε καταδικάσει την επόμενη μέρα έναν Εβραίο θα κληθεί να δώσει  εξηγήσεις σε κάποια -διαφορετικά κατά περίπτωση- υψηλόβαθμα στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας, από την εκπληκτική παράσταση που, στα μέσα της δεκαετίας του '70 είχε ανεβάσει το Θέατρο Τέχνης, μου ήρθε και πάλι στο μυαλό καθώς διάβαζα, αφ' ενός τις αντιδράσεις της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κυρίας Κλάπα σε μια τεκμηριωμένη κριτική της Κυρίας (με κεφαλαίο Κ) Καρυστιανού προς τον ανακριτή της υπόθεσης Σωτήρη Μπακαΐμη και, αφ' ετέρου, την ακόμα πιο προκλητική παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης, για το ενδεχόμενο να έχουν τελεστεί αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα στο πλαίσιο αναρτήσεων στις οποίες επικρίνεται ο ανακριτής.

Απαντώντας, χωρίς φυσικά να την αναφέρει ονομαστικά, στην ανάρτηση της Κυρίας Καρυστιανού με τίτλο κ. ΑΝΑΚΡΙΤΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΜΠΑΖΩΝΕΤΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ  η πρόεδρος του Αρείου Πάγου τονίζει ότι «...η διαφωνία όμως σε νομική προσέγγιση και ερμηνεία δε μπορεί να εκφραστεί από οποιονδήποτε και οποιονδήποτε λόγο με λοιδορία, υποτιμητικές εκφράσεις, προσβολή και καθύβριση, των θεσμών και των κανόνων...».

Ακόμα πιο επιθετική η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην παραγγελία της για διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης κάνει λόγο για αυτόκλητους «υποκριτές προστάτες των θεσμών, που δεν ορρωδούν προ ουδενός, προκειμένου να υπηρετήσουν ταπεινά παντός είδους συμφέροντα...Καθυβρίζουν και λοιδορούν τους θεσμούς και όσους τους εκπροσωπούν, στοχοποιώντας τους τελευταίους με αναρτήσεις σαν την ακόλουθη, που κατ’ ελάχιστο διεγείρουν μέσω του διαδικτύου σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγιών κλπ κατά των ανωτέρω προσώπων και επιχειρούν με τον τρόπο αυτό γενικότερα αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του Ποινικού Νόμου». (το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου μπορείτε να το διαβάσετε στο News247.gr )

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Βεβαίως η αφορμή -ή μήπως το πρόσχημα;- για την παρέμβαση αυτή της κυρίας Αδειλίνη ήταν μια όντως υβριστική ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα για τον ανακριτή του εγκλήματος των Τεμπών. 

Το γεγονός όμως ότι τόσο η Πρόεδρος όσο και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αποφάσισαν να ενδιαφερθούν για τις εκκλήσεις σε αυτοδικία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης -θαρρείς και η επίμαχη ανάρτηση για την οποία ζητήθηκε κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση είναι η μόνη ή η πλέον επιθετική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης-  αμέσως μετά από την αιχμηρή κριτική της Κυρίας Καρυστιανού στον ανακριτή του εγκλήματος των Τεμπών μόνο τυχαίο δεν είναι.

Συνιστά ευθεία απειλή προς τους συγγενείς των θυμάτων ότι αν δεν «συμμορφωθούν προς τα υποδείξεις» -η κυρία Αδειλίνη για παράδειγμα τους έχει προτρέψει να πάνε σε κανένα παππά να τους διαβάσει- «μπορεί να βρουν το μπελά τους».

Όπως δεν είναι τυχαίο ότι λίγες μόλις μέρες πριν, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, ο οποίος προΐστατο της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, κάνοντας δεκτούς τους ισχυρισμούς του εγκαλούμενου Αιμίλιου Κοσμίδη, προπληρωμένη κάρτα του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την αποστολή «μολυσμένων» με το λογισμικό παρακολούθησης Predator μηνύματα σε δεκάδες πολιτών  -αναμεσά τους ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ότι δήθεν την κάρτα αυτή τη χρησιμοποίησε τρίτο πρόσωπο εν αγνοία του. Κι αυτό παρά την ύπαρξη εγγράφου της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ σύμφωνα με το οποίο μόνο ο Αιμίλιος Κοσμίδης μπορούσε να ενεργοποιήσει την επίμαχη κάρτα.

Δεδομένου ότι στην Ελλάδα η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων επιλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, η από μέρους τους στάση ευμενούς ουδετερότητας προς την κυβέρνηση  -παρά το γεγονός ότι παραβιάζει βάναυσα έναν από τους πυλώνες της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αυτόν της διάκρισης των εξουσιών- ήταν συνηθισμένη.

Όμως για να βρούμε τόσο απροσχημάτιστη συσστράτευση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης με την κυβέρνηση -και για την ακρίβεια με το Παρακράτος- πρέπει να γυρίσουμε 60 ολόκληρα χρόνια πίσω, στην εποχή του διαβόητου Κωνσταντίνου Κόλλια, γνωστού για την απόπειρα κουκουλώματος της δολοφονίας Λαμπράκη και πρώτου πρωθυπουργού της Χούντας.

Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες ο αγώνας για να μη συγκαλυφθεί το έγκλημα των Τεμπών, να δικαστούν και να καταδικαστούν τόσο οι υπαίτιοί του όσο και αυτοί που δυο χρόνια τώρα προσπαθούν να το συγκαλύψουν, γίνεται αγώνας ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ της όποιας κολοβής Δημοκρατίας.

Προσωπικά δεν τρέφω αυταπάτες. Είμαι βέβαιος πως μεγάλος αριθμός δικαστών -πολύ φοβούμαι ότι πρόκειται για την πλειοψηφία- ευχαρίστως θα προσάρμοζαν τις αποφάσεις τους στις βουλές της πολιτικής εξουσίας (αρκεί αυτή να είναι της Δεξιάς του Κυρίου, όπως έλεγε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που στη διάρκεια της Χούντας «μελετούσε» και δεν ήξερε ότι παραβιάζονταν ανθρώπινα δικαιώματα).

Όμως μέχρι τώρα αυτό , επίσημα τουλάχιστον, ήταν επίμεμπτο. Και πάντα φρόντιζαν να τηρούν τα προσχήματα. Είναι η πρώτη φορά που η ηγεσία της Δικαιοσύνης, εντελώς απροσχημάτιστα και χωρίς κανένα κόμπλεξ μετατρέπει εαυτήν σε θεραπαινίδα της κυβέρνησης.

Αν επιτρέψουμε να συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος η μέρα που και πάλι οι δικαστές θα αναφωνούν «πώς να αποδώσεις δικαιοσύνη όταν δεν ξέρεις τι θέλουν;», δεν είναι μακριά. Όμως τη μέρα εκείνη θα επικρατεί και πάλι ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.


Γιάννης Χρυσοβέργης

*Το κείμενο αυτό είναι ανάπτυξη μιας ανάρτησης που έκανα σήμερα το πρωί, εν θερμώ, στο  Facebook

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

 Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ 25η ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ 2015


...Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία,

πέρασε εύκολα απ' τη μνήμη στην καρδιά,

Ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία

εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά...

(Ο ΔΡΟΜΟΣ, στίχοι Κωστούλα Μητροπούλου, μουσική και ερμηνεία Μάνος Λοΐζος)


ΜΙΑ ΚΡΙΣΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΜΝΗΣΙΑΣ

Περίμενα να περάσει μια εβδομάδα από την επέτειο της 25ης του Γενάρη 2015 και όχι τυχαία. Με είχε πιάσει μια τρελή περιέργεια να  δω αν θα θελήσει να θυμηθεί κανείς την επέτειο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Και δυστυχώς οι προβλέψεις μου επιβεβαιώθηκαν. Με εξαίρεση μια ενδοκομματική εκδήλωση του ΜΕΡΑ25 και τη διανομή ενός βιβλίου από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ με άρθρα ανθρώπων που το Γενάρη του 2015 είχαν ήδη αρχίσει να αποστασιοποιούνται από το ΣΥΡΙΖΑ σιγή ασυρμάτου.

Από την Αριστερά φυσικά -για τους πολιτικούς σχηματισμούς και τα ΜΜΕ της μαφιοκρατίας η απόλυτη σιγή ήταν η επιβεβλημένη συμπεριφορά- , αρχής γενομένης από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Θαρρείς και ντρέπονται γιατί τόλμησαν να γεννήσουν ελπίδα στην κοινωνία. Ή γιατί προσπαθούν να γίνουν αρεστοί σε αυτούς που ποτέ δεν θα τους συγχωρήσουν την τοτινή αποκοτιά τους. Ή... δεν ξέρω τι άλλο να πω, δεν το χωράει ο νους μου.

Αλλά και από τις δυνάμεις της Αριστεράς που εξ αρχής ήταν επικριτικές έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ακούστηκε ούτε μια λέξη για την επέτειο αυτή. Σαν να μην τους αφορούσε αυτή η πολιτική άνοιξη που κράτησε επτά δραματικούς μήνες και κορυφώθηκε με εκείνο το μεγαλειώδες ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Ούτε κι αυτό μπορεί να το χωρέσει ο νους μου.

Γιατί για εμένα το επτάμηνο αυτό ήταν μια από τις τρεις πιο πυκνές πολιτικές περιόδους της ζωής μου. Οι άλλες δυο ήταν το πρώτο εξάμηνο της Μεταπολίτευσης κι η πρώτη διετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1983).

Και γιατί προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για την ευκαιρία που μας έδωσαν να πούμε ένα μαζικό ΟΧΙ στους ολιγάρχες εγχώριους και ξένους. Αλλά και γιατί, μετά την αναπόφευκτη ήττα, τη διαχειρίστηκαν προσπαθώντας με συνέπεια να ανακουφίζουν τη φτωχολογιά. Και με κάνουν έξαλλο για το γεγονός ότι δεν διεκδικούν πολιτικά ούτε την προσπάθεια που έκαναν για κάτι καλύτερο, ούτε τον τρόπο που διαχειρίστηκαν το τρίτο Μνημόνιο.

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΑΘΙ

Τα παραπάνω είμαι βέβαιος ότι ξενίζουν πολλούς από τους φίλους και γνωστούς μου, με τους οποίους έχω μοιραστεί στο παρελθόν -ή και μοιράζομαι ακόμα- κοινά οράματα. Είναι όμως που εξ αρχής κρατούσα πολύ μικρό καλάθι εν όψει της επικείμενης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ για τρεις, κυρίως, λόγους.

Ο πρώτος ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων που, το 2014, ήταν συντριπτικός εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό που το 2010 αποτελούσε το μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί της κυβέρνησης Παπανδρέου -το οποίο με προσωπική του ευθύνη ο Γιώργος Παπανδρέου πέταξε στο καλάθι των αχρήστων και καταδικάστηκε, δικαίως, από την κοινωνία σε πολιτική ανυποληψία- η στάση πληρωμών, το 2015  είχε χάσει την ισχύ του. Μια στάση πληρωμών το 2010 θα προκαλούσε κρίση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, κατάρρευση των τιμών των μετοχών των τραπεζών που θα συμπαρέσυρε το σύνολο των Χρηματιστηρίων και καταρράκωση της αξιοπιστίας του ευρώ ως διεθνούς νομίσματος. Το 2015 η αθέτηση πληρωμών θα γίνονταν προς άλλα Κράτη-μέλη της ΕΕ και γι' αυτό οι επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα και στα διεθνή χρηματιστήρια σαφώς μικρότερες. Όμως τις μάχες δεν έχουμε συχνά την πολυτέλεια να αποφασίζουμε πότε και πού θα τις δώσουμε. Τις δίνουμε όταν πρέπει να τις δώσουμε και χαμένες είναι μόνο αυτές τις οποίες φοβηθήκαμε να δώσουμε. Όλες οι άλλες κάποια παρακαταθήκη αφήνουν.

Ο δεύτερος είχε να κάνει με το γεγονός ότι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός λαϊκού κινήματος. Το αντίθετο ίσχυε. Όσο η κοινωνία ήταν στους δρόμους κι αντιστέκονταν στη βαρβαρότητα των Μνημονίων -από το Μάη του 2010 μέχρι και τη νύχτα της επεισοδιακής κύρωσης του δεύτερου Μνημονίου από τη Βουλή, το Φλεβάρη του 2012- ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν καθηλωμένος στις δημοσκοπήσεις σε ποσοστά μεταξύ του 5% και του 6%. Όταν μετά την κύρωση δεύτερου Μνημονίου η κοινωνική αντίσταση μειώνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται σε λιγότερο από τρία χρόνια από το δημοσκοπικό 6% στο εκλογικό 35,5%. Πράγμα που σημαίνει ότι η ραγδαία αυτή εκλογική άνοδος συνοψίζονταν στο εξής απλό μήνυμα της κοινωνίας: «Δεν τα καταφέραμε στους δρόμους , δες τι μπορείς να κάνεις θεσμικά».

Τη σημασία αυτής της εξέλιξης, αμφιβάλλω αν υπήρξε δεύτερος άνθρωπος, πέρα από τον Αλέξη Τσίπρα, που να την κατανόησε. Επίσης, η ραγδαία εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δε συνοδεύτηκε από τη διεύρυνση της λαϊκής βάσης του κόμματος και τη δημιουργία αυτόνομων διαύλων επικοινωνίας του με την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα διανοούμενων κι αδιανόητων που φιλοκαλούσαν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούσαν μετά μαλακίας (οι λέξεις «ευτέλεια» και «μαλακία» αυστηρά με την αρχαιοελληνική τους έννοια)*. Κι αυτό φάνηκε με τρόπο ακραίο στις δημοτικές εκλογές του 2014, όταν το ΠΑΣΟΚ, που αγωνιούσε αν θα εκπροσωπηθεί στην επόμενη Βουλή, εξέλεξε πολλαπλάσιους δημάρχους από το ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη στις ευρωεκλογές είχε αναδειχθεί πρώτη πολιτική δύναμη.

Το δε πολιτικό του πρόγραμμα ήταν γεμάτο με μεγαλόστομες γενικολογίες και άδειο από συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των χαμηλών εισοδημάτων, των ανέργων, των συνταξιούχων, των εργαζομένων με μπλοκάκι. Κι όλα αυτά τα είχα επισημάνει λίγο πριν τις Ευρωεκλογές του 2014 στον ΑΤΑΚΤΟ ΛΟΓΟ ( ΤΟ ΠΗΡΑΤΕ ΛΑΘΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ Η ΒΑΡΚΑ ).

Ο τρίτος λόγος ήταν ότι, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και τα υπόλοιπα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούσαν να διανοηθούν, πολύ δε περισσότερο να διαχειριστούν, το ενδεχόμενο της αποχώρησης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Όμως, όταν εκ προοιμίου αποκλείεις το ενδεχόμενο της αποχώρησης από το ευρώ, είσαι ευάλωτος στους εκβιασμούς.

ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

Για όλους αυτούς τους λόγους ο χρόνος αντίστασης που έδινα στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το Γενάρη του 2015 με το ζόρι ξεπερνούσε τα τέλη του Μάρτη του ίδιου χρόνου. Η πρώτη μεγάλη έκπληξη για εμένα ήταν ότι κατάφερε να αντισταθεί, παρά τα αμέτρητα τακτικά λάθη που διέπραξε,  μέχρι τα μέσα του Ιούλη. 

Η δεύτερη ευχάριστη έκπληξη ήταν το ίδιο το Δημοψήφισμα και το εκπληκτικό 61% του ΟΧΙ, ενάντια στην υστερική προπαγάνδα των Βρυξελλών, των κάθε λογής ευρω-δοσιλόγων (Γερούν, γερά, σπασ' τους τον τσαμπουκά τσίριζαν) και του συνόλου των ΜΜΕ.

ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Η κοινωνία βίωσε, και δικαίως, το τρίτο Μνημόνιο ως ήττα και μάλιστα βαριά. Αν όμως θελήσουμε να το αποτιμήσουμε ουσιαστικά πρέπει να δούμε το σημείο εκκίνησης των αξιώσεων της κάθε πλευράς. Οι μεν Βρυξέλλες αξίωναν για τρία χρόνια ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ, το οποίο η κυβέρνηση Σαμαρά είχε αποδεχθεί, η δε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονταν, δια στόματος Βαρουφάκη, ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα του 0,5%του ΑΕΠ. Σε απόλυτους αριθμούς η απόσταση των δυο πλευρών ήταν οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. 

Αν δεχθούμε ότι η μέση λύση θα ήταν ένα πρωτογενές πλεόνασμα του 2,5% του ΑΕΠ ετησίως, οτιδήποτε θα ήταν πάνω από αυτό θα ήταν μια αποτυχία στη διαπραγμάτευση για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ως γνωστόν το τρίτο Μνημόνιο απαίτησε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί τρία χρόνια και, στη συνέχεια 2% ετησίως ως το 2060.

Ακόμα σημαντικότερη διαπραγματευτική αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν πέτυχε μια διευθέτηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους, πράγμα που θα βρούμε μπροστά μας στα επόμενα χρόνια.

Εντούτοις, ο τρόπος που ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε τη βαριά αυτή ήττα ήταν μια τρίτη ευχάριστη έκπληξη για εμένα. Το γεγονός ότι στο τέλος κάθε χρόνου προέκυπτε ένα υπερβάλλον πλεόνασμα που αποδίδονταν σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες -κυρίως συνταξιούχους-, πιστώνεται στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, έστω κι αν αυτό ούτε μια στιγμή δεν διεκδίκησε αυτή του την επιτυχία, το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες το γεγονός ότι δεν κατέρρευσε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας οφείλεται -πέρα από τον ηρωισμό του προσωπικού του- και στη διαχείριση του Παύλου Πολάκη, το γεγονός ότι δεν κατέρρευσαν τα Δημόσια σχολεία -πέρα από τον ηρωισμό των εκπαιδευτικών- οφείλεται και στη διαχείριση του Νίκου Φίλη.

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Δέκα χρόνια μετά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα άχρωμο, άοσμο και άγευστο κι εισπράττει τα επίχειρα της αυτοκτονικής του πολιτικής από το 2019 και μετά. 

Το ότι δεν διεκδίκησε ούτε μια στιγμή όσα έκανε σωστά κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του και τα οποία, παρ' όλα αυτά το 80% των ανθρώπων που τον είχαν τιμήσει με την ψήφο τους το 2015 του τα πίστωσαν και ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους προς αυτόν το 2019.

Το ότι μετά τη δεινή ήττα του 2023 επέτρεψε σ' έναν τυχάρπαστο, που είναι αμφίβολο αν καταστατικά είχε δικαίωμα να διεκδικήσει την ηγεσία, να πάρει το κόμμα, και στη συνέχεια οι ηττημένοι σηκώθηκαν κι έφυγαν χωρίς να κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν το γιατί.

Όμως όλα αυτά είναι απλώς Ιστορία. Το σημερινό πρόβλημα είναι πως με αυτά και μ' εκείνα, η μόνη αντιπολίτευση στο μητσοτακικό καθεστώς που αντιλαμβάνεται η κοινωνία έχει ακροδεξιό χρώμα και άρωμα. Κι αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά.

Γιάννης Χρυσοβέργης

*Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» (Θουκιδίδου Ιστορία 2.40) «Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένομε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί» (Μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, 1998, σ.148)





Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ

 

Ως πολιτικός χαρακτηρίστηκε από ρεαλισμό σε βαθμό ακρότατου κυνισμού. Από τις 5 του Γενάρη, οπότε και έγινε παρελθόν έχει γραφεί πλήθος αποτιμήσεων του έργου του. 

Από τις πλέον γλιτσιασμένες αγιογραφίες με την υπογραφή γνωστών καλαμαράδων στην υπηρεσία των «ιδιοκτητών αυτής της χώρας» μέχρι τους σκατόψυχους λίβελλους με την υπογραφή των πλέον διαβόητων ακροδεξιών αποβρασμάτων.

Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο άκρα οι συγκινητικές αναφορές αυτών που τον αγάπησαν -που, με όλο το σεβασμό που τρέφω για κάποιους από αυτούς, δεν με πείθουν- και οι προσπάθειες μιας ψύχραιμης αποτίμησης του πολιτικού του αποτυπώματος. Μια από αυτές τις τελευταίες φιλοδοξώ να είναι και η δική μου.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο ΜΟΝΟΣ Έλληνας πρωθυπουργός που είχε τα κότσια -δεν γράφω «τα αρχίδια» γιατί η προσωπική μου εμπειρία λέει πως το θάρρος είναι πολύ περισσότερο ίδιον των γυναικών παρά των ανδρών- να συγκρουστεί με την Εκκλησία.

Η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών στέρησε από την Εκκλησία ένα σημαντικό όπλο εκβιασμού και περιθωριοποίησης των των ετερόδοξων (άθεων, πιστών άλλων δογμάτων ή άλλων θρησκειών).

Στη μάχη αυτή ο Σημίτης υπήρξε απελπιστικά μόνος μέσα στο κόμμα του, καθώς το σύνολο σχεδόν  της κοινοβουλευτικής του ομάδας και του υπουργικού του συμβουλίου όχι απλώς απείχε επιδεικτικά από την υπεράσπιση του μέτρου αλλά, εν μέσω λαοσυνάξεων του Ιερό(Χριστό)δουλου επέμενε να φυλάει κατουρημένες παπαδίστικες ποδιές.

Εκτός του κόμματός του η μοναδική στήριξη ήρθε από το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ΚΚΕ όχι μόνο προτίμησε μια καιροσκοπική σιωπή, αλλά διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες δυο στελέχη του με σχεδόν 40 χρόνια κομματικής ζωής (τον τ. αντιπρόεδρο της Βουλής και επί δεκαετίες προβεβλημένο συνδικαλιστή Μήτσο Κωστόπουλο και τον τότε Ευρωβουλευτή Γιάννη Θεωνά) καθώς και τον υπεύθυνο τύπου του κόμματος Μάκη Κοψίδη. Το «έγκλημα» των τριών; Είχαν ζητήσει δημόσια να γίνει η Αριστερά μπροστάρης στον αγώνα για το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας -αντίθετα η «θεοσεβούμενη»(;) Λιάνα Κανέλλη ζει και βασιλεύει-.

Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι η σύγκρουση αυτή του Σημίτη με την Εκκλησία μπορεί να φανάτισε και να συσπείρωσε στο έπακρο την Ακροδεξιά, αλλά είχε ολίγιστο πολιτικό κόστος, όπως αποδείχθηκε από από τις εκλογές που έγιναν τέσσερα χρόνια μετά.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Η έναρξη της πρωθυπουργίας Σημίτη σηματοδοτήθηκε από την κρίση των Ιμίων, μια κρίση που ξεκίνησε από την κόντρα τοπικών Ελλήνων και Τούρκων ψαράδων για τον έλεγχο των περιοχών αναπαραγωγής της τσιπούρας και, με τη βοήθεια -ή, καλύτερα, την ανευθυνότητα- του τότε Δημάρχου Καλύμνου Διακομιχάλη εξελίχθηκε σε μείζονα ελληνοτουρκική κρίση.

Ο Σημίτης κατηγορήθηκε για εθνική προδοσία από τους «πατριώτες» της Δεξιάς και της Αριστεράς για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την κρίση και για τις δημόσιες ευχαριστίες του προς τον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον για τη συμβολή του στην αποκλιμάκωση της κρίσης.

Οι επικριτές του ξεχνούσαν βεβαίως ότι: α) Ο κύριος εκφραστής της φιλοπόλεμης πολιτικής, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης, είχε σταθεί ανίκανος να αποτρέψει την κατάληψη της νησίδας Μικρή Ίμια από Τούρκους καταδρομείς, παρά το γεγονός ότι είχε συγκεντρώσει εκεί πέρα το μισό και πλέον στόλο. β) Ο ίδιος άνθρωπος είχε υπογράψει ελαφρά τη καρδία τη θανατική καταδίκη των τριών υπαξιωματικών, καθώς έδωσε προσωπική εντολή να απονηωθεί ελικόπτερο χωρίς όργανα νυκτερινής πορείας (το ότι το ελικόπτερο δεν διέθετε τέτοια όργανα επίσης είναι επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος του), μετατρέποντας την αποστολή τους σε αποστολή θανάτου χωρίς το παραμικρό όφελος. Και μόνο το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός θα είχε την ευθύνη του ελληνικού στρατού σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου είναι στα μάτια μου επαρκής λόγος για να δικαιολογήσει απόλυτα τη στάση του Σημίτη σε αυτή την κρίση.

Στη συνέχεια ως πρωθυπουργός ακολούθησε  μια πολιτική βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία οδήγησε σε δυο δεκαετίες ραγδαίας ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων των δυο χωρών, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από την κυβέρνηση Σαμαρά για τον τορπιλισμό του καλού διμερούς κλίματος.

ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ

Παράλληλα όμως η κυβέρνηση Σημίτη βαρύνεται με ένα θηριώδες πρόγραμμα εξοπλιστικών δαπανών που πιθανόν και να άγγιξε το μισό των συνολικών εξοπλιστικών δαπανών της Ελλάδας, από την «αγορά του αιώνα» του Ανδρέα Παπανδρέου στα μέσα της δεκαετίας του '80, μέχρι τη χρεοκοπία της χώρας το 2010 (για μια ανάλυση της συμβολής των εξοπλιστικών προγραμμάτων στη χρεοκοπία της χώρας βλ. -«ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ» -«ΚΙ ΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ;» ). Όμως η πλειονότητα των επικριτών του Σημίτη καμώνονται πως δεν ξέρουν τίποτα γι' αυτό.

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Από την εποχή της χρεοκοπίας της χώρας και μετά πλήθος δημοσιολογούντων αποδίδουν τη χρεοκοπία της χώρας στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων για την οποία μέμφονται το Σημίτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν μια σπατάλη η οποία, αν εξαιρέσει κανείς την πλούσια επαγγελματική εμπειρία που αποκομίσαμε όσες και όσοι εργαστήκαμε για την υλοποίησή τους, δεν άφησε κανένα όφελος για τη χώρα.

Όμως αυτοί που αποδίδουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 τη χρεοκοπία του 2010 καμώνονται πως δεν γνωρίζουν ότι το συνολικό τους κόστος σε έξι χρόνια ήταν όσο μέσος ετήσιος ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εθνικής άμυνας από το 1998 ως το 2010.

Τέλος, η διαδικασία της διεκδίκησης των αγώνων είχε ξεκινήσει το 1995, έναν ολόκληρο χρόνο πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σημίτης, εν μέσω αλαλαγμών ενθουσιασμού της κοινωνίας.  Για δε το γεγονός ότι ο τελικός λογαριασμός ήταν περίπου το τετραπλάσιο του αρχικού προϋπολογισμού, αυτό δυστυχώς έχει συμβεί σε όλες ανεξαιρέτως τις ολυμπιακές διοργανώσεις από το 1988 και μετά, οπότε... όχι, γι' αυτό δεν ευθύνεται ο Σημίτης.

Ο «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ»

Υπήρξε αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πολιτική απάτη της διακυβέρνησης Σημίτη. Σε μια εποχή που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις  και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις απαιτούσαν από όλες τις κοινωνίες να και όλες τις πολιτικές δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους και τις στρατηγικές τους, ο Κώστας Σημίτης συντάχθηκε με εκείνους τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι, με επί κεφαλής τους Τόνυ Μπλαιρ και Γκέρχαρντ Σρέντερ, υπέγραψαν το διαζύγιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τη φτωχολογιά.

Στο όνομα των μεταρρυθμίσεων και με πλειοψηφία σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στην ΕΕ, αποφασίστηκε η γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των κρίσιμης σημασίας υποδομών στις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τη δημόσια υγεία.

Με πρόσχημα τον ανταγωνισμό της Κίνας και άλλων «αναδυόμενων» χωρών -στις οποίες μετέφεραν οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις την αλυσίδα παραγωγής τους- οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες δρομολόγησαν την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων.

Με πρόσχημα την περιστολή της σπατάλης του δημόσιου τομέα δρομολόγησαν τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική αλληλεγγύη, την προστασία του περιβάλλοντος.

Αν σήμερα στην Ευρώπη η ακροδεξιά κάνει σχεδόν παντού πάρτι, οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στον «εκσυγχρονισμό» που δρομολόγησαν οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις εκείνης της εποχής.

Ειδικά σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση Σημίτη, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες χρήσιμες τομές, οι οποίες όμως δεν άφηναν αποτύπωμα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, όπως η ίδρυση του ΑΣΕΠ, το οποίο έβαλε μια στοιχειώδη τάξη στις προσλήψεις στο Δημόσιο, ή η ίδρυση του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος στην πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ως θεσμός υπήρξε αναμφισβήτητα αντάξιος του ονόματός του, δε έγινε κάποια μεταρρύθμιση προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δεν προωθήθηκε η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι ψηφιακές δυνατότητες για να περιοριστεί το πάρτι των φαρμακευτικών εταιρειών στη δημόσια υγεία, δεν έγινε καν προσπάθεια να επιταχυνθεί η έκδοση των συντάξεων.

ΔΕ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΟΥ ΚΗΔΕΥΕΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ, ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΕ ΤΟ ΜΙΣΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ

Την παραπάνω φράση την έκλεψα από μια γελοιογραφία στον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ του εκλεκτού συνάδελφου και φίλου Γιάννη Δερμεντζόγλου. Και πιστεύω ότι απηχεί απόλυτα, έστω  κι αν δεχτώ ότι εμπεριέχει κάποια δόση υπερβολής, την αίσθηση του μέσου πολίτη για τη διακυβέρνηση Σημίτη.

Όπως είπα και στην αρχή αυτού του άρθρου ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ρεαλιστής σε βαθμό ακραίου κυνισμού. Είχε ένα στόχο και τον ενδιέφερε, σε σημείο εμμονής σχεδόν, η επίτευξή του, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες -ακόμα κι αν αυτές ήταν σημαντικότερες από τον επιδιωκόμενο στόχο- κι αδιαφορώντας για το ποιόν των συνεργατών του, αρκεί να ήταν «αποτελεσματικοί».

Όμως ο εκάστοτε πρωθυπουργός κρίνεται και για την καθημερινή συμπεριφορά των συνεργατών του και για τον τρόπο που αντιδρά σε μη ανεκτές συμπεριφορές τους. Και στο κεφάλαιο αυτό ο Κώστας Σημίτης πήρε πολύ κάτω από τη βάση.


Γιάννης Χρυσοβέργης