Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Ο «ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ»

Για πρώτη φορά εδώ και 60 χρόνια οι ιταλικές κάλπες αναδεικνύουν μια σαφή αντιευρωπαϊκή πλειοψηφία.
Πράγμα που ουδόλως επηρρέασε την πολιτική και γραφειοκρατική ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, νομίζει πως έχει να κάνει με την Ελλάδα. 
Αποδεικνύοντας, για πολλοστή φορά, ότι αν η θεωρία δε συμφωνεί με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Η ετυμηγορία της κάλπης των εκλογών της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Το 55% των Ιταλών ψήφισαν κόμματα με σαφή αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό. Η, υπό τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι συμμαχία του Λαού της Ελευθερίας, καλούσε τους Ιταλούς να ψηφίσουν ενάντια «στην Ευρώπη της Μέρκελ». Όσο για το «Κίνημα των 5 αστέρων» του Μπέπε Γκρίγιο, αυτό πάει ακόμα μακρύτερα. Καλεί σε αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Το θεαματικό ποσοστό του «τελειωμένου» Μπερλουσκόνι - έχασε την πρώτη θέση και την πλειοψηφία στη Βουλή για μόλις 114.000 ψήφους, που μεταφράζεται σε 0,4% - και το ακόμα θεαματικότερο 25,5% του Κινήματος των 5 Αστέρων - στην πραγματικότητα είναι το κόμμα που έλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό, καθώς το Δημοκρατικό Κόμμα (το μεγαλύτερο της συμμαχίας των κομμάτων του Κέντρου και της Αριστεράς έλαβε 25,1% και ο Λαός της Ελευθερίας του Μπερλουσκόνι 21,6% -   συνιστούν μια σαφή προσωπική αποτυχία για τη Γερμανίδα Καγκελάριο και για τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοσέ Μπαρόσο.
Και η μεν και ο δε παρενέβησαν με εξαιρετικά άκομψο τρόπο στην προεκλογική εκστρατεία, καλώντας για ψήφο υπέρ του Μάριο Μόντι, μετερχόμενοι ευθείες απειλές, όπως ακριβώς έπραξαν στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου στην Ελλάδα. Ξεχνώντας πως, ούτε η Ιταλία είναι Ελλάδα, ούτε οι Ιταλοί είναι Έλληνες.
Διότι συμβαίνει η Ιταλία να είναι μια από τις οκτώ πλουσιότερες χώρες του κόσμου κι όχι η 29η. Συμβαίνει επίσης να είναι η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης και όχι το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Και οι Ιταλοί το ξέρουν. Και, όπως συμβαίνει σε κάθε χώρα με αποικιακό παρελθόν, έχουν την απαίτηση να τους σέβονται. Ακόμα κι όταν οι επιλογές τους δεν είναι οι καλύτερες.
Με δυο λόγια, η προσέγγιση τόσο από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και από πλευράς γερμανικής πολιτικής ηγεσίας των ιταλικών εκλογών συνιστά ένα πολιτικό και επικοινωνιακό φιάσκο.
Το ύφος των αντιδράσεων των Ευρωπαίων αξιωματούχων και της γερμανικής ηγεσίας στο αποτέλεσμα  των εκλογών δείχνει σε ποιο βαθμό οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα. Οι δηλώσεις περί «καραγκιόζηδων» του Πέερ Στάινμπρουκ, ενός ανθρώπου που φιλοδοξεί να κυβερνήσει τη Γερμανία, ενώ βρίσκονταν στη Γερμανία ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, δηλαδή ο άνθρωπος που θα κληθεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό κυβέρνησης, και το ύφος των συστάσεων των Ευρωπαίων Επιτρόπων το επιβεβαιώνουν.
«Μέχρι πότε θα είναι εφικτό να επιβάλλονται πολιτικές λιτότητας σε λαούς που τις απορρίπτουν όλο και πιο κατηγορηματικά,  στην Ιταλία,αλλά και στην Ισπανία και στην ελλάδα και στην Πορτογαλία; Μέχρι πότε θα είναι εφικτό να μεγαλώνει το ανησυχητικό αυτό  έλλειμμα Δημοκρατίας; Μέχρι πότε αυτό θα συμβαίνει χωρίς να απειλήσει την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης;» διερωτόνταν το κύριο άρθρο της εφημερίδας LE MONDE την επαύριο των εκλογών.
Όμως ούτε τους Ιταλούς τους τσίμπησε ξαφνικά κάποια μύγα, ούτε το αποτέλεσμα είναι κεραυνός εν αιθρία. Από το 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η Ευρώπη πήρε ένα βίαιο διαζύγιο με το κοινωνικό συμβόλαιο που είχε αποτελέσει το συνεκτικό της κρίκο για 35 ολόκληρα χρόνια: την ανακατανομή του πλούτου, προς όφελος της ευημερίας όλων
Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο ήταν απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, μείωση των φόρων, ανακατανομή του πλούτου προς όφελος των πλουσίων. Κάθε μια από τις ευρωπαϊκές συνθήκες που ακολούθησαν, Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβώνα, γινόταν ένα νέο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Κάθε φορά, οι εθνικιστικές, ξενοφοβικές και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, επωφελούνταν για να ενισχύσουν τις θέσεις τους.
Η δεύτερη μεγάλη ρήξη ήταν το ατυχήσαν «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα». Το οποίο, αντί να περιορίζεται, όπως κάθε συνταγματικός χάρτης, στον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών, στην οριοθέτηση και το διαχωρισμό των εξουσιών των θεσμικών οργάνων και, επειδή ήταν Ευρωπαϊκό, την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων εθνικών και ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, συγκροτούσε ένα υδροκέφαλο θεσμικό όργανο, την Επιτροπή, την οποία περιέβαλλε με νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και περιέβαλλε με  την ισχύ των συνταγματικών διατάξεων που, επιπλέον, για να αναθεωρηθούν θα έπρεπε να υπάρξει ομοφωνία των 27 Κρατών-μελών, όλες τις διατάξεις των προηγούμενων Συνθηκών.
Το τερατούργημα αυτό βούλιαξε στα ρηχά, όμως επέτρεψε στις εθνικιστικές αντιευρωπαϊκές δυνάμεις να νομιμοποιηθούν ως προστάτες της δημοκρατικής νομιμότητας μκαι της εθνικής κυριαρχίας.
Η οικονομική κρίση και η προαναγγελθείσα ελληνική χρεοκοπία έκαναν τα υπόλοιπα. Σήμερα, σε κάθε Κράτος - μέλος, οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις καταγράφουν ραγδαία πρόοδο. Αν εξαιρέσει  κανείς την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου τον πρώτο λόγο της αντίστασης σε αυτό τον αντιδημοκρατικό κατήφορο της ΕΕ έχουν δυνάμεις της Αριστεράς, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες κυριαρχούν εθνικιστικές απομονωτικές δυνάμεις. 
Οι Ευρωπαίοι πολίτες διαπιστώνουν έντρομοι ότι το όχημα που πίστευαν ότι θα τους προστατεύσει από οικονομικές κρίσεις και κερδοσκοπικές επιθέσεις - και δικαίως ή αδίκως είχαν επενδύσει πολλά σε αυτό - η ΕΕ, όχι μόνο είναι ανίκανο να τους προστατεύσει αλλά χειροτερεύει και την καθημερινότητά τους. Και εντελώς φυσιολογικά, σπεύδουν να το εγκλαταλείψουν αλλόφρονες, αναζητώντας και πάλι ασφάλεια στη θαλπωρή, όπως πιστεύουν, του Έθνους - Κράτους. 
Σε αυτό το πλαίσιο, οι με διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, των Ευρωπαίων Πράσινων και ενός μέρους των Φιλελευθέρων για περισσότερη Ευρώπη με περισσότερη Δημοκρατία δε βρίσκουν εύκολα ευήκοα ώτα.
Ακόμα και  αν - λέμε, αν - η ευρωπαϊκή ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ ξυπνήσει άμεσα και κι αποφασίσει ριζικές αλλαγές, είναι πλέον αμφίβολο αν υπάρχει χρόνος.
Οι Ιταλοί, πρέπει να το υπενθυμίσουμε αυτό, δεν είναι Έλληνες, ούτε Βρετανοί, που πάντα ήταν - ως κοινωνίες τουλάχιστον - με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ιταλικός λαός για 60 ολόκληρα χρόνια πίστεψε στην ΕΕ. Η αντιευρωπαϊκή στροφή του είναι πολύ κακός οιωνός.

Γιάννης Χρυσοβέργης 

4 σχόλια:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Μου άρεσε η προσέγγισή σου και μάλλον κινούμαστε σε ανάλογο πνεύμα, Γιάννη. Το αν είναι κακός οιωνός ή όχι ο ιταλικός αντιευρωπαϊσμός είναι κάτι που θα κρίνουν οι ίδιοι οι Ιταλοί.
Οι Βρυξέλλες κουνήθηκαν, σείστηκαν. Μπορεί οι ελληνικές εκλογές και η ακόλουθη υποταγή των αντιμνμηονιακών στο μνημόνιο να είναι κουνιματάκι, αλλά οι ιταλικές εκλογές με τον ίδιο σχεδόν πολιτικό ορίζοντα, προκάλεσαν ισχυρό σεισμό. Δεδομένων των ισπανικών καθημερινών σχεδόν διαδηλώσεων και το σιγοβράσιμο της γαλλικής κοινωνίας. Βέβαια οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις θα προσπαθήσουν να μειώσουν τον αντίχτυπο...

Ανώνυμος είπε...

Δεν θα διαφωνήσω με την προσέγγισή σου. Κάθε άλλο! Διαφωνώ μόνο με εξαίρεση το τελικό σου συμπέρασμα ότι η "αντιευρωπάϊκή στροφή" του ιταλικού λαού είναι πολύ κακός οιωνός, αφού η ίδια η ΕΕ, όπως είναι δομημένη είναι πολύ πιο "αντιευρωπαϊκή"... Άρα, αν είναι κακός οιωνός ή όχι, θα το δούμε.
Θέλω όμως στον προβληματισμό σου να προσθέσω μία άλλη διάσταση:
30% των Ιταλών ψήφισαν τον άνθρωπο που εδώ και 3 δεκαετίες έχει τα τρία σημαντικότερα ιδιωτικά κανάλια, ενώ κατά διαστήματα, ως Πρωθυπουργός ήλεγχε και τα τρία κρατικά.
25% των Ιταλών, ψήφισαν μία tile-persona, δηλαδή έναν κωμικό, που επίσης εδώ και δεκαετίες μπαίνει στα σπίτια τους μέσω της τηλεόρασης.
Μήπως, οι Ιταλοί, σε ποσοστό 55% δεν ψήφισαν μόνο ενάντια στο Euro, την ΕΕ και τη Μέρκελ, αλλά ψήφισαν τηλεόραση;
Σε μία χώρα με πολύ έντονες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αντιθέσεις (όχι απλώς ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, αλλά ακόμα και από περιοχή σε περιοχή), η τηλεόραση μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έπαιξε ενωπιοιητικό ρόλο. Ακόμα και σε ό,τι αφορά την ενιαία εκφορά της γλώσσας και την εγκατάλειψη των τοπικών διαλέκτων.
Όταν το "χαζοκούτι" εξάντλησε αυτό το ρόλο του, από την αρχή της δεκαετίας του 1980 άρχισε να παίζει το ρόλο του πλυντηρίου σκέψης, προβληματισμού, συμμετοχής στα κοινά, άσκησης πολιτικής. Πέρασε σαν οδοστρωτήρας από την ιταλική κοινωνία και την ισοπέδωσε.
Σήμερα, το 55% των Ιταλών, ενός λαού που στις πλάτες του κουβαλάει την Αναγέννηση και την Όπερα, ψηφίζει Τηλεόραση!
Αυτός είναι πραγματικά κακός οιωνός. Και παρόλο που σωστά λες ότι οι Ιταλοί δεν είναι Έλληνες, μετά την είσοδο στη Βουλή του Άδωνι ή του Χαϊκάλη και του Ψαριανού, αρχίζω να έχω τη βάσιμη υποψία ότι στις επόμενες εκλογές θα εκλέξουμε τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή!!!
Καρβουναρέας

ο δείμος του πολίτη είπε...

κ. Καρβουναρέα, ο Γκρίλο ήταν τηλεοπτικός αστέρας με διαστήματα μεταξύ του 1982 και του 1995 και δύο-τρεις φορές έφυγε από κρατικά κανάλια επειδή σατίριζε πολιτικούς.

Από την άλλη, πρέπει να δούμε μία άλλη πτυχή του Μπερλουσκόνι. Γιατί οι Ιταλοί τον αγάπησαν τόσο πολύ; Μπορεί για εμάς να είναι κλόουν κλπ γαμήκουλας, αλλά οι Ιταλοί τον εμπιστεύτηκαν πολλάκις (όχι μόνο μία φορά). Εξάλλου, η ανάπτυξη στην Ιταλία ήρθε επί Μπερλουσκόνι και με "ακυβερνησία" (όπως φ\λένε οι δικοί μας).

Άτακτος Λόγος είπε...

Σύντροφε Καρβουναρέα,
Η προσέγγισή σου για το ρόλο της τηλεόρασης είναι εξαιρετική. Άλλωστε έχεις ζήσει στην Ιταλία και κάτι παραπάνω ξέρεις από εμάς.
Δήμο,
Η ανάπτυξη που γνώρισε η Ιταλία επί Μπερλουσκόνι ήταν η ίδια με αυτή της Ελλάδας στην ίδια περίοδο. Κατάρρευση του πρωτογενούς και δευτρερογενούς τομέα, γιγάντωση του τριτογενούς,αναδιανομή του πλούτου μέσω κοινωνικοποίησης της φοροδιοαφυγής, δηλαδή κάτι σα μια εικοσαετή διακυβέρνηση Καραμανλή του μικρού.
Και βέβαια η μετατόπιση της οικονομίας στον τριτογενή τομέα έχει μια λογική στο πλαίσιο μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και δεν είναι υποχρεωτικά κακή. Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι, εκτός από ενιαία αγορά θα υπήρχε και ενιαία διακυβέρνηση, πράγμα που δεν ισχύει.
Σε ό,τι αφορά στην ένσταση και των δυο σας, σχετικά με το ότι μπορεί να είναι και καλός οιωνός το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών θα συμφωνούσα αν αυτές είχαν γίνει πριν δυο χρόνια. Τώρα, φοβάμαι ότι «δε θα προκάμουμε», όπως έλεγε και ο καπετάν Γιώτης.

Γιάννης Χρυσοβέργης