Γιάννης Χρυσοβέργης
Πόση λιτότητα µπορεί να δεχτεί µια οικονοµία σε ύφεση χωρίς να συνθλιβεί; Πόση «εµπιστοσύνη των αγορών» µπορεί να κερδίσει µια υπερχρεωµένη χώρα, υποβάλλοντας τον εαυτό της σε εξαντλητική αφαίµαξη; Και πώςείναι σωστό να συµµαζεύει τα ελλείµµατά της µια χώρα; Με περισσότερους φόρους ή µε περικοπή δαπανών;
Αυτή η συζήτηση δεν διεξάγεται µόνο στα ελληνικά. ∆ιεξάγεται σε όλες τις γλώσσες του κόσµου. Και διχάζει ∆ηµοκρατικούς και Ρεπουµπλικανούς στην Αµερική, Συντηρητικούς και Εργατικούς στη Βρετανία, µνηµονιακούς και αντιµνηµονιακούς στην Ελλάδα...
Σε αυτόν τονδιεθνή διάλογο, οι φωνέςτωναναλυτών, που επιµένουν να κρατούν ζωντανή την κεϊνσιανή σοφία, ακούγονται ως βάλσαµο στα βάσανά µας. Οι προφήτες της λιτότητας είναι ηλίθιοι! φωνάζει οΚρούγκµαν. Οι κυβερνήσεις υποτάχθηκαν στις αγορές και εκλιπαρούν την «εµπιστοσύνη» τους, σαν να µη διδάχθηκαν τίποτε από την κρίση και τις αιτίες της! γράφει ο Στίγκλιτς. Και όλοι τους συνιστούν ενίσχυση της δηµόσιας δαπάνης, αντί περικοπών, για να βγούµε σώοι από την κρίση.
∆ιαβάζουµε κι εµείς εδώ, στη µικρή γωνιά µας, αυτούς τους φιλιππικούς κατά της λιτότητας και αναθαρρούµε. Να, λοιπόν, που το λένε και οι σοφότεροι των σοφώντης οικονοµικής επιστήµης: το Μνηµόνιο είναι λάθος. Μας καταδικάζει σε συρρίκνωση και κοινωνική µιζέρια, την ώρα που θα έπρεπε να κινητοποιούνται δηµόσιοι πόροι για να ξεβαλτώσουν µια οικονοµία, από την οποία τα ιδιωτικά κεφάλαια φεύγουν τρέχοντας.
Αλλά, δυστυχώς, οι προφήτες µαςσπεύδουν να µας απογοητεύσουν: η Ελλάδα είναι άλλο, µια µοναδική στον κόσµο περίπτωση χρόνιας δηµοσιονοµικής ανευθυνότητας, γράφει ο Κρούγκµαν. Η Ελλάδα εξαιρείται, λέει και ο Στίγκλιτς. Η χώρα αυτή δηµιουργούσε πρωτογενή ελλείµµατα ακόµη και στα χρόνια που είχε ρυθµούς ανάπτυξης πάνω από 4%!
Είχα θέσει το ίδιο ερώτηµα και στους δύο νοµπελίστες, και στον Στίγκλιτς και στον Κρούγκµαν: αν, λοιπόν, η µικρή ελληνική οικονοµία διπλασίασε µέσα σε λίγα χρόνια τη µη παραγωγική δηµόσια δαπάνη της, πιάστηκε µόνη της, από εγκληµατική αµέλεια των κυβερνήσεών της, στο δόκανο του υπερδανεισµού και είναι υποχρεωµένη τώρα να συµµαζέψει τα δηµόσια ελλείµµατα, κατά παράβαση του χρυσού κεϊνσιανού κανόνα «όχι λιτότητα σε καιρό ύφεσης», µε περικοπές και φόρους που παράγουν ύφεση, δυστυχία και – τελικά – διόγκωση του χρέους, τι άλλη λύση µάς δίδεται; Τι µπορούµε να κάνουµε, αφού ούτε πόρους να κινητοποιήσουµε διαθέτουµε ούτε µπορούµε να επιστρέψουµε στη δραχµή και να την υποτιµήσουµε (αφού αυτό θα σήµαινε επιστροφή στην εποχή των σπηλαίων);
Και οι δύο µου έδωσαν την ίδια απάντηση: µπορείτε να κάνετε ένα µόνο πράγµα. Να φωνάξετε, να πιέσετε, να απαιτήσετε από τον κ. Τρισέ και την κ. Μέρκελ να ελευθερώσουν επενδυτικούς πόρους για την ελληνική οικονοµία, να εφαρµόσουν ένα µίνι σχέδιο Μάρσαλ για την αιµοδότηση της ελληνικής οικονοµίας. Και να τους εξηγήσετε ότι µόνο αν σας βοηθήσουν να ξεκολλήσετε και να αναπτυχθείτε, θα µπορέσετε να τους ξεπληρώσετε τα χρέη σας, θυµίζοντάς τους ότι το ίδιο έκαναν και οι Αµερικανοί έναντι των Ευρωπαίων µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Αν δεχτούµε ως αυτονόητα σωστή την απάντησηαυτή, τότε το συµπέρασµα είναι εξίσου αυτονόητο: η µόνη µας ελπίδα είναι να κρατηθούµε εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, ακόµη κι αν στην Ευρώπη σήµερα επικρατεί λάθος συνταγή, ακόµη κι αν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες πορεύονται περιδεείς και τυφλέςσε λάθος δρόµο. Να κρατηθούµε εντός – και να διαπραγµατευτούµε ξανά και ξανά. Γιατί εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, πόροι δεν διατίθενται. ∆ιατίθενται µόνο της µιας δραχµής τα παλιά γιασεµιά...
Και αυτός, ακριβώς, είναι ο θανάσιµος κίνδυνος που µας απειλεί: οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, δέσµιες των εκλογικών τους φόβων και του λαϊκισµού που τις κυκλώνει, να προχωρήσουν, προκειµένου να αποφύγουν την «επέκταση της µόλυνσης», στον εξοστρακισµό µας – ηθικό, πολιτικό και, εν τέλει, οικονοµικό και νοµισµατικό. Κι όχι επειδή δεν καταφέρνουµε να πιάσουµε τους άπιαστους δηµοσιονοµικούς στόχους που µας έθεσαν. Μα επειδή βλέποντας από κοντά, σε έναν στενό συγχρωτισµό, τις πολιτικές µας ελίτ, τους πήρανε – δυστυχώς για εµάς – χαµπάρι...