Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Έχοντας επενδύσει, εδώ και χρόνια, στον ακραίο ρατσιστικό λόγο και στον κουτοπόνηρο κυνισμό η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μητσοτάκη εισπράττει, στα νησιά του Αιγαίου, τα επίχειρα της πολιτικής της.
Όμως η προσφυγική κρίση , ακόμα κι αν -ως δια μαγείας- αύριο σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία, θα συνεχιστεί, γιατί είναι πολλοί οι πόλεμοι σε εξέλιξη και γιατί δίπλα στα θύματα των πολέμων θα καταφθάνουν στην Ευρώπη ολοένα περισσότερα θύματα της κλιματικής αλλαγής.
Είναι καιρός λοιπόν να μιλήσουμε για αυτήν και, κυρίως, να πάψουμε να τη βλέπουμε ως πρόβλημα.

Τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις ημέρες στη Λέσβο και στη Χίο σηματοδοτούν, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, την παταγώδη αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Το κυβερνών κόμμα υιοθέτησε ασμένως το ρατσιστικό λόγο των νεοναζί όσο ήταν στην αντιπολίτευση, σε σημείο που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τους πολιτευτές της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  από αυτούς της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ όλα αυτά τα χρόνια.
Πρωτοστάτησε  στις πιο ακραίες ξενοφοβικές εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, υποσχόμενο στις τοπικές κοινωνίες ότι «δε θα έρθουν βρωμιάρηδες» όπου δεν υπήρχαν δομές φιλοξενίας προσφύγων κι ότι «θα φύγουν οι βρωμιάρηδες» όπου υπήρχαν.
Κι η πολιτική αυτή, με τη βοήθεια της προπαγάνδας των ΜΜΕ, δικαιώθηκε. Πάνω από 250 Δήμαρχοι, επί συνόλου 332, ανήκουν στο χώρο της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, όπως επίσης και οι 12 από τους 13 Περιφερειάρχες. 
Έχοντας όμως υποσχεθεί στους πάντες ότι «δε θα έχουν βρωμιάρηδες» στον τόπο τους βρέθηκε μπροστά σε δύσκολες επιλογές όταν ήρθε η ώρα να κυβερνήσει.
Η αποσυμφόρηση των νησιών, την οποία υποτίθεται ότι θα ολοκλήρωνε σε μερικές μόλις εβδομάδες, προϋπέθετε ότι χιλιάδες προσφύγων θα μεταφέρονταν στις, ήδη υπερπλήρεις, δομές της ενδοχώρας.
Κι εκεί πρυτάνευσε για άλλη μια φορά ο κουτοπόνηρος κυνισμός. Κι αποφάσισε ότι προτιμάει να μη βρουν ούτε τη δική τους ψήφο στην κάλπη -οψέποτε γίνουν εκλογές- οι τρεις βουλευτές της, οι πέντε Δήμαρχοι κι ο «σαρξ εκ της σαρκός» της Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, παρά να χαθούν 500.000 ψήφοι στο σύνολο της Επικράτειας.
Αναμενόμενη ήταν λοιπόν η καθολική έκρηξη οργής των κατοίκων της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου, όταν ανακοινώθηκε η επίταξη των περιουσιών τους για να χτιστούν τα νέα «κλειστά», όπως ψευδώς ισχυρίζεται η κυβέρνηση, στρατόπεδα προσφύγων.
Όπως αναμενόμενο ήταν και ότι η αστυνομική βία θα γιγάντωνε αυτή την οργή, σε σημείο που η κυβέρνηση κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ δυο επιλογών: της ντροπιαστικής γι' αυτήν απόσυρσης των ΜΑΤ και της επιβολής στρατιωτικού νόμου στα νησιά. Ευτυχώς για όλους επέλεξε το πρώτο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Χρόνο κέρδισε, σε μια προσπάθεια να μετριάσει την πολιτική ζημιά.
Στρατόπεδα προσφύγων σε ακατοίκητες βραχονησίδες
Εδώ και ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του κι ένα «εναλλακτικό» σχέδιο: η κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες σε ακατοίκητες βραχονησίδες.
Αυτή η απάνθρωπη και γι αυτό αποκρουστική πρόταση θα είχε πολύ σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης αν δεν προσέκρουε σε δυο εμπόδια.
Το πρώτο από αυτά είναι ότι η χρηματοδότηση της κατασκευής τέτοιων στρατοπέδων δεν προβλέπεται από τα υφιστάμενα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης (οι δαπάνες για τη στέγαση και διατροφή των προσφύγων βαρύνουν 100% τον κοινοτικό προϋπολογισμό).
Το δεύτερο είναι πως η κατασκευή τέτοιων στρατοπέδων θα προκαλέσει την άμεση και βίαιη αντίδραση της Τουρκίας, καθ' όσον με την κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης σε ακατοίκητες νησίδες, αυτές αυτομάτως αποκτούν αιγιαλίτιδα ζώνη, με δυο λόγια η Ελλάδα αυξάνει την επικράτειά της σε βάρος των διεθνών υδάτων του Αιγαίου και, σε μερικές περιπτώσεις, σε βάρος της Τουρκίας.
Το πρόβλημα των νησιών
Ο προσφυγικός πληθυσμός  αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ανέρχεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μεταξύ 100.000 και 130.000 ανθρώπων, δηλαδή  0,8%-1,15% του πληθυσμού.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα πέντε νησιά που στεγάζουν στρατόπεδα προσφύγων και ιδίως για τη Λέσβο (20,4 % του πληθυσμού), τη Χίο (14,5% του πληθυσμού) και τη Σάμο (22,1% του πληθυσμού).
Ακόμα χειρότερα, στο Βαθύ της Σάμου, ο πληθυσμός των προσφύγων που διαμένουν στο εκεί στρατόπεδο  (7.300 περίπου σε μια εγκατάσταση για 780 ανθρώπους) υπερβαίνει τον πληθυσμό της πόλης, ενώ το στρατόπεδο της Μόριας έχει μεταβληθεί σε μια παραγκούπολη 19.500 κατοίκων, σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από την πόλη της Μυτιλήνης (27.500 κάτοικοι).
Ο υπερπληθυσμός των στρατοπέδων, έχει ως συνέπεια οι υπάρχουσες υποδομές υγιεινής να είναι το λιγότερο ανεπαρκείς, ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη σίτιση όλων αυτών των ανθρώπων που περιμένουν ατέλειωτους μήνες να κληθούν σε συνέντευξη για την εξέταση του αιτήματός τους για άσυλο, είναι επίσης ανεπαρκέστατα, με αποτέλεσμα να υποσιτίζονται.
Εύλογη είναι είναι λοιπόν η δυσφορία του ντόπιου πληθυσμού κι επίσης εύλογα μεταφράζεται σε οργή, όταν γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να μεταφέρει πρόσφυγες στην ηπειρωτική χώρα.
Και είναι εντελώς φυσιολογικό, στα θολά νερά αυτής της οργής να ψαρεύουν οι κάθε λογής ακροδεξιοί.
Όπως φυσιολογικό είναι η οργή αυτή να συμπυκνώνεται στο παράλογο αίτημα: «δε θέλουμε ούτε ανοιχτά, ούτε κλειστά κέντρα στα νησιά μας». Παράλογο, γιατί τα συγκεκριμένα νησιά θα παραμείνουν πύλες εισόδου προσφύγων στην Ελλάδα για πολλά-πολλά χρόνια.
Η δυσεπίλυτη εξίσωση της προσφυγικής κρίσης
Ο πρόσφυγας, όπως κι ο μετανάστης, ουδέποτε ήταν καλοδεχούμενος από την πλειοψηφία του πληθυσμού στη γη που κατέφθανε ικέτης. Η διαφορετικότητά του τρόμαζε, τρομάζει και θα τρομάζει. Για το λόγο αυτό άλλωστε, στην καθ' ημάς Ανατολή από τους αρχαίους χρόνους οι πολιτισμοί έθεταν επιτακτικά το ηθικό καθήκον της προστασίας  του: από τον Ξένιο Δία, ως τις χριστιανικές επιταγές αλληλεγγύης. Στην εποχή μας το καθήκον αυτό απορρέει από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ακριβώς λόγω του φόβου και της δυσπιστίας  με την οποία αντιμετωπίζεται από τις κοινωνίες ο ξένος -πολύ δε περισσότερο ο ικέτης- αλλά και επειδή η προσφυγική κρίση δεν μπορεί να περιμένει να αλλάξουν νοοτροπία οι κοινωνίες, η διαχείρισή της με όρους σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Προκειμένου να εξετάζονται τα αιτήματα ασύλου με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα των αιτούντων απαιτείται χρόνος, γεγονός που μαθηματικά δημιουργεί προβλήματα υπερπληθυσμού στις δομές φιλοξενίας, το οποίο με τη σειρά του συνεπάγεται μη αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης.
Η προσπάθεια επιτάχυνσης των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου από την άλλη, οδηγεί, ηθελημένα ή αθέλητα, σε βιαστικές αποφάσεις, με θύματα τους αιτούντες διεθνή προστασία.
Είναι προφανές ότι για την παρούσα κυβέρνηση οι προβληματισμοί αυτοί είναι ανύπαρκτοι κι ότι το μόνο της πρόβλημα είναι πως δεν έχει το θάρρος να εφαρμόσει τις πολιτικές του, ομόσταβλού της στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Βίκτορ Όρμπαν.
 Σαφές είναι επίσης ότι πίσω από την φαινομενική αδυναμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής και στην ταχεία διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου, κρύβονταν η προσπάθεια να ισορροπήσει μεταξύ της απάνθρωπης συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και των αξιών των ψηφοφόρων του.
Μήπως η άφιξη των προσφύγων είναι μια ευκαιρία;
Κι ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας είναι πεπεισμένη ότι οι πρόσφυγες είναι μείζον πρόβλημα της κοινωνίας μας, ότι απομυζούν «τους λιγοστούς πόρους σε περίοδο κρίσης», ότι «απειλούν την εθνική μας υπόσταση» και πάει λέγοντας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Το ελληνικό Κράτος δεν ξοδεύει ούτε ένα ευρώ για τη στέγαση και σίτιση των προσφύγων, οι οποίες χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από Ευρωπαϊκούς πόρους.
Αντιθέτως, δεκάδες χιλιάδες θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν  στις ΜΚΟ, που εμπλέκονται στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης -και μάλιστα με αξιοπρεπείς αμοιβές-, στην Υπηρεσία Ασύλου,  στις εταιρείες παρασκευής γευμάτων και τις λοιπές γηγενείς εταιρείες, που κλήθηκαν να παράσχουν προϊόντα και υπηρεσίες στις δομές φιλοξενίας των προσφύγων.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι ισχυρισμοί που συνοψίζονται στη φράση «δεν αντέχει άλλους πρόσφυγες η Ελλάδα», είναι πέρα για πέρα ιδεοληπτικοί και εξωπραγματικοί.
Πέρα από αυτό όμως, είναι σαφές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας μειώνεται σταθερά εδώ και μια δεκαετία, τάση η οποία θα είχε αρχίσει ήδη από την αρχή της δεκαετίας του '90, αν τότε δεν είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών από την Αλβανία και την Ανατολική Ευρώπη. 
Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται στην Ελλάδα, μεγάλωσαν τα παιδιά τους που μιλούν ελληνικά και εξασφάλισαν, με τις ασφαλιστικές τους εισφορές, είκοσι περίπου χρόνια βιωσιμότητας στο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Το οποίο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι σήμερα αντιμέτωπο και πάλι με το κάθε άλλο παρά πλαστό δίλημμα: υπερβολικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές ή συντάξεις πείνας;
Η εγκατάσταση στη χώρα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών θα μπορέσει να δώσει μια μεσοπρόθεσμη λύση σε αυτό το πρόβλημα. Αρκεί βεβαίως να υπάρχουν επιθεωρητές εργασίας.

Γιανης Χρυσοβέργης


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΤΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Με όχημα την αύξηση των προσφυγικών ροών και την κρίση που εκούσια δημιούργησε στα νησιά του Αιγαίου η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαναφέρει στους δρόμους τα τάγματα εφόδου της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, ως «αγανακτισμένους πολίτες» αυτή τη φορά.
Είναι ένα ακόμα βήμα στην επαναφορά της θεσμοθετημένης τρομοκρατίας  της περιόδου 1946-1974.
Όμως πολύ πιο ανησυχητικό κι από την υποτονικότητα των αντιδράσεων είναι η ελαφρότητα κι η αποσπασματικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το θέμα αυτοί που θα έπρεπε να έχουν ήδη ανησυχήσει.

Τα όσα διαδραματίστηκαν στη Λέσβο πριν από μερικές μέρες, όπου μια μηχανοκίνητη συμμορία επί 48 ώρες έδερνε πρόσφυγες, μέλη ΜΚΟ κι αλληλέγγυους, έκαιγε ακατοίκητα κτήρια κι έσπαγε αυτοκίνητα, με την ανοιχτή υποστήριξη Περιφερειάρχη, Δημάρχου και Αστυνομίας, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την πλήρη υποστήριξη της συντριπτικής πλειονότητας ντόπιων κι εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ, τα οποία παρουσίαζαν τους συμμορίτες ως «αγανακτισμένους πολίτες», δεν είναι απλώς αναβίωση ενός μακρινού παρελθόντος: είναι πρωτίστως εικόνα ενός πολύ προσεχούς μέλλοντος.
Όταν τον Αύγουστο του 2018 ο Μάκης Βορίδης δήλωνε ότι «Ο Κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές», ουδείς το θεώρησε άξιο σχολιασμού.
Εντούτοις η δήλωση αυτή συμπύκνωνε  σε μια φράση το πολιτικό πρόγραμμα της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Ένα πρόγραμμα που ήδη από την πρώτη μέρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει τεθεί σε εφαρμογή και τα πρώτα του αποτελέσματα φάνηκαν με την εισβολή της Αστυνομίας στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ και τον ανηλεή ξυλοδαρμό και σύλληψη των μελών της, επειδή «είχαν το θράσος» να ρωτήσουν ευγενικά «τα όργανα της Τάξεως» αν διαθέτουν το απαραίτητο για κάθε στοιχειωδώς δημοκρατική χώρα εισαγγελικό ένταλμα.
Το θεσμικό οπλοστάσιο
Πριν καλά-καλά συμπληρώσουν ένα μήνα στη διακυβέρνηση με μια εκπρόθεσμη τροπολογία σε ένα άσχετο νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταφορών, εισήγαγε τη συγκρότηση κλιμακίων της ΕΥΠ σε φορείς του Δημοσίου με απόρρητο περιεχόμενο αρμοδιοτήτων. Η ίδια τροπολογία καταργούσε την υποχρέωση του διοικητή της ΕΥΠ να έχει πτυχίο από αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο.
Και βεβαίως, το συνδικαλιστικό όργανο των Δημοσίων Υπαλλήλων, η ΑΔΕΔΥ, οι ανακοινώσεις της οποίας στα προηγούμενα χρόνια θύμιζαν ως προς τη φρασεολογία τους δελτία τύπου οργάνωσης της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς η οποία φλερτάρει -φραστικά τουλάχιστον- με την ένοπλη πάλη, δε βρήκε ούτε μια λέξη για να καταδικάσει αυτό το τερατούργημα.
Είναι προφανές ότι με τη διάταξη αυτή οργανώνεται πρωτίστως ο χαφιεδισμός σε κάθε δημόσια υπηρεσία και δρομολογούνται κάθε λογής διώξεις όσων δημοσίων λειτουργών δεν συμμορφώνονται «προς τα υποδείξεις».
Ακολούθησε η εισαγωγή σειράς διατάξεων στον Ποινικό Κώδικα που, αναλόγως των κοινωνικών εντάσεων στα επόμενα χρόνια, θα χρησιμοποιηθούν για τη φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, συνδικαλιστών, ακτιβιστών κάθε λογής. Ενδεικτικά:
1. Προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως τρία έτη σε όποιον «δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη».
Η οποιαδήποτε έκκληση σε αντίσταση στα έργα του Κρατικού Μηχανισμού μπορεί να μετατραπεί -και είναι προφανές ότι αυτός είναι ο σκοπός της κυβέρνησης διότι αλλιώς δε θα εισήγαγε τέτοια διάταξη- σε «διέγερση διάπραξης τρομοκρατικής ενέργειας».
2. Με την ίδια ποινή φυλάκισης (έως τρία έτη) τιμωρείται όποιος πραγματοποιεί ταξίδια «με σκοπό να τελέσει ή να συμβάλει στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, να συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτές της ομάδας ή με σκοπό να προσφέρει ή να παρακολουθήσει εκπαίδευση για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων».
Είναι και πάλι προφανές ότι πίσω από τον αόριστο όρο «τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος» οποιαδήποτε μετακίνηση έξω από τον τόπο κατοικίας ενός πολίτη μη αρεστού στην Κυβέρνηση τιμωρείται με τριετή φυλάκιση. Είναι δε ενδεικτικό ότι δεν προσδιορίζεται καν όρος «ταξίδι».
3. Με φυλάκιση έως τρία (3) έτη θα τιμωρείται όποιος παράνομα εισέρχεται και παραμένει σε δημόσια κτήρια (νοσοκομεία, πρεσβείες, δικαστήρια, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας ΔΕΗ κ.ά.) και «προκαλεί έτσι διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας».
Η επόμενη επικίνδυνη διάταξη ήταν η πρόβλεψη απόρρητων κονδυλίων για λογαριασμό της υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας. Είναι προφανές ότι τα εν λόγω κονδύλια είναι παντελώς άχρηστα για την Πολιτική Προστασία, σκοπός της οποίας είναι η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, είναι όμως εξόχως χρήσιμα για να εισπράττουν το κάτι τις τους οι κάθε λογής χαφιέδες.
Το θεσμικό πλαίσιο συμπληρώθηκε με δυο ταυτόσημες διατάξεις από τις οποίες η μεν πρώτη, που αφορούσε στη συγκρότηση υποχρεωτικού ηλεκτρονικού μητρώου όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων,  πέρασε εντελώς απαρατήρητη -με την εξαίρεση κάποιων χλιαρών διαμαρτυριών για την τιμή των όπλων από πλευράς ΚΚΕ- η δε δεύτερη, που αφορούσε στο φακέλωμα όλων των μελών, των εργαζομένων και των εξωτερικών συνεργατών των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην προσφυγική κρίση, προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις μονάχα του Γιώργου Καμίνη στη Βουλή.
Αστυνομοκρατία
Οι παρεμβάσεις αυτές σε θεσμικό επίπεδο συμπληρώνονται από μια πρωτόγνωρη κι απροσχημάτιστη αστυνομική βία, που την έχουν σημαδέψει οι παράνομες προσαγωγές ανηλίκων επειδή έβλεπαν «ακατάλληλη ταινία»,  η εισβολή της αστυνομίας σε κατοικίες χωρίς ένταλμα έρευνας, ο ξυλοδαρμός των κατοίκων τους όταν αυτοί επιμένουν να δουν το ένταλμα και η σύλληψή τους με ανυπόστατες κατηγορίες -βλέπε εισβολή στην κατοικία της οικογένειας Ινδαρέ-, οι ξυλοδαρμοί νέων στους δρόμους γιατί έχουν μακριά μαλλιά ή φοράνε περίεργα» ρούχα, οι βιαιοπραγίες και οι απειλές κατά δημοσιογράφων.
Όλα αυτά με τα ΜΜΕ να επαινούν το «έργο» της Αστυνομίας και τα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων άφωνα απέναντι στη συστηματική διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Η επιστροφή του Παρακράτους
Το σκηνικό της εκτροπής ολοκληρώνει η επανεμφάνιση των ταγμάτων εφόδου της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, αυτή τη φορά όμως ως επικουρικές δυνάμεις της Αστυνομίας και των εκπροσώπων του Κράτους.
Το φαινόμενο αυτό είδαμε τις προηγούμενες ημέρες στη Λέσβο. Με αφορμή μια ειρηνική διαδήλωση μερικών εκατοντάδων Αφγανών προσφύγων, μηχανοκίνητες ομάδες Χρυσαυγτών, περιβεβλημένοι με το μανδύα του «αγανακτισμένου πολίτη», έδερναν - και συνεχίζουν το έργο τους- με την ανοχή του Περιφερειάρχη, του Δημάρχου Μυτιλήνης και της Αστυνομίας πρόσφυγες και μέλη του προσωπικού των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στη Λέσβο, έκαιγαν ακατοίκητα οικήματα και ισχυρίζονταν ότι τα έκαψαν οι πρόσφυγες, κατέστρεφαν οχήματα των ΜΚΟ.
Το έργο αυτό θα το ξαναδούμε σε κάθε μορφή κινητοποίησης. Οι «αγανακτισμένοι πολίτες» θα λειτουργούν, όχι πλέον ως τάγματα εφόδου της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, αλλά ως ειδικός μηχανισμός καταστολής επιφορτισμένος με τη «βρώμικη δουλειά».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η οργανωμένη προσπάθεια να βγει λάδι η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ και η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη της εν λόγω τρομοκρατικής οργάνωσης μόνο τυχαία δεν ήταν.
Αφασία και απουσία δημοκρατικών αντανακλαστικών
Η ελληνική Δημοκρατία στα χρόνια που υπήρξε (1974-2011) ήταν κουτσή, διακρίνονταν από απουσία πολιτικού διαλόγου κι αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά, με εξαίρεση βεβαίως τις εκλογές. Εσχάτως κι οι εκλογές, αυτή η ελάχιστη δημοκρατική έκφραση, αφήνουν όλο και περισσότερο αδιάφορους τους πολίτες. Σε αυτή την αδιαφορία ποντάρει άλλωστε η κυβέρνηση για να δρομολογήσει το πέρασμα από την κουτσή Δημοκρατία στην ανελευθερία.
Πιότερο όμως κι από τις διαθέσεις της κυβέρνησης τρομάζει η αφασία με την οποία αντιμετωπίζουν την κατάσταση αυτοί που θα έπρεπε να βρίσκονται στα κάγκελα.
Υποτονικές κι αποσπασματικές αντιδράσεις, που περιορίζονται αυστηρά στους τέσσερις τοίχους της Βουλής, για την αστυνομική τρομοκρατία, τις θεσμικές εκτροπές, και τη δράση των «αγανακτισμένων πολιτών», κι αδυναμία κατανόησης της σωρευτικής σημασίας όλων αυτών διακρίνουν τόσο το ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΜΕΡΑ25, τις σημαντικότερες πολιτικές εκφράσεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
Κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο και από τα πιο εφιαλτικά κυβερνητικά σχέδια.

Γιάννης Χρυσοβέργης