Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Η αναμενόμενη απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει το Μουσείο της Αγίας Σοφίας σε τέμενος προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων στην Ελλάδα. 
Αμήχανες κάποιες από αυτές, οργισμένες οι πιο πολλές, όλες όμως εκτός τόπου και χρόνου κι όλες ενδεικτικές του ότι η ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας καθορίζεται από ένα κουβάρι μεταφυσικών φόβων και κρίσεων μεγαλείου.

Οι αντιδράσεις της ελληνικής Κυβέρνησης, των κομμάτων, των «επαϊόντων» γύρω από την Τουρκία, των ΜΜΕ, όλων όσοι διαμορφώνουν την ελληνική εξωτερική πολιτική τέλος πάντων, στην απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τέμενος θα έπρεπε να διέπονται από την απάντηση σε ένα απλό ερώτημα: «Ποια συμφέροντα του ελληνικού Κράτους επηρεάζει και σε τι βαθμό το αν θα είναι μουσείο ή τέμενος η Αγία Σοφία;»
Η μόνη ειλικρινής απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι κανένα συμφέρον δεν θίγεται ούτε στο ελάχιστο. Προς τι λοιπόν η τόση φασαρία από κυβέρνηση κι αντιπολίτευση;
Οι μύθοι της ελληνικής κοινωνίας για την Τουρκία
Για να κατανοήσει κανείς τον παραλογισμό αυτό θα χρειαστεί να κάνει μια αναδρομή της επανάστασης του 1821, της γέννησης του ελληνικού Κράτους, του τρόπου επέκτασής του σε βάρος της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ρόλου των τρίτων δυνάμεων σε αυτή τη διαδικασία. 
Ο προσεκτικός αναγνώστης της Ιστορίας του ελληνικού Κράτους -οποιασδήποτε άλλης πλην των σχολικών εγχειριδίων, ακόμα και αυτής του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου- θα διαπιστώσει ότι ιδρύθηκε ενώ η επανάσταση του 1821 έπνεε τα λοίσθια, με απόφαση των τριών μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), προτεκτοράτο των οποίων υπήρξε ως το 1862.
Θα διαπιστώσει επίσης ότι η επέκτασή του σε βάρος της οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως το 1912,  οφείλονταν πάντα σε αποφάσεις των τριών ευρωπαϊκών δυνάμεων και όχι σε δικές του πολιτικές. Αντιθέτως, τη μία και μοναδική φορά που το Βασίλειο της Ελλάδος αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην οθωμανική Αυτοκρατορία (1897) παρά λίγο να εξαφανιστεί από προσώπου γης αν δεν παρενέβαιναν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. 
Απόρροια όλων αυτών είναι ένας παράλογος φόβος της Τουρκίας, την οποία οι πάντες, από τον απλό πολίτη μέχρι τους εκάστοτε κυβερνήτες αυτής της χώρας αντιμετωπίζουν με αδικαιολόγητο δέος, το οποίο ενισχύθηκε περισσότερο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το χαμένο πόλεμο του 1974.
Αντιστοίχως, η  μοναδική φορά που το ελληνικό Κράτος εκμεταλλεύθηκε τη βαθιά εσωτερική -οικονομική, πολιτική, και κοινωνική- κρίση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κάνοντας τις «σωστές» συμμαχίες βρέθηκε με την πλευρά των νικητών (1912-1918) δημιούργησε ένα  εξ ίσου αδικαιολόγητο αίσθημα αλαζονείας.
Το ψηφιδωτό των παραλογισμών και των μύθων συμπληρώνεται από αυτόν που θέλει το Αιγαίο να είναι ελληνική θάλασσα, απλά και μόνο επειδή τα κατοικούμενα νησιά του κατοικούνται από Έλληνες, μια πεποίθηση την οποία ούτε το διεθνές δίκαιο συμμερίζεται, ούτε βεβαίως τα λοιπά ενδιαφερόμενα Κράτη (Τουρκία, Ρωσία, ΗΠΑ).
Αυτός ο συνδυασμός δέους αλαζονείας και παραμυθιάσματος, αποτελούν πλέον κομμάτι του γενετικού κώδικα αυτής της κοινωνίας και την οδηγούν σε μια παραμορφωτική εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η ελληνική επιθετικότητα έναντι της Τουρκίας
Σε μια εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ, στις αρχές Μαρτίου, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης τόλμησε να πει ότι εξ ίσου μαξιμαλιστικές σχέσεις με την Τουρκία έχει και η Ελλάδα. 
Ανέφερε δε δυο παραδείγματα: την ελληνική αξίωση για εναέριο χώρο μεγαλύτερο της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας -που πουθενά στον κόσμο δεν ισχύει- και την ελληνική ερμηνεία του διεθνούς θαλασσίου Δικαίου, βάσει της οποίας η Τουρκία δεν δικαιούται ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο.
Η διατύπωση της άποψης αυτής ήταν αρκετή για να του κολλήσει τη ρετσινιά του «προδότη» ή του «μειοδότη». Και φυσικά, στις εναντίον του επιθέσεις πρωτοστάτησαν, εκτός από την επίσημη, πατριδοκάπηλη άκρα δεξιά, και στελέχη της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, και του ΚΙΝΑΛ. Ανάλογες απόψεις επικρατούν δυστυχώς και στην Αριστερά. 
Το ΚΚΕ καταγγέλλει την πατριδοκαπηλία της δεξιάς, την ίδια στιγμή όμως θεωρεί «εθνική μειοδοσία» οποιαδήποτε συζήτηση για από κοινού με την Τουρκία οικονομική εκμετάλλευση του Αιγαίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ομνύει στον ελληνοτουρκικό διάλογο, όμως οι προϋποθέσεις που θέτει γεννούν εύλογα ερωτηματικά για το αν έχει συναίσθηση ότι οδηγούν σε ένα διάλογο κουφών.
Μοναδική πολιτική δύναμη με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που διατηρεί μια πιο ψύχραιμη στάση στα ελληνοτουρκικά είναι προς το παρόν το ΜΕΡΑ25, το οποίο σαφώς αποστασιοποιείται από τις πολιτικές πίεσης προς την Τουρκία που υιοθετούν τα υπόλοιπα κόμματα, δεν έχει όμως μέχρι στιγμής αρθρώσει μια εναλλακτική πρόταση.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός... 
Η σημερινή Τουρκία έχει πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, έχει μια ισχυρή οικονομία, η οποία ναι μεν είναι σε κρίση, όμως η χώρα δεν είναι στο χείλος του γκρεμού. 
Επίσης, στον περίγυρό της εξελίσσονται μια σειρά από κρίσεις, στις οποίες οι παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις είτε δεν ενδιαφέρονται να επέμβουν αποφασιστικά, είτε δεν έχουν πλέον τα μέσα να το πράξουν.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες θεωρεί -και αυτή θα ήταν η θεώρησή της όποια κι αν ήταν η κυβέρνηση της χώρας- ότι μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην περιοχή, ο οποίος θα της προσδώσει τα χαρακτηριστικά της περιφερειακής δύναμης.
Αυτός είναι και ο λόγος που, επίσημα πλέον, αξιώνει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία, μεταξύ πολλών άλλων,  όρισε τα ελληνοτουρκικά σύνορα το 1923.
Για το λόγο αυτό και δεν πρόκειται με τίποτα να αποδεχτεί ως τετελεσμένα τις συμφωνίες της ελληνικές και της κυπριακής κυβέρνησης με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που την θέτουν εκτός του παιγνιδιού της εκμετάλλευσης των όποιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπάρχουν στην ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα και αν χρειαστεί να κάνει πόλεμο.
...και οι μετέωρες φιλοδοξίες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής ελίτ
Από την άλλη η ελληνική και η ελληνοκυπριακή ελίτ δεν κρύβουν τις φιλοδοξίες τους να «κόψουν τα πόδια» της Τουρκίας  αποκλείοντάς την από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου.
Κι επειδή έχουν επίγνωση της στρατιωτικής υπεροχής της Τουρκίας, φρόντισαν να μοιράσουν τα συμβόλαια εξόρυξης σε γαλλικές αμερικανικές και ιταλικές εταιρείες και να προχωρήσουν σε στρατιωτική συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ δυο χώρες οι σχέσεις των οποίων με την Τουρκία είναι τεταμένες, λόγω του ότι έχει μπει σε χωράφια που θεωρούν «δικά τους».
Η μέχρι στιγμής πρόοδος των συνεργασιών αυτών δεν έχει καταλήξει σε κάτι χειροπιαστό. Πολύ περισσότερο που, στην επίδικη ζώνη, δεν διακυβεύονται μείζονα οικονομικά ή γεωπολιτικά συμφέροντα, ούτε της μιας, ούτε της άλλης.
Και φυσικά, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε το ΝΑΤΟ, παρά τη δυσφορία τους για τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας, δεν πρόκειται να κινηθούν εναντίον της Τουρκίας. Ουδείς επιθυμεί να χάσει η Ατλαντική Συμμαχία τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό της, ο οποίος επιπροσθέτως βρίσκεται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Ενδεικτική επ' αυτού είναι και η δήλωση, ριν μερικούς μήνες, του τ. πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Νίκλας Μπερνς: «αν γίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος η Ελλάδα θα είναι μόνη της»
Ο «αναπόφευκτος» πόλεμος;
Είναι βέβαιο ότι ουδείς, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία, επιθυμεί έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Κι αν ξεσπάσει  θα οφείλεται σε ατύχημα.
Όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που, στην Ελλάδα τουλάχιστον, βαυκαλίζονται πως ένας τέτοιος πόλεμος δε θα είναι παραπάνω από ένα θερμό επεισόδιο, το οποίο θα επιτρέψει στις δυο πλευρές να προχωρήσουν  σε αυτό το οποίο ισχυρίζονται ότι αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας: μια εφ' όλης της ύλης ουσιαστική διαπραγμάτευση.
Εντούτοις, προϋπόθεση για να λήξουν όλα με ένα θερμό επεισόδιο είναι να υπάρχουν τρίτες δυνάμεις, με ισχύ και κύρος, που θα επιβάλουν λήξη των εχθροπραξιών (όπως στην περίπτωση των Ιμίων όταν οι ΗΠΑ δεν επέτρεψαν καν την έναρξή τους). 
Όμως οι ΗΠΑ  δεν διαθέτουν τέτοιο κύρος και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανίκανη να επωμισθεί ένα τέτοιο ρόλο. Η δε Ρωσία, μόνο όφελος μπορεί να έχει από ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς μεταξύ δυο μελών του ΝΑΤΟ.
Η ελληνική κοινωνία ενώπιον αποφάσεων
Ένας άλλος παράγοντας που συνηγορεί στο ότι ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δύσκολα θα περιοριστεί σε ένα θερμό επεισόδιο είναι ο συσχετισμός δυνάμεων.
Εφ' όσον σε ένα τέτοιο επεισόδιο κερδίσει πλεονέκτημα η Τουρκία, αν αυτό δεν είναι συντριπτικό, η Ελλάδα εύκολα θα εξαναγκαστεί  να συρθεί σε δυσμενείς γι' αυτήν διαπραγματεύσεις.
Αντιθέτως, αν η Ελλάδα κερδίσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο να συρθεί σε διαπραγματεύσεις. Έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό, πολυαριθμότερο στρατό, άρα μεγαλύτερες αντοχές  σε ένα μακράς διαρκείας πόλεμο φθοράς.
Οπότε το δίλημμα που τίθεται για την ελληνική κοινωνία είναι απλό και φριχτό: Είναι έτοιμη να θυσιάσει έως και το ένα τρίτο της νεολαίας της σε ένα πόλεμο μακράς διαρκείας, ο οποίος το μόνο που εξασφαλίζει εκ των προτέρων είναι την οικονομική καταστροφή;
Αν όχι, πρέπει να ξεχάσει τα «παραμύθια της γιαγιάς» και να συζητήσει τι είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί με την Τουρκία και τι όχι. 

Γιάννης Χρυσοβέργης