Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Η αναμενόμενη απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει το Μουσείο της Αγίας Σοφίας σε τέμενος προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων στην Ελλάδα. 
Αμήχανες κάποιες από αυτές, οργισμένες οι πιο πολλές, όλες όμως εκτός τόπου και χρόνου κι όλες ενδεικτικές του ότι η ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας καθορίζεται από ένα κουβάρι μεταφυσικών φόβων και κρίσεων μεγαλείου.

Οι αντιδράσεις της ελληνικής Κυβέρνησης, των κομμάτων, των «επαϊόντων» γύρω από την Τουρκία, των ΜΜΕ, όλων όσοι διαμορφώνουν την ελληνική εξωτερική πολιτική τέλος πάντων, στην απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τέμενος θα έπρεπε να διέπονται από την απάντηση σε ένα απλό ερώτημα: «Ποια συμφέροντα του ελληνικού Κράτους επηρεάζει και σε τι βαθμό το αν θα είναι μουσείο ή τέμενος η Αγία Σοφία;»
Η μόνη ειλικρινής απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι κανένα συμφέρον δεν θίγεται ούτε στο ελάχιστο. Προς τι λοιπόν η τόση φασαρία από κυβέρνηση κι αντιπολίτευση;
Οι μύθοι της ελληνικής κοινωνίας για την Τουρκία
Για να κατανοήσει κανείς τον παραλογισμό αυτό θα χρειαστεί να κάνει μια αναδρομή της επανάστασης του 1821, της γέννησης του ελληνικού Κράτους, του τρόπου επέκτασής του σε βάρος της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ρόλου των τρίτων δυνάμεων σε αυτή τη διαδικασία. 
Ο προσεκτικός αναγνώστης της Ιστορίας του ελληνικού Κράτους -οποιασδήποτε άλλης πλην των σχολικών εγχειριδίων, ακόμα και αυτής του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου- θα διαπιστώσει ότι ιδρύθηκε ενώ η επανάσταση του 1821 έπνεε τα λοίσθια, με απόφαση των τριών μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), προτεκτοράτο των οποίων υπήρξε ως το 1862.
Θα διαπιστώσει επίσης ότι η επέκτασή του σε βάρος της οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως το 1912,  οφείλονταν πάντα σε αποφάσεις των τριών ευρωπαϊκών δυνάμεων και όχι σε δικές του πολιτικές. Αντιθέτως, τη μία και μοναδική φορά που το Βασίλειο της Ελλάδος αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην οθωμανική Αυτοκρατορία (1897) παρά λίγο να εξαφανιστεί από προσώπου γης αν δεν παρενέβαιναν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. 
Απόρροια όλων αυτών είναι ένας παράλογος φόβος της Τουρκίας, την οποία οι πάντες, από τον απλό πολίτη μέχρι τους εκάστοτε κυβερνήτες αυτής της χώρας αντιμετωπίζουν με αδικαιολόγητο δέος, το οποίο ενισχύθηκε περισσότερο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το χαμένο πόλεμο του 1974.
Αντιστοίχως, η  μοναδική φορά που το ελληνικό Κράτος εκμεταλλεύθηκε τη βαθιά εσωτερική -οικονομική, πολιτική, και κοινωνική- κρίση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κάνοντας τις «σωστές» συμμαχίες βρέθηκε με την πλευρά των νικητών (1912-1918) δημιούργησε ένα  εξ ίσου αδικαιολόγητο αίσθημα αλαζονείας.
Το ψηφιδωτό των παραλογισμών και των μύθων συμπληρώνεται από αυτόν που θέλει το Αιγαίο να είναι ελληνική θάλασσα, απλά και μόνο επειδή τα κατοικούμενα νησιά του κατοικούνται από Έλληνες, μια πεποίθηση την οποία ούτε το διεθνές δίκαιο συμμερίζεται, ούτε βεβαίως τα λοιπά ενδιαφερόμενα Κράτη (Τουρκία, Ρωσία, ΗΠΑ).
Αυτός ο συνδυασμός δέους αλαζονείας και παραμυθιάσματος, αποτελούν πλέον κομμάτι του γενετικού κώδικα αυτής της κοινωνίας και την οδηγούν σε μια παραμορφωτική εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η ελληνική επιθετικότητα έναντι της Τουρκίας
Σε μια εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ, στις αρχές Μαρτίου, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης τόλμησε να πει ότι εξ ίσου μαξιμαλιστικές σχέσεις με την Τουρκία έχει και η Ελλάδα. 
Ανέφερε δε δυο παραδείγματα: την ελληνική αξίωση για εναέριο χώρο μεγαλύτερο της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας -που πουθενά στον κόσμο δεν ισχύει- και την ελληνική ερμηνεία του διεθνούς θαλασσίου Δικαίου, βάσει της οποίας η Τουρκία δεν δικαιούται ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο.
Η διατύπωση της άποψης αυτής ήταν αρκετή για να του κολλήσει τη ρετσινιά του «προδότη» ή του «μειοδότη». Και φυσικά, στις εναντίον του επιθέσεις πρωτοστάτησαν, εκτός από την επίσημη, πατριδοκάπηλη άκρα δεξιά, και στελέχη της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, και του ΚΙΝΑΛ. Ανάλογες απόψεις επικρατούν δυστυχώς και στην Αριστερά. 
Το ΚΚΕ καταγγέλλει την πατριδοκαπηλία της δεξιάς, την ίδια στιγμή όμως θεωρεί «εθνική μειοδοσία» οποιαδήποτε συζήτηση για από κοινού με την Τουρκία οικονομική εκμετάλλευση του Αιγαίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ομνύει στον ελληνοτουρκικό διάλογο, όμως οι προϋποθέσεις που θέτει γεννούν εύλογα ερωτηματικά για το αν έχει συναίσθηση ότι οδηγούν σε ένα διάλογο κουφών.
Μοναδική πολιτική δύναμη με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που διατηρεί μια πιο ψύχραιμη στάση στα ελληνοτουρκικά είναι προς το παρόν το ΜΕΡΑ25, το οποίο σαφώς αποστασιοποιείται από τις πολιτικές πίεσης προς την Τουρκία που υιοθετούν τα υπόλοιπα κόμματα, δεν έχει όμως μέχρι στιγμής αρθρώσει μια εναλλακτική πρόταση.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός... 
Η σημερινή Τουρκία έχει πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, έχει μια ισχυρή οικονομία, η οποία ναι μεν είναι σε κρίση, όμως η χώρα δεν είναι στο χείλος του γκρεμού. 
Επίσης, στον περίγυρό της εξελίσσονται μια σειρά από κρίσεις, στις οποίες οι παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις είτε δεν ενδιαφέρονται να επέμβουν αποφασιστικά, είτε δεν έχουν πλέον τα μέσα να το πράξουν.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες θεωρεί -και αυτή θα ήταν η θεώρησή της όποια κι αν ήταν η κυβέρνηση της χώρας- ότι μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην περιοχή, ο οποίος θα της προσδώσει τα χαρακτηριστικά της περιφερειακής δύναμης.
Αυτός είναι και ο λόγος που, επίσημα πλέον, αξιώνει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία, μεταξύ πολλών άλλων,  όρισε τα ελληνοτουρκικά σύνορα το 1923.
Για το λόγο αυτό και δεν πρόκειται με τίποτα να αποδεχτεί ως τετελεσμένα τις συμφωνίες της ελληνικές και της κυπριακής κυβέρνησης με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που την θέτουν εκτός του παιγνιδιού της εκμετάλλευσης των όποιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπάρχουν στην ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα και αν χρειαστεί να κάνει πόλεμο.
...και οι μετέωρες φιλοδοξίες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής ελίτ
Από την άλλη η ελληνική και η ελληνοκυπριακή ελίτ δεν κρύβουν τις φιλοδοξίες τους να «κόψουν τα πόδια» της Τουρκίας  αποκλείοντάς την από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου.
Κι επειδή έχουν επίγνωση της στρατιωτικής υπεροχής της Τουρκίας, φρόντισαν να μοιράσουν τα συμβόλαια εξόρυξης σε γαλλικές αμερικανικές και ιταλικές εταιρείες και να προχωρήσουν σε στρατιωτική συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ δυο χώρες οι σχέσεις των οποίων με την Τουρκία είναι τεταμένες, λόγω του ότι έχει μπει σε χωράφια που θεωρούν «δικά τους».
Η μέχρι στιγμής πρόοδος των συνεργασιών αυτών δεν έχει καταλήξει σε κάτι χειροπιαστό. Πολύ περισσότερο που, στην επίδικη ζώνη, δεν διακυβεύονται μείζονα οικονομικά ή γεωπολιτικά συμφέροντα, ούτε της μιας, ούτε της άλλης.
Και φυσικά, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε το ΝΑΤΟ, παρά τη δυσφορία τους για τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας, δεν πρόκειται να κινηθούν εναντίον της Τουρκίας. Ουδείς επιθυμεί να χάσει η Ατλαντική Συμμαχία τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό της, ο οποίος επιπροσθέτως βρίσκεται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Ενδεικτική επ' αυτού είναι και η δήλωση, ριν μερικούς μήνες, του τ. πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Νίκλας Μπερνς: «αν γίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος η Ελλάδα θα είναι μόνη της»
Ο «αναπόφευκτος» πόλεμος;
Είναι βέβαιο ότι ουδείς, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία, επιθυμεί έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Κι αν ξεσπάσει  θα οφείλεται σε ατύχημα.
Όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που, στην Ελλάδα τουλάχιστον, βαυκαλίζονται πως ένας τέτοιος πόλεμος δε θα είναι παραπάνω από ένα θερμό επεισόδιο, το οποίο θα επιτρέψει στις δυο πλευρές να προχωρήσουν  σε αυτό το οποίο ισχυρίζονται ότι αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας: μια εφ' όλης της ύλης ουσιαστική διαπραγμάτευση.
Εντούτοις, προϋπόθεση για να λήξουν όλα με ένα θερμό επεισόδιο είναι να υπάρχουν τρίτες δυνάμεις, με ισχύ και κύρος, που θα επιβάλουν λήξη των εχθροπραξιών (όπως στην περίπτωση των Ιμίων όταν οι ΗΠΑ δεν επέτρεψαν καν την έναρξή τους). 
Όμως οι ΗΠΑ  δεν διαθέτουν τέτοιο κύρος και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανίκανη να επωμισθεί ένα τέτοιο ρόλο. Η δε Ρωσία, μόνο όφελος μπορεί να έχει από ένα μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς μεταξύ δυο μελών του ΝΑΤΟ.
Η ελληνική κοινωνία ενώπιον αποφάσεων
Ένας άλλος παράγοντας που συνηγορεί στο ότι ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δύσκολα θα περιοριστεί σε ένα θερμό επεισόδιο είναι ο συσχετισμός δυνάμεων.
Εφ' όσον σε ένα τέτοιο επεισόδιο κερδίσει πλεονέκτημα η Τουρκία, αν αυτό δεν είναι συντριπτικό, η Ελλάδα εύκολα θα εξαναγκαστεί  να συρθεί σε δυσμενείς γι' αυτήν διαπραγματεύσεις.
Αντιθέτως, αν η Ελλάδα κερδίσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο να συρθεί σε διαπραγματεύσεις. Έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό, πολυαριθμότερο στρατό, άρα μεγαλύτερες αντοχές  σε ένα μακράς διαρκείας πόλεμο φθοράς.
Οπότε το δίλημμα που τίθεται για την ελληνική κοινωνία είναι απλό και φριχτό: Είναι έτοιμη να θυσιάσει έως και το ένα τρίτο της νεολαίας της σε ένα πόλεμο μακράς διαρκείας, ο οποίος το μόνο που εξασφαλίζει εκ των προτέρων είναι την οικονομική καταστροφή;
Αν όχι, πρέπει να ξεχάσει τα «παραμύθια της γιαγιάς» και να συζητήσει τι είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί με την Τουρκία και τι όχι. 

Γιάννης Χρυσοβέργης







Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΑΚΗΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σε οποιαδήποτε δημοκρατική χώρα ο Βασίλης Δημάκης θα ήταν παράδειγμα επιτυχίας του σωφρονιστικού συστήματος και αντικείμενο μελέτης με σκοπό τον πολλαπλασιασμό τέτοιων επιτυχιών.
Στην Ελλάδα με την κυβέρνηση ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και πολιτικό πρόγραμμα ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ ο Βασίλης Δημάκης είναι επικίνδυνος και πρέπει να εξοντωθεί για να μην επαναληφθεί ως περιστατικό.
Σε αυτό το γαϊτανάκι ασεβειών προς τους κανόνες του Κράτους Δικαίου ο Βασίλης Δημάκης είναι ο αδύναμος κρίκος. Γι αυτό και η προστασία του είναι υποχρέωση όλων μας. Αν τον νικήσουν θα είναι μια βαριά ήττα για το Κράτος Δικαίου.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ήδη ανακοινωθεί ότι ο Βασίλης Δημάκης επιστρέφει, μετά από τρεις απεργίες πείνας και δίψας σε ένα μήνα, στις ανδρικές φυλακές του Κορυδαλλού, από τις οποίες είχε παράτυπα -πιθανότατα και παράνομα- μεταχθεί, νύχτα,  εν μέσω καραντίνας στις φυλακές Γρεβενών, με προσωπική αναιτιολόγητη απόφαση της γενικής γραμματέως Αντιεγκληματικής Πολιτικής Σοφίας Νικολάου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Βασίλης Δημάκης υπήρξε ληστής. Είναι 40 χρονών κι έχει περάσει 17 χρόνια στις φυλακές. Και θα περάσει και άλλα, καθ' όσον κάποια στιγμή που βγήκε από τη φυλακή με υπό όρους απόλυση, διέπραξε και τουλάχιστον άλλη μια ληστεία, για τη οποία συνελήφθη. Εκτίει λοιπόν το σύνολο της νέας του ποινής, συν το υπόλοιπο της προηγούμενης, χωρίς να έχει δικαίωμα να επωφεληθεί από κάποιο ευεργετικό μέτρο μείωσης ποινής.
Κατά την απολογία του στην τελευταία του δίκη υποσχέθηκε στους δικαστές ότι «από εδώ και στο εξής θα γίνει άλλος άνθρωπος». 
Κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να τον πιστέψει. Όμως στα επόμενα χρόνια ο Βασίλης Δημάκης, τελείωσε στη φυλακή το Γυμνάσιο και το Λύκειο, έδωσε Πανελλήνιες μπήκε πρώτος στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών κερδίζοντας υποτροφία και, τρία χρόνια μετά, είναι στο τρίτο έτος των σπουδών του πάντα υπότροφος, καθ' όσον στα δυο προηγούμενα έτη πέρασε όλα τα μαθήματα και συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία μεταξύ των συμφοιτητών του.
Σε οποιοδήποτε Κράτος Δικαίου οι σωφρονιστικές αρχές θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον διευκολύνουν να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Στην Ελλάδα έχει βρεθεί στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
Η μεταγωγή του στα Γρεβενά έγινε διότι θεωρήθηκε «υποκινητής στάσης κρατουμένων». Μόνο που η «στάση» συνίστατο στο ότι ήταν ο συντάκτης ενός υπομνήματος που έστειλαν στην κ. Νικολάου πολυάριθμοι κρατούμενοι των φυλακών Κορυδαλλού, με το οποίο ζητούσαν μέτρα αποσυμφόρησης στις φυλακές λόγω κορωνοϊού. 
Η άποψη της κ. Νικολάου περί «στάσης» θα ήταν για γέλια αν δεν ήταν επικίνδυνη, καθώς θεωρεί δεδομένο ότι ένας φυλακισμένος -γιατί όχι ο οποιοσδήποτε πολίτης άλλωστε;- δεν έχει το δικαίωμα να υποβάλει ένα υπόμνημα στη Διοίκηση.
Η μεταγωγή έγινε μεταμεσονύκτιες ώρες, χωρίς να του επιτραπεί να πάρει μαζί του τα ρούχα του και τα προσωπικά του είδη, σε συνθήκες που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και σήμανε τη διακοπή της φοίτησής του στα μαθήματα του εξαμήνου -που γίνονταν εξ αποστάσεως, μέσω υπολογιστή ακριβώς λόγω της καραντίνας.
Όμως για να διορθωθεί η παράτυπη, καθώς δεν είχε προηγηθεί σύγκλιση του Συμβουλίου Μεταγωγών, απόφαση της κ. Νικολάου, χρειάστηκαν 15 μέρες -καραντίνα λόγω κορωνοϊού το βάφτισαν- και πάνω από δέκα μέρες απεργίας πείνας του Βασίλη Δημάκη.
Θεωρητικά η επιστροφή του στον Κορυδαλλό θα όφειλε να σημάνει και την αποκατάσταση της επαφής του με το Πανεπιστήμιο, όμως αυτό δεν συνέβη. Μεταφέρθηκε σε ειδική πτέρυγα των γυναικείων φυλακών, όπου κρατούνται καταδικασμένοι με βάση τις διατάξεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και δεν είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στον υπολογιστή του, ούτε και του επιστράφηκαν τα προσωπικά του αντικείμενα.
Η σημερινή απόφαση του Συμβουλίου Μεταγωγών, καθιστά σαφές ότι θα φύγει από τη συγκεκριμένη πτέρυγα, όχι όμως και ότι θα βρεθεί σε χώρο στον οποίο θα έχει δικαίωμα πρόσβασης στον υπολογιστή για να συνεχίσει τις σπουδές του.
Η κυβέρνηση στο μεταξύ έχει πετύχει ένα στόχο της. Η υγεία του Δημάκη έχει κλονιστεί, ακόμα κι αν έχει θεωρητικά τη δυνατότητα πρόσβασης στον υπολογιστή δε θα μπορέσει να παρακολουθήσει μαθήματα άμεσα. 
Αυτό που μένει από όλη αυτή την υπόθεση είναι η απόλυτη περιφρόνηση μιας ανώτατης κρατικής υπαλλήλου - και πολιτευόμενης με  τη ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ-  προς τους κανόνες του Κράτους Δικαίου, με την πλήρη κάλυψη των πολιτικών προϊσταμένων της.
Είναι η ίδια περιφρόνηση που επιδείχθηκε όταν οι αστυνομικοί εισέβαλαν χωρίς ένταλμα στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ πριν λίγους μήνες και σάπισαν στο ξύλο όλα τα άρρενα μέλη της, όταν αστυνομικοί προσήγαγαν δεκάδες ανηλίκους επειδή έβλεπαν «ακατάλληλη για ανηλίκους» ταινία, για μια υπόθεση που στη χειρότερη περίπτωση θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί διοικητική παράβαση των υπευθύνων των δυο κινηματογράφων, όταν σταματούσαν καταμεσής του δρόμου νέους και τους ξεβράκωναν δημόσια.
Είναι η ίδια περιφρόνηση που επιδείχθηκε πριν λίγες μέρες μέσα στη Βουλή στη διάρκεια μυστικής ψηφοφορίας όταν αυτή διακόπηκε για «να διορθώσει» την ψήφο του ένας βουλευτής.
Σε αυτό το γαϊτανάκι ασεβειών προς τους κανόνες του Κράτους Δικαίου ο Βασίλης Δημάκης είναι ο αδύναμος κρίκος. Είναι ποινικός και όχι πολιτικός κρατούμενος, δεν έχει την προστασία της Μαφίας των φυλακών, ούτε και ισχυρούς οικονομικά προστάτες. Γι αυτό και η προστασία του είναι υποχρέωση όλων μας. Αν τον νικήσουν θα είναι μια βαριά ήττα για το Κράτος Δικαίου.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Η υποβάθμιση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας στο Λύκειο, στο νομοσχέδιο που το υπουργείο Παιδείας έδωσε σε δημόσια διαβούλευση, δικαιώνει το ακροδεξιό σκυλολόι που επί τρία χρόνια απαιτούσε την απόσυρση του εν λόγω μαθήματος, επειδή τάχατες  είναι «κομμουνιστική πλύση εγκεφάλου» στους μαθητές, και πάει το διάλογο για την επιστήμη στους σκοτεινούς χρόνους της Ιεράς Εξέτασης.

Προσωπικά δεν έχω τίποτα ενάντια στο μάθημα των Λατινικών. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο εφόδιο για όσους μαθητές του Λυκείου επιθυμούν να σπουδάσουν νομικά, φιλολογία ή γλωσσολογία. Όπως επίσης πιστεύω ότι τα μαθήματα της Κοινωνιολογίας και της Οικονομίας είναι απαραίτητα για όλους ανεξαίρετα τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπως ακριβώς και τα Μαθηματικά, η Νέα ελληνική γλώσσα, η Φυσική, η Βιολογία, η Χημεία, η Ιστορία και η Γεωγραφία, ανεξαρτήτως του τι θα αποφασίσουν να πράξουν στη ζωή τους μετά την αποφοίτηση από το σχολείο.
Το ποια από αυτά θα πρέπει να εξετάζονται στους διαγωνισμούς για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, θα έπρεπε να καθορίζεται με γνώμονα τη συνάφειά τους με το αντικείμενο των σπουδών που επιθυμεί να ακολουθήσει ο κάθε υποψήφιος φοιτητής.
Αν δεχθούμε την παραπάνω φράση ως αξίωμα, τότε για τους υποψήφιους των ανθρωπιστικών σπουδών έχει νόημα να εξετάζονται τόσο στην κοινωνιολογία όσο και στα λατινικά και, σε κάθε περίπτωση, το αν δε θα εξετάζονταν στο ένα από τα δυο θα μπορούσε να είναι συνάρτηση του κλάδου των ανθρωπιστικών σπουδών που προτιμούν.

Η δαιμονοποίηση της Κοινωνιολογίας
Εντούτοις στη χώρα μας η εισαγωγή του μαθήματος της Κοινωνιολογίας στην εκπαίδευση αντιμετωπίστηκε εξ αρχής με εχθρότητα από τους συντηρητικούς κύκλους και, τα τελευταία χρόνια, έχει βρεθεί στο στόχαστρο της ακροδεξιάς, ως «κομμουνιστική επιστήμη».
Θα μπορούσε κανείς να κατανοήσει μια πολιτική κριτική από μέρους μερίδας πολιτών στο περιεχόμενο του σχετικού σχολικού εγχειριδίου. Όμως ο χαρακτηρισμός και μόνο μιας ολόκληρης επιστήμης -όχι του του Α  ή του Β επιστήμονα- ως «κομμουνιστικής» συνιστά την επιτομή της φαιδρότητας, και παραπέμπει στη σκοτεινή εποχή που η Ιερά Εξέταση αποφάσιζε τι είναι επιστήμη και τι μαγεία.
Ακόμα και στις πιο μαύρες μέρες για την επιστήμη στον 20ο αιώνα, όταν οι Ναζί -κι αργότερα η στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής (1976-1983)- έκαιγαν δημόσια τα μη αρεστά σε αυτούς βιβλία, στο στόχαστρο βρίσκονταν συγκεκριμένοι συγγραφείς, όχι επιστήμες ολόκληρες.
Οι φιλιππικοί του ακροδεξιού σκυλολογιού κατά της Κοινωνιολογίας θα ήταν χωρίς αμφιβολία  ανάξιοι σχολιασμού αν στην τελευταία πενταετία δεν τις είχε εγκολπωθεί επίσημα η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Επιφανείς εκφραστές αυτής της σκοταδιστικής αντίληψης είναι ο αντιπρόεδρος της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Άδωνις Γεωργιάδης κι ο βουλευτής του κόμματος και, μέχρι πρότινος, στέλεχος του ΣΚΑΪ, Κωνσταντίνος Μπογδάνος.
Η διάταξη στο επίμαχο νομοσχέδιο με την οποία η Κοινωνιολογία παύει να είναι εξεταζόμενο μάθημα στις Πανελλαδικές εξετάσεις και αντικαθίσταται χωρίς καμία αιτιολόγηση από τα Λατινικά αποτελεί ικανοποίηση της πιο σκοταδιστικής δημαγωγίας που έχει δει η Ευρώπη από την εποχή του κυνηγιού των αιρετικών.

Μετά η σειρά της Φυσικής και της Βιολογίας;
Ποιο μάθημα έχει σειρά μετά άραγε; Διότι με την ίδια λογική που χαρακτηρίσθηκε η Κοινωνιολογία «κομμουνιστική επιστήμη», μπορεί να τύχουν του ίδιου χαρακτηρισμού και η Βιολογία και η Φυσική, καθ' όσον οι απόψεις της πρώτης για την εξέλιξη των ειδών και της δεύτερης για τη δημιουργία του σύμπαντος συγκρούονται με τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης.
Για το λόγο αυτό άλλωστε τόσο η μια όσο και η άλλη έχουν βρεθεί εδώ και δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες στο στόχαστρο του νεοσυντηρητισμού, που αποτελεί, τα τελευταία οκτώ χρόνια, την επίσημη ιδεολογία της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
Η οποία στην προσπάθειά της να ενσωματώσει στέρεα στην εκλογική της πελατεία την εγχώρια ακροδεξιά, δε διστάζει να υιοθετεί τις πιο ακραίες απόψεις των ακροδεξιών κύκλων.
Κι αν η στοχοποίηση της Βιολογίας και της Φυσικής φαντάζει ακραία σε πολλούς, καλό είναι να θυμόμαστε ότι στις μισές σχεδόν Πολιτείες των ΗΠΑ, η Γένεση διδάσκεται στο πλαίσιο του μαθήματος της Βιολογίας, τόσο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όσο και σε πολλά πανεπιστήμια.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ;

Ακόμα μια επέτειος λοιπόν; Ακόμα μια ευκαιρία για δεκάρικους υπέρ της Δημοκρατίας; Ακόμα μια ευκαιρία για βαθυστόχαστες -εντός κι εκτός εισαγωγικών- αναλύσεις, πολιτικές ομαφλοσκοπήσεις κι ιστορικές διερευνήσεις;
Ίσως κάποια απ' όλα τα παραπάνω να είναι χρήσιμα, όμως τίποτα απ' αυτά δεν έχω την πρόθεση να κάμω.
Είναι που η αποφράδα αυτή επέτειος μου φέρνει μνήμες έντονες, κι είναι που η φαιά πανούκλα του φασισμού απλώνεται και πάλι στην Ευρώπη.
Κι είναι που, για άλλη μια φορά, θέλω ν' αποτίσω φόρο τιμής στους λίγους που αντιστάθηκαν.



Ετοιμαζόμουν να φύγω για το σχολείο, μπροστά στον πάγκο του θυρωρού της πολυκατοικίας μας γινόταν έντονη συζήτηση. Βγήκε η μάνα μου κι έμαθε από τις γειτόνισσες ότι είχε γίνει δικτατορία. Λίγο μετά ήρθε στο σπίτι κι ο πατέρας μου, που δεν είχε καταφέρει να πάει στη δουλειά του, ο στρατός είχε αποκλείσει τους δρόμους. Με πήραν κι οι δυο παράμερα και μου είπαν ότι πια δεν πρέπει να μιλάμε πολιτικά στο δρόμο, γιατί θα μας βάλουν φυλακή. Τα τηλέφωνα είχαν κοπεί κι όλοι, συγγενείς και γείτονες, ανησυχούσαν για κάποιο γνωστό τους: είναι καλά; μήπως τους έπιασαν; Τη μέρα εκείνη, λίγες μέρες πριν κλείσω τα οκτώ μου χρόνια, έμαθα να μισώ τους δικτάτορες.
Στα μανάβικα και στα μπακάλικα είχαν σχηματιστεί ατέλειωτες ουρές. Στις γωνιές των δρόμων υπήρχαν στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη, που εμπόδιζαν την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων και δημιουργούσαν ένα απερίγραπτο χάος. Και το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο δημοτικά τραγούδια και πότε-πότε μετέδιδε ένα ακατάληπτο ανακοινωθέν της «Εθνικής Κυβερνήσεως».
Τις επόμενες ημέρες οι κακές ειδήσεις, για γνωστούς και γείτονες που τους είχαν πιάσει και τους είχαν στείλει στη Γυάρο έπεφταν βροχή. «Πιάσανε τον Παπανδρέου», μου είπε μια μέρα ένας φίλος μου δυο χρόνια μικρότερος από εμένα ενώ παίζαμε. «Σουτ, θα πάνε οι γονείς μας φυλακή αν σ' ακούσουν», του απάντησα πριν προλάβει η μάνα του να τον ανακαλέσει στην τάξη.
Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, έπαιζα με φίλους στο σπίτι της γιαγιάς μου στον προσφυγικό συνοικισμό των Κουντουριώτικων. Ξαφνικά μια είδηση κυκλοφόρησε σαν αστραπή: «αποφυλακίζουν τον Ανδρέα Παπανδρέου». Ούτε που το κατάλαβα πώς, παιδιά, νέοι, γέροι, άνδρες και γυναίκες, όσοι βρίσκονταν στο συνοικισμό εκείνη την ώρα τέλος πάντων, τρέξαμε στις φυλακές Αβέρωφ. Θυμάμαι μια ξανθιά γυναίκα στην είσοδο των φυλακών, κι άκουσα τους μεγάλους να λένε πως ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου. Οι χωροφύλακες -υπεύθυνη για την εξωτερική φρούρηση των φυλακών ήταν η Χωροφυλακή κι όχι η Αστυνομία Πόλεων- δεν ήξεραν τι να κάνουν. Περιμέναμε ώρα πολλή, ώσπου βαρεθήκαμε και φύγαμε. Η παρουσία μας μπροστά στις φυλακές καθυστέρησε την απελευθέρωση για μερικές ώρες.
Σιγά-σιγά, άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή μας οι ελληνικές εκπομπές των ξένων ραδιοφωνικών σταθμών: το BBC, το Παρίσι, η Ντώυτσε Βέλλε και, για κάποιους άλλους η Φωνή της Αλήθειας κι η Μόσχα.
Τα βράδια στις παρέες, όταν είχε ρεύσει το κρασί, σε κάποια σπίτια έβαζαν, προσεχτικά για να μην ακούσουν οι γείτονες, δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη. Τα αντικαθεστωτικά ανέκδοτα γυρνούσαν από στόμα σε στόμα. Η Χούντα όμως καλά κρατούσε.
Όχι πως δεν υπήρχαν αντιστασιακές οργανώσεις. Κάθε λίγο και λιγάκι ο ελεγχόμενος τύπος μας ενημέρωνε για την εξάρθρωση κάποιας «κομμουνιστικής οργανώσεως». Πέντε συλλήψεις τη μια, είκοσι την άλλη, δέκα με δεκαπέντε την τρίτη. 
Όμως πλήθη λαού αποθέωναν τους συνταγματάρχες στο Παναθηναϊκό Στάδιο κι οι Πειραιώτες ήταν υπερήφανοι που ο ανεκδιήγητος δήμαρχός τους είχε ντύσει τους οδοκαθαριστές με λευκές στολές σαν να ήταν παγωτατζήδες κι είχε αντικαταστήσει στις πλατείες τα λουλούδια με πλαστικά.
Η αντίσταση στη Χούντα των συνταγματαρχών υπήρξε πράγματι μεγαλειώδης. Όχι όμως για τη μαζικότητά της, ούτε για την αποτελεσματικότητά της. Αλλά για την απελπιστική μοναξιά αυτών που αντιστάθηκαν.
Αν εξαιρέσει κανείς την πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, χρειάστηκε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια για να δούμε την πρώτη άξια λόγου, από άποψη μαζικότητας, αντιδικτατορική διαμαρτυρία, με την κατάληψη της Νομικής. Ύστερα, ήρθε το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου και λίγες μέρες μετά το Πολυτεχνείο.
Κι όταν, εξ αιτίας της γεωπολιτικής κρίσης που από δική τους αλαζονεία δημιούργησαν, με το πραξικόπημα στην Κύπρο και την αναμενόμενη τουρκική στρατιωτική επέμβαση, οι συνταγματάρχες κατέρρευσαν, ο τόπος γέμισε από «αντιστασιακούς». Τόσους που αναρωτιόταν κανείς, πώς άντεξε η Χούντα τόσα χρόνια. 
Τα χρόνια πέρασαν, κι οι βρυκόλακες του απριλιανού καθεστώτος αισθάνονται, μετά από χρόνια αιδήμονος σιωπής και ανακύκλωσης στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα -ο χαμαιλεοντισμός είναι μια από τις αρετές τους- και πάλι πως μπορούν να επαίρονται για την επταετία της φρίκης. 
Άλλωστε, όπως και στα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας, -όταν επιφανείς αρθρογράφοι του «εθνικώς σκεπτόμενου» τύπου αναζητούσαν «ένα λοχία»  «δια να προστατεύση το έθνος εκ της κομμουνιστικής οχλοκρατίας»- και πάλι «επιφανείς» σχολιαστές των δημοκρατικώς και ευρωπαϊκώς και μεταρρυθμιστικώς σκεπτομένων» ΜΜΕ, προβάλλουν αναίσχυντα την περιστολή -οι πιο ακομπλεξάριστοι και την κατάργηση- των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πλέκουν το εγκώμιο των ενόπλων συμμοριών ατάκτων, που περιφέρονται στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου, δέρνοντας -πιθανότατα και δολοφονώντας, δεν έχει ξεκαθαρίσει αν η δολοφονία των δυο προσφύγων στον Έβρο το Μάρτιο ήταν έργο στρατιωτικών η παραστρατιωτικών- πρόσφυγες, δημοσιογράφους κι όποιον άλλον τολμάει να ορθώσει το ανάστημά του.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Υ.Γ. Παραθέτω τρία τραγούδια που κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ενδεικτικά της μοναξιάς των ανθρώπων που αντιστάθηκαν. Ακούστε τα

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΜΑΝΩΛΗ ΓΛΕΖΟ


Διάβασα σήμερα πολλά αποχαιρετιστήρια κείμενα για το Μανώλη Γλέζο, σχεδόν όλα τους συγκινητικά, πολλά από αυτά θα μπορούσα να τα έχω προσυπογράψει.
Ένας ακόμα αποχαιρετισμός λοιπόν; Τι έχει να μας πει παραπάνω;
Είναι όμως που ο Μανώλης Γλέζος για τον καθένα μας, είτε είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε προσωπικά είτε όχι, ήταν μ' έναν ξεχωριστό τρόπο «δικός μας άνθρωπος».
Γι' αυτό και κανένας αποχαιρετισμός του δεν είναι «ένας ακόμα αποχαιρετισμός».

Ήμουν παιδί, μαθητής του δημοτικού, όταν άκουσα από τη γιαγιά μου να μιλάει για το Μανώλη Γλέζο. Κάπου σε κάποιο περιοδικό -μάλλον στο ΡΟΜΑΝΤΣΟ πρέπει να ήταν- είχα διαβάσει ένα κείμενο για το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, χωρίς αναφορά φυσικά σε αυτόν ή στο Λάκη Σάντα, δικτατορία γαρ. «Ο Γλέζος το έκανε. Ένας αριστερός», μου είπε μέσα από τα δόντια της η γιαγιά.
Ύστερα ήρθε η Μεταπολίτευση, η πολιτικοποίηση, η εικόνα του Μανώλη Γλέζου μου έγινε οικεία, συνήθισα να τον βλέπω, δίπλα στον Ηλία Ηλιού και στον Ανδρέα Λεντάκη, να προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), μια ΕΔΑ, που όμως είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της από τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ -και του ΚΚΕ εσωτερικού- αφ' ενός, και τη δημιουργία του ΠΑΣΟΚ αφ' ετέρου.
Ο Μανώλης Γλέζος άρχισε να τραβάει την προσοχή μου στα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν μια σειρά από «καινά δαιμόνια» είχαν αρχίσει να παρεισφρέουν στην ελληνική Αριστερά -φεμινισμός, οικολογία, αντιμιλιταρισμός, αυτονομία, άμεση δημοκρατία κ.λ.π.- και στα οποία οι πολιτικοί, τόσο των παραδοσιακών κομμάτων της Αριστεράς όσο και του ΠΑΣΟΚ, επιδείκνυαν μια εκπληκτική δυσανεξία. 
Όλοι εκτός από το Μανώλη Γλέζο, ο οποίος, από τις στήλες μιας βραχύβιας εφημερίδας -νομίζω ότι ήταν των αδελφών Κουρή, αλλά δεν είμαι σίγουρος, δε θυμάμαι καν το όνομά της- της οποίας είχε αναλάβει τη διεύθυνση υπερασπίζονταν με θέρμη αυτά τα καινά δαιμόνια», στα οποία έβλεπε το μέλλον της Αριστεράς.

Λίγο μετά, το 1980, έπεισε τους συνομηλίκους συντρόφους του στην ΕΔΑ να διατηρήσουν με το αρκτικόλεξο του κόμματος μεν, όμως το όνομα του κόμματος ν' αλλάξει και να γίνει ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, με τη φιλοδοξία, που δεν ευοδώθηκε, να γίνει το κόμμα η πολιτική ομπρέλα των νέων αυτών ιδεών.
Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι τα καινά αυτά δαιμόνια ο Μανώλης Γλέζος τα αντιλαμβάνονταν με έναν πολύ προσωπικό τρόπο, πολύ περισσότερο συναισθηματικό και βιωματικό, παρά πολιτικό.
Για το λόγο αυτό και, την πρώτη φορά που ψήφισα, ήμουν ένας από τους 64.000 ψηφοφόρους που τον ανέδειξαν -προσωπικά τον ψήφισα με μονοσταυρία- πρώτο σε ψήφους βουλευτή στην Α' εκλογική περιφέρεια Αθηνών, όπου ήταν υποψήφιος ως συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 1981. Ήταν ο τρόπος μου να πω στο ΠΑΣΟΚ ότι  ψηφίζω, αλλά δεν είμαι δεδομένος ψηφοφόρος του (άλλωστε τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχα αποχωρήσει από την οργάνωση Νεολαίας του).
Αυτή τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τα καινά δαιμόνια τον έδειξε όταν εξελέγη, το 1986, Πρόεδρος της Κοινότητας Απειράνθου. Τότε το Κοινοτικό Συμβούλιο απλώς επικύρωνε τις αποφάσεις που λαμβάνονταν από τη γενική συνέλευση των κατοίκων. Τότε προώθησε κι ένα φιλόδοξο κι επιτυχημένο εν πολλοίς πρόγραμμα ανασυγκρότησης της τοπικής αγροτικής οικονομίας.
Όλα τα επόμενα χρόνια ο λόγος του έμελλε να είναι εκτός κανόνων και, συμφωνούσες δε συμφωνούσες, για ένα πράγμα ήσουν πάντα σίγουρος: έλεγε αυτό που πίστευε χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Είχα την τύχη να τον γνωρίσω το 2014, όταν μαζί με το συνάδελφο και φίλο Andrés Mourenza πήγαμε στο σπίτι του για μια συνέντευξη για το Ισπανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, λίγο μετά την εκλογή του στο Ευρωκοινοβούλιο με 428.000 ψήφους σχεδόν. Μια συνέντευξη ποταμός που κράτησε πάνω από μιάμιση ώρα και μ' έκανε να αισθανθώ σαν να τον γνώριζα από χρόνια πολλά.
«Θα μείνω ένα χρόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», μας είπε. «Θέλω να κάνω ευρωπαϊκό θέμα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων». 
Αργότερα, ενώ πηγαίναμε με το αυτοκίνητό του προς το κέντρο της Αθήνας μου είπε: «Όταν τελειώσω τα βιβλία που δουλεύω θεωρώ ότι μπορώ να πεθάνω». «Πόσα γράφετε;», τον ρώτησα. «18», ήταν η απάντησή του. Τουλάχιστον τέσσερα από αυτά τα βιβλία έχουν ήδη εκδοθεί.
Αν θα 'πρεπε να αποχαιρετήσω το Μανώλη Γλέζο με κάποιους στίχους νομίζω ότι οι παρακάτω στίχοι από τους Γερόντους, του Γιάννη Ρίτσου (μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο και το τραγούδησε η Μαρία Δημητριάδη ΚΑΝΤΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ) τον περιγράφουν τέλεια.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, 
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη, 
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους 
που δε σηκώνει τ’ άδικο.
Καλό ταξίδι Μανώλη

Γιάννης Χρυσοβέργης





Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

ΣΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ...

Αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή -για την Ελλάδα- κατάσταση, περιτριγυρισμένοι από στρατιές πανικόβλητων κι ανεύθυνων, που είναι εξ ίσου επικίνδυνοι, εκτεθειμένοι σε κάθε λογής θεωρίες συνωμοσίας και στην παραπληροφόρηση, προσπαθούμε όλες και όλοι να οργανώσουμε την επιβίωσή μας  σε συνθήκες κατ' οίκον κράτησης.
Κι αν οι προβλέψεις των ειδημόνων για τις οικονομικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης προς το παρόν ελάχιστα διαφέρουν από αυτές των αστρολόγων και συναφών επαγγελμάτων, εξ ίσου άγνωστες είναι οι ουλές που θα αφήσει στις κοινωνικές μας συμπεριφορές, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών.

Σε κατ' οίκον κράτηση και σε πλήρη σύγχυση το σύνολο του πληθυσμού λοιπόν, τρεις εβδομάδες και κάτι μέρες αφ' ότου ο COVID-19 ή κορωνοϊός επισκέφθηκε και τη χώρα μας εν μέσω παγκόσμιας πανδημίας.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, ότι οι μέρες που ζούμε είναι η χαρά του κάθε υποχόνδριου, του κάθε φασίστα, του κάθε εθισμένου σε θεωρίες συνωμοσίας.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι, στο όνομα του Δημοσίου συμφέροντος, έχουμε απεμπολήσει όλες ανεξαιρέτως τις ατομικές και πολιτικές μας ελευθερίες.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η πολιτική αντιπαράθεση -αυτή η στοιχειώδης προϋπόθεση για να υπάρχει, έστω και κατ' όνομα, Δημοκρατία- έχει εκλείψει. Αψευδής μάρτυς τα δελτία ειδήσεων στις τηλεοράσεις που άλλο θέμα δεν έχουν εκτός από την εξέλιξη της επιδημίας. 
Ακόμα πιο κραυγαλέα είναι η απουσία επιστημονικού διαλόγου, ως προς το αν η στρατηγική αντιμετώπισης της επιδημίας είναι η ενδεδειγμένη ή όχι. Όλοι οι καθ' ύλην αρμόδιοι επιστήμονες έχουν συνταχθεί με τη στρατηγική που επέλεξε η κυβέρνηση. Αν μη τι άλλο, σε άλλες χώρες αυτός ο διάλογος υπάρχει και σε αυτόν εμπλέκονται όλοι όσοι μπορούν να τον παρακολουθήσουν.
Θα  μπορούσε εύλογα κάποιος να παρατηρήσει ότι, έτσι κι αλλιώς, η στρατηγική που επελέγη είναι η μόνη που θα επιτρέψει στο καθημαγμένο από την οικονομική κρίση και τις νεοσυντηρητικές ιδεοληψίες Εθνικό Σύστημα Υγείας να αντιμετωπίσει την κρίση κι ότι, προς ώρας, καμιά άλλη στρατηγική δεν έχει αποδειχτεί καλύτερη. Όμως αυτό το συμπέρασμα, δεν είναι προϊόν διαλόγου, δεν έχει διατυπωθεί καν, μονάχα το ψελλίζουν δεξιά κι αριστερά κάποιοι δημοσιογράφοι, κι αυτό είναι πρόβλημα.
«ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ»
Πόσες φορές δεν ακούστηκε η φράση αυτή τις τελευταίες μέρες, από τα στόματα αρμοδίων και μη, αρχής γενομένης του πρωθυπουργού της χώρας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από προπαγανδιστική άποψη η φράση είναι πετυχημένη, κατάφερε να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό. Άλλωστε την έχουν χρησιμοποιήσει και σε άλλες χώρες.
Πόσο σωστό είναι όμως να συγχέει κανείς τον πόλεμο -την οργανωμένη βία μεταξύ κρατών ή, σε περίπτωση εμφυλίου, μεταξύ διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών ομάδων-  με μια επιδημία, έναν καταστροφικό σεισμό ή μια φονική πυρκαγιά;
Ο πόλεμος απαιτεί να «καταστρέψεις τον εχθρό», ποιος είναι ο εχθρός όμως σε μια επιδημία, σε ένα σεισμό, σε μια πυρκαγιά; Τα θύματα; Αυτοί τους οποίους πρέπει να περιθάλψεις και να τους βοηθήσεις να ορθοποδήσουν;
Και στην περίπτωση της επιδημίας, αν την αντιμετωπίσεις με όρους πολέμου, τα θύματα μετατρέπονται αυτόματα σε «εχθρούς». Ο ασθενής στο νοσοκομείο, ο συγγενής του στην καραντίνα, γίνονται αυτόματα «επικίνδυνοι για την επιβίωσή μας».
Και τι θα συμβεί αν παρ' όλες τις προσπάθειες η επιδημία ξεφύγει από κάθε έλεγχο; Ποιος θα αποτρέψει το λιντσάρισμα θυμάτων; Όσοι νομίζουν ότι «αυτά δε γίνονται», καλό θα ήταν να μελετήσουν αυτή την παράπλευρη πτυχή των επιδημιών του παρελθόντος.
«ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ»
Μένουμε λοιπόν στα σπίτια μας κλεισμένοι, αντιμέτωποι με μια τηλεόραση  -δημόσια και ιδιωτική- που μας βομβαρδίζει με ειδήσεις τρόμου, αριθμούς νεκρών και κρουσμάτων, οδηγίες χρήσιμες και μη, χωρίς να τολμάμε ν' αγκαλιάσουμε και να φιλήσουμε τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, με τα οποία μοιραζόμαστε την ίδια στέγη.
«Ας γίνει αυτός ο εγκλεισμός μια ευκαιρία να συσφίξουμε και πάλι τις σχέσεις των μελών της οικογένειας», μας προτρέπουν κάποιοι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας.
Πώς όμως να συσφίξεις τις σχέσεις σου με το σύντροφό σου, με τα παιδιά σου, όταν από παντού βομβαρδίζεσαι από την εντολή: «κρατάτε απόσταση ασφαλείας ενάμισι μέτρου»; Πώς να ανοίξεις στον άλλον την καρδιά σου αν «πρέπει να κρατάς απόσταση ασφαλείας»;
Ναι, είναι ευκαιρία να δεθεί η συντροφική σχέση περισσότερο, προϋπόθεση όμως γι' αυτό είναι να κλείσουμε τ' αυτιά μας στο φόβο. Ν' αποφασίσουμε πως ό,τι γίνει θα το περάσουμε μαζί, και να αφήσουμε κατά μέρος τις «αποστάσεις ασφαλείας», της καθημερινότητας και του μυαλού μας.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Άραγε πώς θα είναι η επόμενη μέρα; θα βγούμε όλοι από τα σπίτια μας να γιορτάσουμε την ελευθερία που ανακτήσαμε, θ' αγκαλιάσουμε και φιλήσουμε φίλους γνωστούς και γείτονες, θα στήσουμε γιορτές στις πλατείες; 
Ή θα μιλάμε στους ανθρώπους από απόσταση, χωρίς να τολμάμε καν να τους σφίξουμε το χέρι, χωρίς να τολμάμε να τους κοιτάξουμε στα μάτια; Και πόσο καιρό θα μας μείνουν αυτά τα κουσούρια; Δύσκολο να το προβλέψει κανείς.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Αν στα χωριά, ό,τι κι αν γίνει οι πόρτες των σπιτιών είναι πάντα ανοιχτές, στα αστικά κέντρα δε χρειάζονται επιδημίες. Ήτανε προ πολλού ερμητικά κλειστές. Οι πόρτες αυτές πρέπει να ξανανοίξουν. Να δώσουμε ένα χέρι βοήθειας στο γείτονα που είναι μόνος του, που μπορεί να είναι άρρωστος αλλά κανείς να μην το ξέρει, που μπορεί να έχει χίλια δυο άλλα προβλήματα.
Το τέλος της επιδημίας πρέπει να μας βρει να ζούμε σε γειτονιές αλληλεγγύης. Έτοιμους να στήσουμε γιορτές, να ξεφαντώσουμε, όπως θα κάναμε στο καρναβάλι.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε πίσω τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που μας αφαιρέθηκαν για, υπαρκτούς είναι η αλήθεια,  λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Γιατί η εξουσία κι η ολιγαρχία θα έχουν γλυκαθεί και θα μετέλθουν όλων των μέσων για να μην ανακτήσουμε τα δικαιώματά μας.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΑ

Δυο εκλεγμένες μεν προκλητικά αντιδημοκρατικές δε κυβερνήσεις έχουν ξεκινήσει ένα πρωτοφανή πόλεμο με ανθρώπινα πυρομαχικά.
Με τη βοήθεια των ΜΜΕ, που σε Ελλάδα και Τουρκία ανήκουν, σχεδόν καθ' ολοκληρία, σε φιλικούς προς τις δυο κυβερνήσεις ολιγάρχες, μια από χυδαιότερες προσβολές στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια από την εποχή των ναζί, επικροτείται από την περίτρομη κι αποπροσανατολισμένη πλειοψηφία της κοινής γνώμης και στις δυο χώρες.
Το επίδικο της κόντρας μεταξύ της τουρκικής ολιγαρχίας από τη μια και της ελληνικής και ελληνοκυπριακής από την άλλη είναι γνωστό: οι υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου. Κι ο πόλεμος, με πραγματικά πυρά αυτή τη φορά, έρχεται κάθε μέρα πιο κοντά.

Τα όσα συμβαίνουν εδώ και τρεις μέρες στα χερσαία και θαλάσσια ελληνοτουρκικά σύνορα δεν τα χωράει ανθρώπου νους. Στρατός κι Αστυνομία προσπαθούν με χημικά και πυροβολισμούς -στον αέρα προς το παρόν*- να απωθήσουν πλήθη εξαθλιωμένων, ανδρών γυναικών και παιδιών που προσπαθούν να περάσουν στην Ευρώπη.
Η κυβέρνηση της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ -το πρόγραμμά της στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος ήταν εξ αρχής ήταν ταυτόσημο με αυτό της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, οπότε μάλλον τίτλο τιμής συνιστά αυτό για τον Κυριακούλη Μητσοτάκη και την παρέα του μιας και επιτέλους κάνουν κάτι σωστά- δράττεται της ευκαιρίας να καταργήσει την πρόσβαση στο άσυλο, με το πρόσχημα ότι οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες συνιστούν «απειλή για την εθνική ασφάλεια».
Στα νησιά του Αιγαίου -στων οποίων τις δομές υποδοχής προσφύγων προσπαθούν να επιβιώσουν υποσιτιζόμενοι, με καλοκαιρινά αντίσκηνα για κατάλυμα, χωρίς ντουζιέρες και τουαλέτες, επτά φορές περισσότεροι άνθρωποι από τις διαθέσιμες θέσεις- οι κάτοικοι βλέπουν με τρόμο να επαναλαμβάνεται το 2015, μόνο που αυτή τη φορά η μόνη προοπτική είναι να μετατραπούν τα νησιά τους σε φυλακές.
Στα ίδια νησιά, η Αστυνομία καμώνεται πως δε βλέπει τους φασίστες όταν δέρνουν δημοσιογράφους -ντόπιους και ξένους, δεν κάνουν διάκριση- ή προσωπικό των ΜΚΟ που προσπαθούν να συνδράμουν τους πρόσφυγες και παρεμποδίζουν την αποβίβαση των τελευταίων. 
Ταυτόχρονα, εξ όσων φαίνεται από κάποια βίντεο που κυκλοφορούν, το Λιμενικό Σώμα έχει λάβει εντολές να παρεμποδίζει τις βάρκες να φθάσουν στα νησιά και σε όλες τις ακτές γίνονται σε 24ωρη βάση στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά.
Ακόμα κι έτσι, στις τελευταίες 24 ώρες πάνω από 1.200 άνθρωποι έφθασαν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπως ανακοίνωσε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, πράγμα που αποδεικνύει το μέγεθος της ανοησίας όσων πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο θα εμποδίσουν τις στρατιές αυτών που δεν έχουν τίποτα να χάσουν.
Τα ΜΜΕ παράτησαν τα Εξάρχεια στην ησυχία τους -το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παππάς- και βρήκαν ένα καινούριο παιγνιδάκι για να πείσουν τον  «φιλήσυχο πολίτη» ότι «απειλείται».
Όπως και στο 1984 του George Orwell ο εχθρός είναι πάντα κάπου μακριά, κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς γίνονται οι μάχες, όμως όλοι είναι σίγουροι ότι απειλούνται.
Κι όμως ο πόλεμος είναι για τους υδρογονάνθρακες
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το καθεστώς του Ερντογάν προκάλεσε αυτή την κρίση επειδή τα πράγματα δε βαίνουν κατά το δοκούν γι' αυτό στη Συρία. Όμως δεν επελέγη τυχαία η Ελλάδα γι' αυτό το επικοινωνιακό, από μέρους του, παιγνίδι. Δεν έχει μόνο με την Ελλάδα ευρωπαϊκά σύνορα η Τουρκία. Έχει και με τη Βουλγαρία. Αν ο μοναδικός του στόχος ήταν να εκβιάσει μια υποστήριξη της ΕΕ στα σχέδιά του για τη Συρία το κύμα των προσφύγων θα κατευθύνονταν και προς τη Βουλγαρία.
Είναι προφανές ότι ο στόχος του Ερντογάν, ο οποίος έχει δεδομένο πως ουδείς θα δώσει χείρα βοηθείας στην Αθήνα -πράγμα που, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες κενές περιεχομένου δηλώσεις, συμβαίνει πανηγυρικά- είναι να πιέσει την ελληνική κυβέρνηση στο μείζον ζήτημα ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, τον έλεγχο των θρυλούμενων ως σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου.
Μετά τον πόλεμο δι' αντιπροσώπων στη Λιβύη, Αθήνα και Άγκυρα αντιπαρατίθενται, για πρώτη φορά από το 1996, κατά μήκος της μεθορίου τους, σε ένα αποκρουστικό, απάνθρωπο παιγνίδι με θύματα δεκάδες χιλιάδες εξαθλιωμένων προσφύγων.
Το πρώτο ανθρώπινο θύμα ήδη είναι εδώ, ένα παιδάκι που πνίγηκε το πρωί όταν η βάρκα που το έφερνε ανατράπηκε μόλις βρέθηκε σε ελληνικά νερά -οι εξηγήσεις του Λιμενικού περί συνήθους πρακτικής των προσφύγων για να γίνει διάσωση ελάχιστα πειστικές είναι, αν δει κανείς τη φρίκη και τον τρόμο που είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων όταν πατούν το πόδι τους στη στεριά-.
Τα θύματα θα γίνουν πολύ περισσότερα αν δεν πάψουμε να καταπίνουμε αμάσητη την προπαγάνδα των ΜΜΕ, αν δεν αξιώσουμε το σεβασμό των δικαιωμάτων των προσφύγων και την αποσυμφόρηση των νησιών, αν δεν ορθώσουμε ανάστημα στις αυταρχικές πρακτικές που -όπως περίτρανα έδειξαν οι προσαγωγές δεκατετράχρονων επειδή έβλεπαν το JOKER, τα δημόσια ξεβρακώματα παιδιών καλών οικογενειών επειδή κυκλοφορούσαν στα Εξάρχεια και η εισβολή της Αστυνομίας στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ- στρέφονται εναντίον και των«φιλήσυχων πολιτών».
Όσο για την ελληνοτουρκική μεθόριο, όσο θα συνεχίζεται το αποκρουστικό παιγνίδι προπαγάνδας των κυβερνήσεων Ερντογάν-Μητσοτάκη, σε πρώτη φάση θα γεμίσει με κουφάρια προσφύγων.
Πολύ σύντομα όμως θα γεμίσει και με κουφάρια Ελλήνων και Τούρκων νέων, που θα νομίζουν οι οικογένειές τους  ότι «έπεσαν για την πατρίδα», ενώ θα έχουν πέσει, υπέρ των κερδών των πετρελαιάδων.

Γιάννης Χρυσοβέργης

*Πληροφορίες από την τουρκική κυβέρνηση ότι ένας σύριος πρόσφυγας σκοτώθηκε σήμερα από πυρά του ελληνικού στρατού δεν έχουν επιβεβαιωθεί ακόμα από ανεξάρτητες πηγές. Και όπως σε κάθε πόλεμο, η προπαγάνδα των εμπλεκομένων βασίζεται σε «ειδήσεις» που κανείς δε μπορεί να επιβεβαιώσει.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Έχοντας επενδύσει, εδώ και χρόνια, στον ακραίο ρατσιστικό λόγο και στον κουτοπόνηρο κυνισμό η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μητσοτάκη εισπράττει, στα νησιά του Αιγαίου, τα επίχειρα της πολιτικής της.
Όμως η προσφυγική κρίση , ακόμα κι αν -ως δια μαγείας- αύριο σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία, θα συνεχιστεί, γιατί είναι πολλοί οι πόλεμοι σε εξέλιξη και γιατί δίπλα στα θύματα των πολέμων θα καταφθάνουν στην Ευρώπη ολοένα περισσότερα θύματα της κλιματικής αλλαγής.
Είναι καιρός λοιπόν να μιλήσουμε για αυτήν και, κυρίως, να πάψουμε να τη βλέπουμε ως πρόβλημα.

Τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις ημέρες στη Λέσβο και στη Χίο σηματοδοτούν, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, την παταγώδη αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Το κυβερνών κόμμα υιοθέτησε ασμένως το ρατσιστικό λόγο των νεοναζί όσο ήταν στην αντιπολίτευση, σε σημείο που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τους πολιτευτές της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  από αυτούς της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ όλα αυτά τα χρόνια.
Πρωτοστάτησε  στις πιο ακραίες ξενοφοβικές εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, υποσχόμενο στις τοπικές κοινωνίες ότι «δε θα έρθουν βρωμιάρηδες» όπου δεν υπήρχαν δομές φιλοξενίας προσφύγων κι ότι «θα φύγουν οι βρωμιάρηδες» όπου υπήρχαν.
Κι η πολιτική αυτή, με τη βοήθεια της προπαγάνδας των ΜΜΕ, δικαιώθηκε. Πάνω από 250 Δήμαρχοι, επί συνόλου 332, ανήκουν στο χώρο της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, όπως επίσης και οι 12 από τους 13 Περιφερειάρχες. 
Έχοντας όμως υποσχεθεί στους πάντες ότι «δε θα έχουν βρωμιάρηδες» στον τόπο τους βρέθηκε μπροστά σε δύσκολες επιλογές όταν ήρθε η ώρα να κυβερνήσει.
Η αποσυμφόρηση των νησιών, την οποία υποτίθεται ότι θα ολοκλήρωνε σε μερικές μόλις εβδομάδες, προϋπέθετε ότι χιλιάδες προσφύγων θα μεταφέρονταν στις, ήδη υπερπλήρεις, δομές της ενδοχώρας.
Κι εκεί πρυτάνευσε για άλλη μια φορά ο κουτοπόνηρος κυνισμός. Κι αποφάσισε ότι προτιμάει να μη βρουν ούτε τη δική τους ψήφο στην κάλπη -οψέποτε γίνουν εκλογές- οι τρεις βουλευτές της, οι πέντε Δήμαρχοι κι ο «σαρξ εκ της σαρκός» της Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, παρά να χαθούν 500.000 ψήφοι στο σύνολο της Επικράτειας.
Αναμενόμενη ήταν λοιπόν η καθολική έκρηξη οργής των κατοίκων της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου, όταν ανακοινώθηκε η επίταξη των περιουσιών τους για να χτιστούν τα νέα «κλειστά», όπως ψευδώς ισχυρίζεται η κυβέρνηση, στρατόπεδα προσφύγων.
Όπως αναμενόμενο ήταν και ότι η αστυνομική βία θα γιγάντωνε αυτή την οργή, σε σημείο που η κυβέρνηση κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ δυο επιλογών: της ντροπιαστικής γι' αυτήν απόσυρσης των ΜΑΤ και της επιβολής στρατιωτικού νόμου στα νησιά. Ευτυχώς για όλους επέλεξε το πρώτο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Χρόνο κέρδισε, σε μια προσπάθεια να μετριάσει την πολιτική ζημιά.
Στρατόπεδα προσφύγων σε ακατοίκητες βραχονησίδες
Εδώ και ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του κι ένα «εναλλακτικό» σχέδιο: η κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες σε ακατοίκητες βραχονησίδες.
Αυτή η απάνθρωπη και γι αυτό αποκρουστική πρόταση θα είχε πολύ σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης αν δεν προσέκρουε σε δυο εμπόδια.
Το πρώτο από αυτά είναι ότι η χρηματοδότηση της κατασκευής τέτοιων στρατοπέδων δεν προβλέπεται από τα υφιστάμενα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης (οι δαπάνες για τη στέγαση και διατροφή των προσφύγων βαρύνουν 100% τον κοινοτικό προϋπολογισμό).
Το δεύτερο είναι πως η κατασκευή τέτοιων στρατοπέδων θα προκαλέσει την άμεση και βίαιη αντίδραση της Τουρκίας, καθ' όσον με την κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης σε ακατοίκητες νησίδες, αυτές αυτομάτως αποκτούν αιγιαλίτιδα ζώνη, με δυο λόγια η Ελλάδα αυξάνει την επικράτειά της σε βάρος των διεθνών υδάτων του Αιγαίου και, σε μερικές περιπτώσεις, σε βάρος της Τουρκίας.
Το πρόβλημα των νησιών
Ο προσφυγικός πληθυσμός  αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ανέρχεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μεταξύ 100.000 και 130.000 ανθρώπων, δηλαδή  0,8%-1,15% του πληθυσμού.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα πέντε νησιά που στεγάζουν στρατόπεδα προσφύγων και ιδίως για τη Λέσβο (20,4 % του πληθυσμού), τη Χίο (14,5% του πληθυσμού) και τη Σάμο (22,1% του πληθυσμού).
Ακόμα χειρότερα, στο Βαθύ της Σάμου, ο πληθυσμός των προσφύγων που διαμένουν στο εκεί στρατόπεδο  (7.300 περίπου σε μια εγκατάσταση για 780 ανθρώπους) υπερβαίνει τον πληθυσμό της πόλης, ενώ το στρατόπεδο της Μόριας έχει μεταβληθεί σε μια παραγκούπολη 19.500 κατοίκων, σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από την πόλη της Μυτιλήνης (27.500 κάτοικοι).
Ο υπερπληθυσμός των στρατοπέδων, έχει ως συνέπεια οι υπάρχουσες υποδομές υγιεινής να είναι το λιγότερο ανεπαρκείς, ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη σίτιση όλων αυτών των ανθρώπων που περιμένουν ατέλειωτους μήνες να κληθούν σε συνέντευξη για την εξέταση του αιτήματός τους για άσυλο, είναι επίσης ανεπαρκέστατα, με αποτέλεσμα να υποσιτίζονται.
Εύλογη είναι είναι λοιπόν η δυσφορία του ντόπιου πληθυσμού κι επίσης εύλογα μεταφράζεται σε οργή, όταν γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να μεταφέρει πρόσφυγες στην ηπειρωτική χώρα.
Και είναι εντελώς φυσιολογικό, στα θολά νερά αυτής της οργής να ψαρεύουν οι κάθε λογής ακροδεξιοί.
Όπως φυσιολογικό είναι η οργή αυτή να συμπυκνώνεται στο παράλογο αίτημα: «δε θέλουμε ούτε ανοιχτά, ούτε κλειστά κέντρα στα νησιά μας». Παράλογο, γιατί τα συγκεκριμένα νησιά θα παραμείνουν πύλες εισόδου προσφύγων στην Ελλάδα για πολλά-πολλά χρόνια.
Η δυσεπίλυτη εξίσωση της προσφυγικής κρίσης
Ο πρόσφυγας, όπως κι ο μετανάστης, ουδέποτε ήταν καλοδεχούμενος από την πλειοψηφία του πληθυσμού στη γη που κατέφθανε ικέτης. Η διαφορετικότητά του τρόμαζε, τρομάζει και θα τρομάζει. Για το λόγο αυτό άλλωστε, στην καθ' ημάς Ανατολή από τους αρχαίους χρόνους οι πολιτισμοί έθεταν επιτακτικά το ηθικό καθήκον της προστασίας  του: από τον Ξένιο Δία, ως τις χριστιανικές επιταγές αλληλεγγύης. Στην εποχή μας το καθήκον αυτό απορρέει από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ακριβώς λόγω του φόβου και της δυσπιστίας  με την οποία αντιμετωπίζεται από τις κοινωνίες ο ξένος -πολύ δε περισσότερο ο ικέτης- αλλά και επειδή η προσφυγική κρίση δεν μπορεί να περιμένει να αλλάξουν νοοτροπία οι κοινωνίες, η διαχείρισή της με όρους σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Προκειμένου να εξετάζονται τα αιτήματα ασύλου με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα των αιτούντων απαιτείται χρόνος, γεγονός που μαθηματικά δημιουργεί προβλήματα υπερπληθυσμού στις δομές φιλοξενίας, το οποίο με τη σειρά του συνεπάγεται μη αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης.
Η προσπάθεια επιτάχυνσης των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου από την άλλη, οδηγεί, ηθελημένα ή αθέλητα, σε βιαστικές αποφάσεις, με θύματα τους αιτούντες διεθνή προστασία.
Είναι προφανές ότι για την παρούσα κυβέρνηση οι προβληματισμοί αυτοί είναι ανύπαρκτοι κι ότι το μόνο της πρόβλημα είναι πως δεν έχει το θάρρος να εφαρμόσει τις πολιτικές του, ομόσταβλού της στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Βίκτορ Όρμπαν.
 Σαφές είναι επίσης ότι πίσω από την φαινομενική αδυναμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής και στην ταχεία διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου, κρύβονταν η προσπάθεια να ισορροπήσει μεταξύ της απάνθρωπης συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και των αξιών των ψηφοφόρων του.
Μήπως η άφιξη των προσφύγων είναι μια ευκαιρία;
Κι ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας είναι πεπεισμένη ότι οι πρόσφυγες είναι μείζον πρόβλημα της κοινωνίας μας, ότι απομυζούν «τους λιγοστούς πόρους σε περίοδο κρίσης», ότι «απειλούν την εθνική μας υπόσταση» και πάει λέγοντας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Το ελληνικό Κράτος δεν ξοδεύει ούτε ένα ευρώ για τη στέγαση και σίτιση των προσφύγων, οι οποίες χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από Ευρωπαϊκούς πόρους.
Αντιθέτως, δεκάδες χιλιάδες θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν  στις ΜΚΟ, που εμπλέκονται στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης -και μάλιστα με αξιοπρεπείς αμοιβές-, στην Υπηρεσία Ασύλου,  στις εταιρείες παρασκευής γευμάτων και τις λοιπές γηγενείς εταιρείες, που κλήθηκαν να παράσχουν προϊόντα και υπηρεσίες στις δομές φιλοξενίας των προσφύγων.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι ισχυρισμοί που συνοψίζονται στη φράση «δεν αντέχει άλλους πρόσφυγες η Ελλάδα», είναι πέρα για πέρα ιδεοληπτικοί και εξωπραγματικοί.
Πέρα από αυτό όμως, είναι σαφές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας μειώνεται σταθερά εδώ και μια δεκαετία, τάση η οποία θα είχε αρχίσει ήδη από την αρχή της δεκαετίας του '90, αν τότε δεν είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών από την Αλβανία και την Ανατολική Ευρώπη. 
Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται στην Ελλάδα, μεγάλωσαν τα παιδιά τους που μιλούν ελληνικά και εξασφάλισαν, με τις ασφαλιστικές τους εισφορές, είκοσι περίπου χρόνια βιωσιμότητας στο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Το οποίο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι σήμερα αντιμέτωπο και πάλι με το κάθε άλλο παρά πλαστό δίλημμα: υπερβολικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές ή συντάξεις πείνας;
Η εγκατάσταση στη χώρα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών θα μπορέσει να δώσει μια μεσοπρόθεσμη λύση σε αυτό το πρόβλημα. Αρκεί βεβαίως να υπάρχουν επιθεωρητές εργασίας.

Γιανης Χρυσοβέργης