Εδώ και δυο χρόνια η μεσαία αστική τάξη ζει με τον τρόμο της «αποβολής από την Ευρώπη», που υπήρξε και πηγή της ευημερίας της. Το τίμημα που καλείται να πληρώσει για «την παραμονή στην Ευρώπη» ισοδυναμεί με την καταστροφή της. Η αποχώρηση όμως από αυτό που επί τριάντα δυο χρόνια υπήρξε μια σταθερά της ύπαρξής μας φαντάζει σαν άλμα στο κενό. Σαν τους εγκλωβισμένους στους πάνω ορόφους των δίδυμων πύργων την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Η αμφιθυμία αυτή είναι κατανοητή. Στα τριάντα τρία χρόνια της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση το κατά κεφαλή εισόδημα πολλαπλασιάστηκε. Παράλληλα σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην παραγωγική δομή της χώρας. Το ποσοστό των απασχολουμένων στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα βούλιαξε προς όφελος των υπηρεσιών, με κυρίαρχο τον τουρισμό. Ανάλογη κατακρήμνιση υπέστη κι ο αριθμός των απασχολουμένων στη ναυτιλία. Όλα αυτά συνέβαλαν στην απότομη διόγκωση της μεσαίας αστικής τάξης, τόσο από εισοδηματική άποψη όσο και, κυρίως, από την άποψη των επαγγελματικών ενασχολήσεων.
Η δημιουργία ενός πολυπληθούς επιστημονικού προλεταριάτου, από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά, λόγω της κατακόρυφης αύξησης των αποφοίτων των πανεπιστημίων - όχι μόνο γιατί αυξήθηκαν οι εισαγόμενοι στα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά και γιατί όλο και περισσότερες οικογένειες είχαν τη δυνατότητα να στηρίξουν οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους στο εξωτερικό - αντιμετωπίσθηκε μέσω της απασχόλησής του στην υλοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, εργάζονταν σε εταιρείες, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με χαμηλές αμοιβές κι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, θεωρώντας, σε κάθε περίπτωση, την κατάστασή τους προσωρινή κι ευελπιστώντας, είτε σε μια θέση στο Δημόσιο, είτε σε κάποια βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης.
Το ξέσπασμα της κρίσης στην αρχή προκάλεσε κρίσεις πανικού, αλλά και ελπίδες ότι, «αν τα μέτρα αποδώσουν, όλα θα πάνε και πάλι καλά». Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος με τον ωμό ρεαλισμό που τον διακρίνει δήλωσε ορθά κοφτά ότι «η Ελλάδα θέλει μια δεκαετία για να ξαναμπεί σε τροχιά ανάπτυξης» έθεσαν οριστική ταφόπλακα, στα όνειρα για ταχεία ανάκαμψη, κάτι που ήδη από την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος είχε αρχίσει να γίνεται ορατό σε όλους.
Το δίλημμα πλέον για την ελληνική μεσαία αστική τάξη είναι αμείλικτο. Άνθρωποι που στα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια κέρδιζαν τη ζωή τους - εργαζόμενοι σκληρά, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε - από τον τομέα των υπηρεσιών, που χάρη στη βοήθεια του εύκολου δανεισμού ζούσαν - κι αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε - κατά πολύ πολυτελέστερα από όσο τους επέτρεπαν τα εισοδήματά τους, θα κληθούν, μετά από εξαιρετικά μακροχόνιες περιόδους ανεργίας, στην διάρκεια των οποίων πολλοί από αυτούς θα βρεθούν αντιμέτωποι με το φάσμα του υποσιτισμού, ενδεχομένως δε και της πείνας, να επιβιώσουν με χειρονακτικές εργασίες και μεροκάματα πείνας. Το ζητούμενο από αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι να αποδεχτούν τη μείωση των εισοδημάτων τους. Το ζητούμενο είναι να αποδεχτούν την καταστροφή του τρόπου ζωής τους.
Από την άλλη, το ενδεχόμενο της στάσης πληρωμών δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι τα εισοδήματα της μεσαίας αστικής τάξης, αλλά και του συνόλου της κοινωνίας, θα μειωθούν δραστικά και για πολλά χρόνια. Επίσης όλοι υποψιάζονται, και δικαίως, ότι σε μια τέτοια περίπτωση, αν δε γίνει η άριστη πολιτική και οικονομική διαχείριση της κατάστασης, θα συμβεί αυτό ακριβώς που πρέπει να συμβεί για την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Με την έννοια αυτή, η ελληνική μεσαία αστική τάξη βρίσκεται, μεταφορικά, στην ίδια μοίρα με τους δύσμοιρους που παγιδεύτηκαν στους Διδυμους Πύργους, στους ορόφους επάνω από τα σημεία που είχαν πέσει τα αεροπλάνα. Είτε παρέμεναν εκεί που βρίσκονταν, είτε πηδούσαν στο κενό ο θάνατος ήταν βέβαιος.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αφ' ενός η μεσαία τάξη αντιδρά με τυφλή οργή στα φορολογικά μέτρα που κάθε τρεις και λίγο ανακοινώνονται, αλλά από την άλλη παγώνει από τρόμο στο άκουσμα της φράσης «έξοδος από την Ευρωζώνη».
Κι αυτή της η συμπεριφορά εξηγεί τόσο τον πολιτικό λόγο των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά και των κομμάτων της Αριστεράς, τα οποία αφ' ενός ζητούν «στάση πληρωμών εδώ και τώρα», αφ' ετέρου αρνούνται να πουν ότι η υιοθέτηση αυτής της στάσης θα οδηγήσει μαθηματικά εκτός Ευρωζώνης.
Σε ακόμα πιο δύσκολους ακροβατισμούς αναγκάζονται να επιδοθούν οι Οικολόγοι Πράσινοι και η Δημοκρατική Αριστερά, που, αφ' ενός δε συζητούν την έξοδο από την Ευρωζώνη, αφ' ετέρου δεν αποδέχονται το τίμημα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, απαιτούν.
Σε αυτό το πλαίσιο κάθε πρόβλεψη για τα μελλούμενα, πλην του ότι πρέπει να περιμένουμε κι άλλες εκρήξεις οργής μικρότερων ή μεγαλύτερων ομάδων του πληθυσμού, οι οποίες όμως πολύ δύσκολα θα μπορούν να αποκτήσουν πολιτικό περιεχόμενο και προοπτική, είναι παρακινδυνευμένη.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Υ.Γ. Το παραπάνω δίλημμα δεν το αντιμετωπίζει μόνο η ελληνική μεσαία αστική τάξη. Το ίδιο δίλημμα αντιμετωπίζει και η μεσαία τάξη της Ισπανίας, που σήμερα έδωσε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο υποσχέθηκε «αίμα, ιδρώτα και δάκρυα» ποσοστό πάνω από 45% - μόνο οι Σοσιαλιστές το 1982 είχαν πετύχει ανάλογη εκλογική νίκη. Το ίδιο δίλημμα αντιμετωπίζει και η μεσαία τάξη της Πορτογαλίας που πρόσφατα έδωσε ανάλογη νίκη στο δεξιό σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που ευποσχέθηκε τα ίδια ακριβώς πράγματα με το Λαϊκό Κόμμα της Ισπανίας. Μάλιστα ενώ στην Ισπανία η Αριστερά σχεδόν διπλασίασε το ποσοστό της και πενταπλασίασε τους βουλευτές της, στην Πορτογαλία, το αδελφό κόμματου ΣΥΡΙΖΑ έχασε το ένα τρίτο της εκλογικής του δύναμης. Το ίδιο δίλημμα αντιμετωπίζει και η μεσαία τάξη της Ιταλίας. Η μόνη διαφορά είναι ότι στις τρεις αυτές χώρες δεν έχει χαθεί για τη μεσαία τάξη η ελπίδα της επιβίωσής της ως τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου