Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ

 

Ως πολιτικός χαρακτηρίστηκε από ρεαλισμό σε βαθμό ακρότατου κυνισμού. Από τις 5 του Γενάρη, οπότε και έγινε παρελθόν έχει γραφεί πλήθος αποτιμήσεων του έργου του. 

Από τις πλέον γλιτσιασμένες αγιογραφίες με την υπογραφή γνωστών καλαμαράδων στην υπηρεσία των «ιδιοκτητών αυτής της χώρας» μέχρι τους σκατόψυχους λίβελλους με την υπογραφή των πλέον διαβόητων ακροδεξιών αποβρασμάτων.

Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο άκρα οι συγκινητικές αναφορές αυτών που τον αγάπησαν -που, με όλο το σεβασμό που τρέφω για κάποιους από αυτούς, δεν με πείθουν- και οι προσπάθειες μιας ψύχραιμης αποτίμησης του πολιτικού του αποτυπώματος. Μια από αυτές τις τελευταίες φιλοδοξώ να είναι και η δική μου.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο ΜΟΝΟΣ Έλληνας πρωθυπουργός που είχε τα κότσια -δεν γράφω «τα αρχίδια» γιατί η προσωπική μου εμπειρία λέει πως το θάρρος είναι πολύ περισσότερο ίδιον των γυναικών παρά των ανδρών- να συγκρουστεί με την Εκκλησία.

Η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών στέρησε από την Εκκλησία ένα σημαντικό όπλο εκβιασμού και περιθωριοποίησης των των ετερόδοξων (άθεων, πιστών άλλων δογμάτων ή άλλων θρησκειών).

Στη μάχη αυτή ο Σημίτης υπήρξε απελπιστικά μόνος μέσα στο κόμμα του, καθώς το σύνολο σχεδόν  της κοινοβουλευτικής του ομάδας και του υπουργικού του συμβουλίου όχι απλώς απείχε επιδεικτικά από την υπεράσπιση του μέτρου αλλά, εν μέσω λαοσυνάξεων του Ιερό(Χριστό)δουλου επέμενε να φυλάει κατουρημένες παπαδίστικες ποδιές.

Εκτός του κόμματός του η μοναδική στήριξη ήρθε από το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ΚΚΕ όχι μόνο προτίμησε μια καιροσκοπική σιωπή, αλλά διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες δυο στελέχη του με σχεδόν 40 χρόνια κομματικής ζωής (τον τ. αντιπρόεδρο της Βουλής και επί δεκαετίες προβεβλημένο συνδικαλιστή Μήτσο Κωστόπουλο και τον τότε Ευρωβουλευτή Γιάννη Θεωνά) καθώς και τον υπεύθυνο τύπου του κόμματος Μάκη Κοψίδη. Το «έγκλημα» των τριών; Είχαν ζητήσει δημόσια να γίνει η Αριστερά μπροστάρης στον αγώνα για το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας -αντίθετα η «θεοσεβούμενη»(;) Λιάνα Κανέλλη ζει και βασιλεύει-.

Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι η σύγκρουση αυτή του Σημίτη με την Εκκλησία μπορεί να φανάτισε και να συσπείρωσε στο έπακρο την Ακροδεξιά, αλλά είχε ολίγιστο πολιτικό κόστος, όπως αποδείχθηκε από από τις εκλογές που έγιναν τέσσερα χρόνια μετά.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Η έναρξη της πρωθυπουργίας Σημίτη σηματοδοτήθηκε από την κρίση των Ιμίων, μια κρίση που ξεκίνησε από την κόντρα τοπικών Ελλήνων και Τούρκων ψαράδων για τον έλεγχο των περιοχών αναπαραγωγής της τσιπούρας και, με τη βοήθεια -ή, καλύτερα, την ανευθυνότητα- του τότε Δημάρχου Καλύμνου Διακομιχάλη εξελίχθηκε σε μείζονα ελληνοτουρκική κρίση.

Ο Σημίτης κατηγορήθηκε για εθνική προδοσία από τους «πατριώτες» της Δεξιάς και της Αριστεράς για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την κρίση και για τις δημόσιες ευχαριστίες του προς τον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον για τη συμβολή του στην αποκλιμάκωση της κρίσης.

Οι επικριτές του ξεχνούσαν βεβαίως ότι: α) Ο κύριος εκφραστής της φιλοπόλεμης πολιτικής, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης, είχε σταθεί ανίκανος να αποτρέψει την κατάληψη της νησίδας Μικρή Ίμια από Τούρκους καταδρομείς, παρά το γεγονός ότι είχε συγκεντρώσει εκεί πέρα το μισό και πλέον στόλο. β) Ο ίδιος άνθρωπος είχε υπογράψει ελαφρά τη καρδία τη θανατική καταδίκη των τριών υπαξιωματικών, καθώς έδωσε προσωπική εντολή να απονηωθεί ελικόπτερο χωρίς όργανα νυκτερινής πορείας (το ότι το ελικόπτερο δεν διέθετε τέτοια όργανα επίσης είναι επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος του), μετατρέποντας την αποστολή τους σε αποστολή θανάτου χωρίς το παραμικρό όφελος. Και μόνο το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός θα είχε την ευθύνη του ελληνικού στρατού σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου είναι στα μάτια μου επαρκής λόγος για να δικαιολογήσει απόλυτα τη στάση του Σημίτη σε αυτή την κρίση.

Στη συνέχεια ως πρωθυπουργός ακολούθησε  μια πολιτική βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία οδήγησε σε δυο δεκαετίες ραγδαίας ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων των δυο χωρών, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από την κυβέρνηση Σαμαρά για τον τορπιλισμό του καλού διμερούς κλίματος.

ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ

Παράλληλα όμως η κυβέρνηση Σημίτη βαρύνεται με ένα θηριώδες πρόγραμμα εξοπλιστικών δαπανών που πιθανόν και να άγγιξε το μισό των συνολικών εξοπλιστικών δαπανών της Ελλάδας, από την «αγορά του αιώνα» του Ανδρέα Παπανδρέου στα μέσα της δεκαετίας του '80, μέχρι τη χρεοκοπία της χώρας το 2010 (για μια ανάλυση της συμβολής των εξοπλιστικών προγραμμάτων στη χρεοκοπία της χώρας βλ. -«ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ» -«ΚΙ ΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ;» ). Όμως η πλειονότητα των επικριτών του Σημίτη καμώνονται πως δεν ξέρουν τίποτα γι' αυτό.

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Από την εποχή της χρεοκοπίας της χώρας και μετά πλήθος δημοσιολογούντων αποδίδουν τη χρεοκοπία της χώρας στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων για την οποία μέμφονται το Σημίτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν μια σπατάλη η οποία, αν εξαιρέσει κανείς την πλούσια επαγγελματική εμπειρία που αποκομίσαμε όσες και όσοι εργαστήκαμε για την υλοποίησή τους, δεν άφησε κανένα όφελος για τη χώρα.

Όμως αυτοί που αποδίδουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 τη χρεοκοπία του 2010 καμώνονται πως δεν γνωρίζουν ότι το συνολικό τους κόστος σε έξι χρόνια ήταν όσο μέσος ετήσιος ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εθνικής άμυνας από το 1998 ως το 2010.

Τέλος, η διαδικασία της διεκδίκησης των αγώνων είχε ξεκινήσει το 1995, έναν ολόκληρο χρόνο πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σημίτης, εν μέσω αλαλαγμών ενθουσιασμού της κοινωνίας.  Για δε το γεγονός ότι ο τελικός λογαριασμός ήταν περίπου το τετραπλάσιο του αρχικού προϋπολογισμού, αυτό δυστυχώς έχει συμβεί σε όλες ανεξαιρέτως τις ολυμπιακές διοργανώσεις από το 1988 και μετά, οπότε... όχι, γι' αυτό δεν ευθύνεται ο Σημίτης.

Ο «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ»

Υπήρξε αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πολιτική απάτη της διακυβέρνησης Σημίτη. Σε μια εποχή που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις  και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις απαιτούσαν από όλες τις κοινωνίες να και όλες τις πολιτικές δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους και τις στρατηγικές τους, ο Κώστας Σημίτης συντάχθηκε με εκείνους τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι, με επί κεφαλής τους Τόνυ Μπλαιρ και Γκέρχαρντ Σρέντερ, υπέγραψαν το διαζύγιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τη φτωχολογιά.

Στο όνομα των μεταρρυθμίσεων και με πλειοψηφία σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στην ΕΕ, αποφασίστηκε η γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των κρίσιμης σημασίας υποδομών στις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τη δημόσια υγεία.

Με πρόσχημα τον ανταγωνισμό της Κίνας και άλλων «αναδυόμενων» χωρών -στις οποίες μετέφεραν οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις την αλυσίδα παραγωγής τους- οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες δρομολόγησαν την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων.

Με πρόσχημα την περιστολή της σπατάλης του δημόσιου τομέα δρομολόγησαν τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική αλληλεγγύη, την προστασία του περιβάλλοντος.

Αν σήμερα στην Ευρώπη η ακροδεξιά κάνει σχεδόν παντού πάρτι, οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στον «εκσυγχρονισμό» που δρομολόγησαν οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις εκείνης της εποχής.

Ειδικά σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση Σημίτη, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες χρήσιμες τομές, οι οποίες όμως δεν άφηναν αποτύπωμα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, όπως η ίδρυση του ΑΣΕΠ, το οποίο έβαλε μια στοιχειώδη τάξη στις προσλήψεις στο Δημόσιο, ή η ίδρυση του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος στην πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ως θεσμός υπήρξε αναμφισβήτητα αντάξιος του ονόματός του, δε έγινε κάποια μεταρρύθμιση προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δεν προωθήθηκε η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι ψηφιακές δυνατότητες για να περιοριστεί το πάρτι των φαρμακευτικών εταιρειών στη δημόσια υγεία, δεν έγινε καν προσπάθεια να επιταχυνθεί η έκδοση των συντάξεων.

ΔΕ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΟΥ ΚΗΔΕΥΕΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ, ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΕ ΤΟ ΜΙΣΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ

Την παραπάνω φράση την έκλεψα από μια γελοιογραφία στον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ του εκλεκτού συνάδελφου και φίλου Γιάννη Δερμεντζόγλου. Και πιστεύω ότι απηχεί απόλυτα, έστω  κι αν δεχτώ ότι εμπεριέχει κάποια δόση υπερβολής, την αίσθηση του μέσου πολίτη για τη διακυβέρνηση Σημίτη.

Όπως είπα και στην αρχή αυτού του άρθρου ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ρεαλιστής σε βαθμό ακραίου κυνισμού. Είχε ένα στόχο και τον ενδιέφερε, σε σημείο εμμονής σχεδόν, η επίτευξή του, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες -ακόμα κι αν αυτές ήταν σημαντικότερες από τον επιδιωκόμενο στόχο- κι αδιαφορώντας για το ποιόν των συνεργατών του, αρκεί να ήταν «αποτελεσματικοί».

Όμως ο εκάστοτε πρωθυπουργός κρίνεται και για την καθημερινή συμπεριφορά των συνεργατών του και για τον τρόπο που αντιδρά σε μη ανεκτές συμπεριφορές τους. Και στο κεφάλαιο αυτό ο Κώστας Σημίτης πήρε πολύ κάτω από τη βάση.


Γιάννης Χρυσοβέργης