Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ 25η ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ 2015
...Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία,
πέρασε εύκολα απ' τη μνήμη στην καρδιά,
Ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά...
(Ο ΔΡΟΜΟΣ, στίχοι Κωστούλα Μητροπούλου, μουσική και ερμηνεία Μάνος Λοΐζος)
ΜΙΑ ΚΡΙΣΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΜΝΗΣΙΑΣ
Περίμενα να περάσει μια εβδομάδα από την επέτειο της 25ης του Γενάρη 2015 και όχι τυχαία. Με είχε πιάσει μια τρελή περιέργεια να δω αν θα θελήσει να θυμηθεί κανείς την επέτειο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Και δυστυχώς οι προβλέψεις μου επιβεβαιώθηκαν. Με εξαίρεση μια ενδοκομματική εκδήλωση του ΜΕΡΑ25 και τη διανομή ενός βιβλίου από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ με άρθρα ανθρώπων που το Γενάρη του 2015 είχαν ήδη αρχίσει να αποστασιοποιούνται από το ΣΥΡΙΖΑ σιγή ασυρμάτου.
Από την Αριστερά φυσικά -για τους πολιτικούς σχηματισμούς και τα ΜΜΕ της μαφιοκρατίας η απόλυτη σιγή ήταν η επιβεβλημένη συμπεριφορά- , αρχής γενομένης από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Θαρρείς και ντρέπονται γιατί τόλμησαν να γεννήσουν ελπίδα στην κοινωνία. Ή γιατί προσπαθούν να γίνουν αρεστοί σε αυτούς που ποτέ δεν θα τους συγχωρήσουν την τοτινή αποκοτιά τους. Ή... δεν ξέρω τι άλλο να πω, δεν το χωράει ο νους μου.
Αλλά και από τις δυνάμεις της Αριστεράς που εξ αρχής ήταν επικριτικές έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ακούστηκε ούτε μια λέξη για την επέτειο αυτή. Σαν να μην τους αφορούσε αυτή η πολιτική άνοιξη που κράτησε επτά δραματικούς μήνες και κορυφώθηκε με εκείνο το μεγαλειώδες ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Ούτε κι αυτό μπορεί να το χωρέσει ο νους μου.
Γιατί για εμένα το επτάμηνο αυτό ήταν μια από τις τρεις πιο πυκνές πολιτικές περιόδους της ζωής μου. Οι άλλες δυο ήταν το πρώτο εξάμηνο της Μεταπολίτευσης κι η πρώτη διετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1983).
Και γιατί προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για την ευκαιρία που μας έδωσαν να πούμε ένα μαζικό ΟΧΙ στους ολιγάρχες εγχώριους και ξένους. Αλλά και γιατί, μετά την αναπόφευκτη ήττα, τη διαχειρίστηκαν προσπαθώντας με συνέπεια να ανακουφίζουν τη φτωχολογιά. Και με κάνουν έξαλλο για το γεγονός ότι δεν διεκδικούν πολιτικά ούτε την προσπάθεια που έκαναν για κάτι καλύτερο, ούτε τον τρόπο που διαχειρίστηκαν το τρίτο Μνημόνιο.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΑΘΙ
Τα παραπάνω είμαι βέβαιος ότι ξενίζουν πολλούς από τους φίλους και γνωστούς μου, με τους οποίους έχω μοιραστεί στο παρελθόν -ή και μοιράζομαι ακόμα- κοινά οράματα. Είναι όμως που εξ αρχής κρατούσα πολύ μικρό καλάθι εν όψει της επικείμενης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ για τρεις, κυρίως, λόγους.
Ο πρώτος ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων που, το 2014, ήταν συντριπτικός εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό που το 2010 αποτελούσε το μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί της κυβέρνησης Παπανδρέου -το οποίο με προσωπική του ευθύνη ο Γιώργος Παπανδρέου πέταξε στο καλάθι των αχρήστων και καταδικάστηκε, δικαίως, από την κοινωνία σε πολιτική ανυποληψία- η στάση πληρωμών, το 2015 είχε χάσει την ισχύ του. Μια στάση πληρωμών το 2010 θα προκαλούσε κρίση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, κατάρρευση των τιμών των μετοχών των τραπεζών που θα συμπαρέσυρε το σύνολο των Χρηματιστηρίων και καταρράκωση της αξιοπιστίας του ευρώ ως διεθνούς νομίσματος. Το 2015 η αθέτηση πληρωμών θα γίνονταν προς άλλα Κράτη-μέλη της ΕΕ και γι' αυτό οι επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα και στα διεθνή χρηματιστήρια σαφώς μικρότερες. Όμως τις μάχες δεν έχουμε συχνά την πολυτέλεια να αποφασίζουμε πότε και πού θα τις δώσουμε. Τις δίνουμε όταν πρέπει να τις δώσουμε και χαμένες είναι μόνο αυτές τις οποίες φοβηθήκαμε να δώσουμε. Όλες οι άλλες κάποια παρακαταθήκη αφήνουν.
Ο δεύτερος είχε να κάνει με το γεγονός ότι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός λαϊκού κινήματος. Το αντίθετο ίσχυε. Όσο η κοινωνία ήταν στους δρόμους κι αντιστέκονταν στη βαρβαρότητα των Μνημονίων -από το Μάη του 2010 μέχρι και τη νύχτα της επεισοδιακής κύρωσης του δεύτερου Μνημονίου από τη Βουλή, το Φλεβάρη του 2012- ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν καθηλωμένος στις δημοσκοπήσεις σε ποσοστά μεταξύ του 5% και του 6%. Όταν μετά την κύρωση δεύτερου Μνημονίου η κοινωνική αντίσταση μειώνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται σε λιγότερο από τρία χρόνια από το δημοσκοπικό 6% στο εκλογικό 35,5%. Πράγμα που σημαίνει ότι η ραγδαία αυτή εκλογική άνοδος συνοψίζονταν στο εξής απλό μήνυμα της κοινωνίας: «Δεν τα καταφέραμε στους δρόμους , δες τι μπορείς να κάνεις θεσμικά».
Τη σημασία αυτής της εξέλιξης, αμφιβάλλω αν υπήρξε δεύτερος άνθρωπος, πέρα από τον Αλέξη Τσίπρα, που να την κατανόησε. Επίσης, η ραγδαία εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δε συνοδεύτηκε από τη διεύρυνση της λαϊκής βάσης του κόμματος και τη δημιουργία αυτόνομων διαύλων επικοινωνίας του με την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα διανοούμενων κι αδιανόητων που φιλοκαλούσαν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούσαν μετά μαλακίας (οι λέξεις «ευτέλεια» και «μαλακία» αυστηρά με την αρχαιοελληνική τους έννοια)*. Κι αυτό φάνηκε με τρόπο ακραίο στις δημοτικές εκλογές του 2014, όταν το ΠΑΣΟΚ, που αγωνιούσε αν θα εκπροσωπηθεί στην επόμενη Βουλή, εξέλεξε πολλαπλάσιους δημάρχους από το ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη στις ευρωεκλογές είχε αναδειχθεί πρώτη πολιτική δύναμη.
Το δε πολιτικό του πρόγραμμα ήταν γεμάτο με μεγαλόστομες γενικολογίες και άδειο από συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των χαμηλών εισοδημάτων, των ανέργων, των συνταξιούχων, των εργαζομένων με μπλοκάκι. Κι όλα αυτά τα είχα επισημάνει λίγο πριν τις Ευρωεκλογές του 2014 στον ΑΤΑΚΤΟ ΛΟΓΟ ( ΤΟ ΠΗΡΑΤΕ ΛΑΘΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ Η ΒΑΡΚΑ ).
Ο τρίτος λόγος ήταν ότι, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και τα υπόλοιπα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούσαν να διανοηθούν, πολύ δε περισσότερο να διαχειριστούν, το ενδεχόμενο της αποχώρησης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Όμως, όταν εκ προοιμίου αποκλείεις το ενδεχόμενο της αποχώρησης από το ευρώ, είσαι ευάλωτος στους εκβιασμούς.
ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ
Για όλους αυτούς τους λόγους ο χρόνος αντίστασης που έδινα στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το Γενάρη του 2015 με το ζόρι ξεπερνούσε τα τέλη του Μάρτη του ίδιου χρόνου. Η πρώτη μεγάλη έκπληξη για εμένα ήταν ότι κατάφερε να αντισταθεί, παρά τα αμέτρητα τακτικά λάθη που διέπραξε, μέχρι τα μέσα του Ιούλη.Η δεύτερη ευχάριστη έκπληξη ήταν το ίδιο το Δημοψήφισμα και το εκπληκτικό 61% του ΟΧΙ, ενάντια στην υστερική προπαγάνδα των Βρυξελλών, των κάθε λογής ευρω-δοσιλόγων (Γερούν, γερά, σπασ' τους τον τσαμπουκά τσίριζαν) και του συνόλου των ΜΜΕ.
ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
Η κοινωνία βίωσε, και δικαίως, το τρίτο Μνημόνιο ως ήττα και μάλιστα βαριά. Αν όμως θελήσουμε να το αποτιμήσουμε ουσιαστικά πρέπει να δούμε το σημείο εκκίνησης των αξιώσεων της κάθε πλευράς. Οι μεν Βρυξέλλες αξίωναν για τρία χρόνια ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ, το οποίο η κυβέρνηση Σαμαρά είχε αποδεχθεί, η δε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονταν, δια στόματος Βαρουφάκη, ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα του 0,5%του ΑΕΠ. Σε απόλυτους αριθμούς η απόσταση των δυο πλευρών ήταν οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Αν δεχθούμε ότι η μέση λύση θα ήταν ένα πρωτογενές πλεόνασμα του 2,5% του ΑΕΠ ετησίως, οτιδήποτε θα ήταν πάνω από αυτό θα ήταν μια αποτυχία στη διαπραγμάτευση για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ως γνωστόν το τρίτο Μνημόνιο απαίτησε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί τρία χρόνια και, στη συνέχεια 2% ετησίως ως το 2060.
Ακόμα σημαντικότερη διαπραγματευτική αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν πέτυχε μια διευθέτηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους, πράγμα που θα βρούμε μπροστά μας στα επόμενα χρόνια.
Εντούτοις, ο τρόπος που ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε τη βαριά αυτή ήττα ήταν μια τρίτη ευχάριστη έκπληξη για εμένα. Το γεγονός ότι στο τέλος κάθε χρόνου προέκυπτε ένα υπερβάλλον πλεόνασμα που αποδίδονταν σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες -κυρίως συνταξιούχους-, πιστώνεται στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, έστω κι αν αυτό ούτε μια στιγμή δεν διεκδίκησε αυτή του την επιτυχία, το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες το γεγονός ότι δεν κατέρρευσε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας οφείλεται -πέρα από τον ηρωισμό του προσωπικού του- και στη διαχείριση του Παύλου Πολάκη, το γεγονός ότι δεν κατέρρευσαν τα Δημόσια σχολεία -πέρα από τον ηρωισμό των εκπαιδευτικών- οφείλεται και στη διαχείριση του Νίκου Φίλη.
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Δέκα χρόνια μετά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα άχρωμο, άοσμο και άγευστο κι εισπράττει τα επίχειρα της αυτοκτονικής του πολιτικής από το 2019 και μετά.
Το ότι δεν διεκδίκησε ούτε μια στιγμή όσα έκανε σωστά κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του και τα οποία, παρ' όλα αυτά το 80% των ανθρώπων που τον είχαν τιμήσει με την ψήφο τους το 2015 του τα πίστωσαν και ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους προς αυτόν το 2019.
Το ότι μετά τη δεινή ήττα του 2023 επέτρεψε σ' έναν τυχάρπαστο, που είναι αμφίβολο αν καταστατικά είχε δικαίωμα να διεκδικήσει την ηγεσία, να πάρει το κόμμα, και στη συνέχεια οι ηττημένοι σηκώθηκαν κι έφυγαν χωρίς να κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν το γιατί.
Όμως όλα αυτά είναι απλώς Ιστορία. Το σημερινό πρόβλημα είναι πως με αυτά και μ' εκείνα, η μόνη αντιπολίτευση στο μητσοτακικό καθεστώς που αντιλαμβάνεται η κοινωνία έχει ακροδεξιό χρώμα και άρωμα. Κι αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά.
Γιάννης Χρυσοβέργης
*Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» (Θουκιδίδου Ιστορία 2.40) «Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένομε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί» (Μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, 1998, σ.148)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου