Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ;

Ακόμα μια επέτειος λοιπόν; Ακόμα μια ευκαιρία για δεκάρικους υπέρ της Δημοκρατίας; Ακόμα μια ευκαιρία για βαθυστόχαστες -εντός κι εκτός εισαγωγικών- αναλύσεις, πολιτικές ομαφλοσκοπήσεις κι ιστορικές διερευνήσεις;
Ίσως κάποια απ' όλα τα παραπάνω να είναι χρήσιμα, όμως τίποτα απ' αυτά δεν έχω την πρόθεση να κάμω.
Είναι που η αποφράδα αυτή επέτειος μου φέρνει μνήμες έντονες, κι είναι που η φαιά πανούκλα του φασισμού απλώνεται και πάλι στην Ευρώπη.
Κι είναι που, για άλλη μια φορά, θέλω ν' αποτίσω φόρο τιμής στους λίγους που αντιστάθηκαν.



Ετοιμαζόμουν να φύγω για το σχολείο, μπροστά στον πάγκο του θυρωρού της πολυκατοικίας μας γινόταν έντονη συζήτηση. Βγήκε η μάνα μου κι έμαθε από τις γειτόνισσες ότι είχε γίνει δικτατορία. Λίγο μετά ήρθε στο σπίτι κι ο πατέρας μου, που δεν είχε καταφέρει να πάει στη δουλειά του, ο στρατός είχε αποκλείσει τους δρόμους. Με πήραν κι οι δυο παράμερα και μου είπαν ότι πια δεν πρέπει να μιλάμε πολιτικά στο δρόμο, γιατί θα μας βάλουν φυλακή. Τα τηλέφωνα είχαν κοπεί κι όλοι, συγγενείς και γείτονες, ανησυχούσαν για κάποιο γνωστό τους: είναι καλά; μήπως τους έπιασαν; Τη μέρα εκείνη, λίγες μέρες πριν κλείσω τα οκτώ μου χρόνια, έμαθα να μισώ τους δικτάτορες.
Στα μανάβικα και στα μπακάλικα είχαν σχηματιστεί ατέλειωτες ουρές. Στις γωνιές των δρόμων υπήρχαν στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη, που εμπόδιζαν την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων και δημιουργούσαν ένα απερίγραπτο χάος. Και το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο δημοτικά τραγούδια και πότε-πότε μετέδιδε ένα ακατάληπτο ανακοινωθέν της «Εθνικής Κυβερνήσεως».
Τις επόμενες ημέρες οι κακές ειδήσεις, για γνωστούς και γείτονες που τους είχαν πιάσει και τους είχαν στείλει στη Γυάρο έπεφταν βροχή. «Πιάσανε τον Παπανδρέου», μου είπε μια μέρα ένας φίλος μου δυο χρόνια μικρότερος από εμένα ενώ παίζαμε. «Σουτ, θα πάνε οι γονείς μας φυλακή αν σ' ακούσουν», του απάντησα πριν προλάβει η μάνα του να τον ανακαλέσει στην τάξη.
Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, έπαιζα με φίλους στο σπίτι της γιαγιάς μου στον προσφυγικό συνοικισμό των Κουντουριώτικων. Ξαφνικά μια είδηση κυκλοφόρησε σαν αστραπή: «αποφυλακίζουν τον Ανδρέα Παπανδρέου». Ούτε που το κατάλαβα πώς, παιδιά, νέοι, γέροι, άνδρες και γυναίκες, όσοι βρίσκονταν στο συνοικισμό εκείνη την ώρα τέλος πάντων, τρέξαμε στις φυλακές Αβέρωφ. Θυμάμαι μια ξανθιά γυναίκα στην είσοδο των φυλακών, κι άκουσα τους μεγάλους να λένε πως ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου. Οι χωροφύλακες -υπεύθυνη για την εξωτερική φρούρηση των φυλακών ήταν η Χωροφυλακή κι όχι η Αστυνομία Πόλεων- δεν ήξεραν τι να κάνουν. Περιμέναμε ώρα πολλή, ώσπου βαρεθήκαμε και φύγαμε. Η παρουσία μας μπροστά στις φυλακές καθυστέρησε την απελευθέρωση για μερικές ώρες.
Σιγά-σιγά, άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή μας οι ελληνικές εκπομπές των ξένων ραδιοφωνικών σταθμών: το BBC, το Παρίσι, η Ντώυτσε Βέλλε και, για κάποιους άλλους η Φωνή της Αλήθειας κι η Μόσχα.
Τα βράδια στις παρέες, όταν είχε ρεύσει το κρασί, σε κάποια σπίτια έβαζαν, προσεχτικά για να μην ακούσουν οι γείτονες, δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη. Τα αντικαθεστωτικά ανέκδοτα γυρνούσαν από στόμα σε στόμα. Η Χούντα όμως καλά κρατούσε.
Όχι πως δεν υπήρχαν αντιστασιακές οργανώσεις. Κάθε λίγο και λιγάκι ο ελεγχόμενος τύπος μας ενημέρωνε για την εξάρθρωση κάποιας «κομμουνιστικής οργανώσεως». Πέντε συλλήψεις τη μια, είκοσι την άλλη, δέκα με δεκαπέντε την τρίτη. 
Όμως πλήθη λαού αποθέωναν τους συνταγματάρχες στο Παναθηναϊκό Στάδιο κι οι Πειραιώτες ήταν υπερήφανοι που ο ανεκδιήγητος δήμαρχός τους είχε ντύσει τους οδοκαθαριστές με λευκές στολές σαν να ήταν παγωτατζήδες κι είχε αντικαταστήσει στις πλατείες τα λουλούδια με πλαστικά.
Η αντίσταση στη Χούντα των συνταγματαρχών υπήρξε πράγματι μεγαλειώδης. Όχι όμως για τη μαζικότητά της, ούτε για την αποτελεσματικότητά της. Αλλά για την απελπιστική μοναξιά αυτών που αντιστάθηκαν.
Αν εξαιρέσει κανείς την πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, χρειάστηκε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια για να δούμε την πρώτη άξια λόγου, από άποψη μαζικότητας, αντιδικτατορική διαμαρτυρία, με την κατάληψη της Νομικής. Ύστερα, ήρθε το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου και λίγες μέρες μετά το Πολυτεχνείο.
Κι όταν, εξ αιτίας της γεωπολιτικής κρίσης που από δική τους αλαζονεία δημιούργησαν, με το πραξικόπημα στην Κύπρο και την αναμενόμενη τουρκική στρατιωτική επέμβαση, οι συνταγματάρχες κατέρρευσαν, ο τόπος γέμισε από «αντιστασιακούς». Τόσους που αναρωτιόταν κανείς, πώς άντεξε η Χούντα τόσα χρόνια. 
Τα χρόνια πέρασαν, κι οι βρυκόλακες του απριλιανού καθεστώτος αισθάνονται, μετά από χρόνια αιδήμονος σιωπής και ανακύκλωσης στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα -ο χαμαιλεοντισμός είναι μια από τις αρετές τους- και πάλι πως μπορούν να επαίρονται για την επταετία της φρίκης. 
Άλλωστε, όπως και στα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας, -όταν επιφανείς αρθρογράφοι του «εθνικώς σκεπτόμενου» τύπου αναζητούσαν «ένα λοχία»  «δια να προστατεύση το έθνος εκ της κομμουνιστικής οχλοκρατίας»- και πάλι «επιφανείς» σχολιαστές των δημοκρατικώς και ευρωπαϊκώς και μεταρρυθμιστικώς σκεπτομένων» ΜΜΕ, προβάλλουν αναίσχυντα την περιστολή -οι πιο ακομπλεξάριστοι και την κατάργηση- των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πλέκουν το εγκώμιο των ενόπλων συμμοριών ατάκτων, που περιφέρονται στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου, δέρνοντας -πιθανότατα και δολοφονώντας, δεν έχει ξεκαθαρίσει αν η δολοφονία των δυο προσφύγων στον Έβρο το Μάρτιο ήταν έργο στρατιωτικών η παραστρατιωτικών- πρόσφυγες, δημοσιογράφους κι όποιον άλλον τολμάει να ορθώσει το ανάστημά του.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Υ.Γ. Παραθέτω τρία τραγούδια που κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ενδεικτικά της μοναξιάς των ανθρώπων που αντιστάθηκαν. Ακούστε τα

Δεν υπάρχουν σχόλια: