Ανεξαρτήτως
του τι στάση θα αποφασίσει να τηρήσει έναντι της Τουρκίας η ελληνική κυβέρνηση
η περαιτέρω κλιμάκωση ή ύφεση της ελληνοτουρκικής κρίσης εξαρτάται απολύτως από
τις εξελίξεις στη συριακή κρίση.
Στην
οποία η δυνατότητα παρέμβασης του ελληνικού Κράτους είναι η ίδια με την
ικανότητα της μέδουσας να επηρεάσει το πού θα την πάει το κύμα*, καθώς,
οι εμπλεκόμενοι είναι υπερβολικά πολλοί κι ο καθένας από αυτούς έχει τους
δικούς του στόχους, οι οποίοι συγκρούονται, εν μέρει ή εν όλω, με αυτούς όλων
των υπολοίπων.
Τρία
εικοσιτετράωρα πέρασαν από τη στιγμή που ο Τούρκος πρωθυπουργός, Μπιναλί
Γιλντιρίμ, έπαιρνε τηλέφωνο τον Αλέξη Τσίπρα για να τον συλλυπηθεί για τον
θάνατο του σμηναγού Γιώργου Μπαλταδώρου, μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος άνθρωπος
ανακοίνωνε «επιχείρηση Τούρκων κομάντος για κατέβασμα της ελληνικής σημαίας από
τη νησίδα Μικρός Ανθρωποφάς, όπου την είχαν τοποθετήσει κάτοικοι των
Φούρνων».
Δε
θα σταθούμε στο αν όντως συνέβη ή δε συνέβη η επιχείρηση, αν οι Τούρκοι
καταδρομείς πέρασαν όντως χωρίς να γίνουν αντιληπτοί κάτω από τη μύτη των φρουρών της Σάμου, του
Αγαθονησίου και των Φούρνων ή αν πρόκειται για κλασική προπαγάνδα που στοχεύει
στη δημιουργία σύγχυσης στον εχθρό.
Θα
σταθούμε σε αυτό που άλλαξε μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες στη Συρία, και το
οποίο δεν ήταν άλλο από την έκταση και τη σοβαρότητα -τη μη σοβαρότητα για να
είμαστε ακριβέστεροι- της επίθεσης των Δυτικών, σε αντίποινα για την
αμφιλεγόμενη χρήση χημικών όπλων από τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Την
περασμένη Πέμπτη όλοι περίμεναν μια σαρωτική στρατιωτική επέμβαση της συμμαχίας
των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας στη Συρία. Η Ρωσία
προειδοποιούσε ότι «δε θα μείνει απαθής» κι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εμφανώς
ανήσυχος για το ενδεχόμενο να κληθεί ν' αποφασίσει μέσα σε λεπτά της ώρας αν θα
μείνει με τη Δύση ή αν θα πάει με τη Ρωσία και το Ιράν, καλούσε τα μέρη να
«επιδείξουν αυτοσυγκράτηση».
Σήμερα
το πρωί όλοι γνώριζαν ότι η περιβόητη δυτική σαρωτική απάντηση ήταν εκατό
περίπου πύραυλοι που έπληξαν εγκαταστάσεις τις οποίες οι δυνάμεις του αλ Άσαντ
είχαν προηγουμένως εκκενώσει, ενώ η Ρωσία και οι Δυτικοί επιδίδονταν σε πόλεμο
ανακοινώσεων προπαγάνδας για εσωτερική κατανάλωση.
Επιστροφή
στην κανονικότητα λοιπόν -προσωρινά τουλάχιστον-, άρα η Τουρκία μπορεί
ανεμπόδιστα να συνεχίσει την κλιμάκωση της έντασης με την Ελλάδα. Οι εκτιμήσεις
της τουρκικής ηγεσίας θα ήταν εντελώς διαφορετικές αν το περασμένο
Σαββατοκύριακο τα πράγματα είχαν εξελιχτεί σε μια νέα κρίση της Κούβας.
Αν
κάτι πρέπει να κρατήσουμε από την δυτική επίθεση στη Συρία που κατέληξε σε
φούσκα, είναι πως ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία έχουν συνειδητοποιήσει ότι στη Συρία κερδίζουν οι Ρώσοι και το Ιράν, κατάσταση την οποία επιθυμούν να αντιστρέψουν, χωρίς όμως να έχουν κάποια στρατηγική και, κυρίως, μη μπορώντας να τιθασεύσουν τον ανελέητο ανταγωνισμό ανάμεσα σε δυο σημαντικούς τους συμμάχους, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία, για την ηγεσία του σουνιτικού Ισλάμ, έναν ανταγωνισμό που οδήγησε την πρώτη σε σύμπλευση με τη Ρωσία με το Ιράν.
Διότι αν κάτι κοινό υπάρχει ανάμεσα στην κλιμάκωση της κρίσης από πλευράς Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο και στη διεκδίκηση, μετά από έναν ολόκληρο αιώνα, της ηγεσίας του σουνιτικού Ισλάμ από τη Σαουδική Αραβία, είναι η πεποίθηση του Ερντογάν ότι η Τουρκία είναι πλέον σε θέση να ανακτήσει την επιρροή που είχε μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και, ως μεσαίας ισχύος δύναμη, να ρυθμίζει τις συμμαχίες της ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Έτσι επιθυμεί να παραμείνει σημαίνον μέλος του ΝΑΤΟ, συμμαχώντας ταυτόχρονα με τη Ρωσία και το Ιράν στη Συρία και στηρίζοντας το Κατάρ στην αντιπαράθεσή του με τη Σαουδική Αραβία, ώστε να πλήξει καίρια την επιρροή της τελευταίας στη Μέση Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει Ουιγούρους εθνικιστές και τζιχαντιστές στην Κίνα κι επιδιώκει να περιορίσει τη ρωσική επιρροή στις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Κι ενώ είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και το ΝΑΤΟ είναι εξαιρετικά εκνευρισμένοι από τη σύμπλευση της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν στη Συρία, δεν έχουν καμία διάθεση να απωλέσει η Ατλαντική Συμμαχία τον τουρκικό στρατό, τον δεύτερο σε μέγεθος μετά από αυτό των ΗΠΑ.
Εξ ίσου προφανές είναι όμως ότι η Δύση δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να δει ταπεινωμένο τον άλλο στρατηγικό της σύμμαχο στη Μέση Ανατολή, τη Σαουδική Αραβία. Ούτε και διαθέτει πειστικά μέσα προσέγγισης των δυο αντιπάλων μιας και οι αντιπρόσωποί της στο συριακό παζλ περιορίζονται στους Κούρδους, που με τη σειρά τους είναι κόκκινο πανί για την Τουρκία.
Όσο λοιπόν στη Συρία η Τουρκία θα κινείται σε τεντωμένο σχοινί, μεταξύ της σύμπλευσής της με τη Ρωσία και το Ιράν και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της ως μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας, θα εκνευρίζει με τη συμπεριφορά της τους Δυτικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους θα την αντιμετωπίζουν ως αβέβαιο σύμμαχο.
Στην περίπτωση αυτή δεν θα επιδιώξει κάποιο θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα και η όποια κλιμάκωση θα παραμείνει σε επίπεδο φραστικών απειλών, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και το «ατύχημα» η διαχείριση του οποίου, όπως εξήγησα στο Φάντασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου , μόνο εύκολη δε θα είναι.
Υπάρχουν όμως και δυο άλλα ενδεχόμενα: είτε ο Ερντογάν να αποφασίσει να βάλει στον πάγο προσωρινά την αντιπαράθεσή του με τη Σαουδική Αραβία, να ευθυγραμμιστεί με τη Δύση και να επιδιώξει κάποια απτά άμεσα οφέλη μέσω μιας κρίσης με την Ελλάδα, είτε να παγιωθεί στη Συρία μια ασταθής μεν ισορροπία, η οποία όμως θα απαιτεί μικρή δέσμευση στρατιωτικών δυνάμεων και διπλωματικών ενεργειών και επομένως δε θα στέκεται εμπόδιο στην κλιμάκωση μιας κρίσης με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Προσωπικά δίνω μικρότερες πιθανότητες στο πρώτο από τα δυο ενδεχόμενα, μιας και θα συνιστά μια στρατηγική αναδίπλωση για την Τουρκία, η οποία δε θα μπορέσει να επανέλθει σύντομα στη διεκδίκηση της ηγεσίας του σουνιτικού Ισλάμ.
Το δεύτερο ενδεχόμενο αντιθέτως έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες και, στην περίπτωση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με οδυνηρά διλήμματα, μιας και ο ελληνικός - και ο ελληνοκυπριακός- πολιτικός κόσμος κλώτσησαν στις προηγούμενες δεκαετίες όλες ανεξαιρέτως τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν για μια εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία.
Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής μυωπίας ήταν το πέταγμα στα σκουπίδια της Συμφωνίας του Ελσίνκι, το 1999, που προέβλεπε την από κοινού προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αν ως το Δεκέμβρη του 2004 οι δυο χώρες δεν είχαν καταφέρει να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση στο Αιγαίο-. Πράγμα που συνδυάστηκε με την «υπερήφανη» απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκύπριους.
Σήμερα όμως είναι σαφές ότι στο Αιγαίο η Τουρκία δεν μιλά πλέον για γκρίζες ζώνες. Διεκδικεί ευθέως την κυριαρχία σε σειρά νησιών και νησίδων επτά - οκτώ από τα οποία κατοικούνται.
Δεύτερον, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να προσδοκά καμία απολύτως νατοϊκή υποστήριξη -αυτό το έχει καταστήσει εδώ και αρκετές εβδομάδες σαφές ο γ.γ. του ΝΑΤΟ- αλλά ούτε και μονομερή υποστήριξη από ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία, οι οποίες, σημειωτέον, δεν διαθέτουν στην παρούσα φάση κάποιο πειστικό μέσο πίεσης προς την Τουρκία (ο βομβαρδισμός της με πυραύλους από τον αμερικανικό στόλο μόνο ως όνειρο θερινής νυκτός Ελληναράδων που ζουν σε εικονική πραγματικότητα πρέπει να εκλαμβάνεται) .
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, εν όψει της επικείμενης επίσκεψης Γιουνκέρ στην Αθήνα στα τέλη Απριλίου κατά την οποία αναμένεται να εκφωνήσει και ομιλία στη Βουλή, πηγές της ΕΕ διαρρέουν ότι «θα συστήσει στην Ελλάδα αυτοσυγκράτηση σε σχέση με την Τουρκία».
Σε Ελλάδα και Κύπρο, κυβέρνηση και κοινωνία πρέπει, κάτω από αυτές τις συνθήκες ν' αρχίσουν να συζητούν αν αντέχουν το οικονομικό και, κυρίως, το ανθρώπινο κόστος ενός μακροχρόνιου πολέμου με την Τουρκία, στον οποίο η Ελλάδα θα είναι μόνη της, με τους δυτικούς συμμάχους ανησυχούντες μεν, άπραγους δε.
Και για αρχή να καταστεί σαφές σε συμπαθείς δημάρχους όπως αυτός των Φούρνων, οι οποίοι νομίζουν ότι μπορούν να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της χώρας αναρτώντας σημαίες σε σκουπόξυλα, ότι δουλειά τους είναι να μαζεύουν τα σκουπίδια, να μην έχουν λακκούβες οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια και, γενικά να λειτουργούν άρτια οι δημοτικές υπηρεσίες. Και να τους υπενθυμιστεί επίσης, για την περίπτωση κατά την οποία επιθυμούν να προσελκύσουν ψηφαλάκια και να εκλεγούν βουλευτές, ότι ο πρώτος διδάξας αυτής της τακτικής, ο Δημήτρης Διακομιχάλης, Δήμαρχος Καλύμνου, που προκάλεσε με τα καμώματά του την κρίση των Ιμίων , πήγε άπατος στις εκλογικές αναμετρήσεις που διεκδίκησε βουευτικό αξίωμα.
Γιάννης Χρυσοβέργης
*Δανείστηκα την παρομοίωση της μέδουσας από το Νίκο Μπελογιάννη (γιο του ανθρώπου με το γαρύφαλλο) που τη χρησιμοποίησε σήμερα σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο 247 88,6 FM.