Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η ΕΝΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ

Εν μέσω κλιμακούμενης κρίσης στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία επιλέγει την όξυνση στην Κύπρο, προκαλώντας έκδηλη ανησυχία σε ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση.
Οι οποίες  αιφνιδιασμένες  αντιδρούν με τρόπο που δείχνει απουσία στόχων και στρατηγικής έναντι της Τουρκίας.

Η τουρκική βίαιη αντίδραση στην έναρξη των ερευνών της κυπριακής κυβέρνησης για υδρογονάνθρακες έπιασε στον ύπνο  τόσο την ελληνική όσο και την κυπριακή πλευρά.
Οι μέχρι τώρα αντιδράσεις των δυο κυβερνήσεων αποδεικνύουν ότι, σε μια περίοδο όπου τα δεδομένα μεταβάλλονται καθημερινά, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση είχαν βασίσει τη στρατηγική τους σε μια σειρά από λανθασμένες ή υπερεκτιμημένες παραδοχές και στην υποτίμηση της σημασίας της κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Η πρώτη από αυτές ήταν πως αρκούσε η ανάθεση των ερευνών για τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων σε ισραηλινά και αμερικανικά συμφέροντα για την αποτροπή μιας βίαιης τουρκικής αντίδρασης.
Η δεύτερη αφορούσε στην πεποίθηση ότι, από τη στιγμή που τα κυπριακά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, έμελλε να συνεισφέρουν σημαντικά  - πράγμα το οποίο μέχρι τώρα μάλλον δεν έχει αποδειχθεί με τρόπο μη αποδεχόμενο αμφισβήτηση - στην ενεργειακή ανεξαρτητοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Ρωσία, τυχόν παρεμπόδιση της εκμετάλλευσής τους από την Τουρκία θα προκαλούσε την άμεση και έντονη αντίδραση σύσσωμης της Δύσης.
Με αυτές τις δυο παραδοχές η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση πορεύτηκαν σε πλήρη μακαριότητα εδώ και δυο σχεδόν χρόνια, αγνοώντας προκλητικά όλες τις ενδείξεις.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έλαβε υπ' όψιν της ότι η κατηγορηματική άρνηση των ΗΠΑ να δεχτούν την μονομερή ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ στο Αιγαίο - η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε με τη μορφή «προειδοποίησης» του Αμερικανού υφυπουργού εξωτερικών προς τον Αλέξη Τσίπρα, στη διάρκεια εθιμοτυπικής τους συνάντησης, ότι «τυχόν μονομερής ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ στο Αιγαίο θα προκαλέσει τη βίαιη αντίδραση της Τουρκίας» - θα μπορούσε να σημαίνει επίσης και την απροθυμία τους να ασκήσουν πίεση στην Τουρκία σε περίπτωση ανάλογης κρίσης στην Κύπρο.
Ακόμα η ελληνική, αλλά και οι κυπριακές κυβερνήσεις των Χριστόφια - Αναστασιάδη, υιοθέτησαν μια στατική άποψη για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, που τις ήθελε «ψυχρές» λόγω της  «κρίσης των Τουρκοϊσραηλινών σχέσεων». 
Το ότι οι Αμερικανοί δεν χαίρονται για την πολιτική ανεξαρτησία του Ερντογάν δε χωράει αμφιβολία. Όμως από αυτό μέχρι το σημείο να μη βλέπει κανείς ότι ο Ερντογάν όλα αυτά τα χρόνια - με εξαίρεση της άρνησή του, το 2003,  να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων από τη χώρα του για να επιτεθούν στο Ιράκ από βορρά - ουδέποτε έχει συγκρουσθεί με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, υπάρχει τεράστια απόσταση. Και είναι απορίας άξιο το γιατί, τόσο η ελληνική, όσο και οι κυπριακές κυβερνήσεις, βαυκαλίζονταν όλο αυτό το διάστημα με την πεποίθηση ότι «αν οι Τούρκοι κάνουν τους άγριους θα βρουν μπροστά τους το Ισραήλ και τις ΗΠΑ».
Πολύ χειρότερα δε, αγνόησαν προκλητικά την καταιγιστική κλιμάκωση της κρίσης στη Συρία και στο Ιράκ, με όλες τις ανακατατάξεις που αυτή θα μπορούσε να επιφέρει στη στρατηγική σημασία της μιας ή της άλλης χώρας.
Βρέθηκαν έτσι αμφότερες χωρίς ξεκάθαρη τακτική - για στρατηγική ούτε λόγος να γίνεται - απέναντι στην αποστολή του ερευνητικού σκάφους Barbaros, με τη συνοδεία πλοίων του στόλου στην κυπριακή ΑΟΖ. Τρέμουν ένα θερμό επεισόδιο, διότι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως αυτό, αφ' ενός δεν είναι απίθανο, αφ' ετέρου υπάρχει κίνδυνος ουδείς να το αποτρέψει, αν και ουδείς στη Δύση το επιθυμεί. Και βεβαίως, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση Ελλάδας και Κύπρου, η πολιτική έκβαση ενός θερμού επεισοδίου είναι προδιαγεγραμμένη.
Η θέση Ελλάδας και Κύπρου υπό αυτές τις συνθήκες είναι δεινή. Η αντίδραση του νέου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στις εκκλήσεις Βενιζέλου για «κατανόηση των ελληνικών θέσεων», μιας και η Ελλάδα «ακόμα και σε συνθήκες κρίσης δαπανά για την άμυνα πολύ παραπάνω από το 2% που ζητά από τα κράτη μέλη η Συμμαχία», ήταν μια παραίνεση  «προς όλα τα μέρη να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, διότι η Συμμαχία πρέπει να αντιμετωπίσει εξωτερικές απειλές, τη Ρωσία και το Ισλαμικό Κράτος, και πρέπει να είναι ενωμένη».
Στο ίδιο κλίμα, αν και πιο διπλωματικές, ήταν οι αντιδράσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ στις ελληνικές και κυπριακές εκκλήσεις για πιέσεις προς την Τουρκία.
Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται σαφές πως το δίλημμα που τίθεται για την ελληνική και την κυπριακή κυβέρνηση είναι αν θα υποχωρήσουν για να μη γίνει θερμό επεισόδιο ή αφότου γίνει θερμό επεισόδιο.
Είναι επίσης σαφές ότι τα περιβόητα κοιτάσματα της κυπριακής ΑΟΖ κινδυνεύουν να γίνουν από εργαλείο πίεσης προς την Τουρκία θηλειά στο λαιμό της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης (Βλ. ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΧΑΜΗΛΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΥΣ)
Σε αυτό ακριβώς το κλίμα και με την Τουρκία να θέτει ευθέως ζήτημα «είτε συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, είτε θεσμοθέτηση της διχοτόμησης του νησιού», Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να προσδιορίσουν ποιο είναι το αποδεκτό όριο απωλειών και τι ακριβώς ανταλλάγματα, ποσοτικά και ποιοτικά, επιθυμούν, στη διαπραγμάτευση για το μέλλον της Κύπρου.
Καλό θα ήταν δε, με δεδομένο ότι η όποια λύση θα είναι πολύ χειρότερη για τους Ελληνοκύπριους από το Σχέδιο Ανάν, που μετά βδελυγμίας απέρριψαν πριν από δέκα χρόνια, να αρχίσει η συζήτηση μήπως η διχοτόμηση με κάποιους όρους, οι οποίοι πρέπει να προσδιοριστούν, είναι μια πιο αποδεκτή λύση.
Βεβαίως, στην περίπτωση της διχοτόμησης οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι οι Τουρκοκύπριοι, μιας και, ανεπαισθήτως και παραδόξως, η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (που εμείς οι Έλληνες αποκαλούμε «ψευδοκράτος») έχει κατακτήσει περισσότερη και ποιοτικότερη Δημοκρατία από την Τουρκία. Αυτό όμως είναι άλλου παππά Ευαγγέλιο. Και το χειρότερο, μη εκμεταλλεύσιμο από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Η «περήφανη απόρριψη» του Σχεδίου Ανάν έχει αφήσει κι εδώ το αποτύπωμά της.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Δεν υπάρχουν σχόλια: