Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

ΣΤ' ΑΧΥΡΑ ΨΑΧΝΟΥΝΕ ΨΥΛΛΟΥΣ ΓΙΑ  ΝΑ 'ΒΡΟΥΝΕ;
Μια περιήγηση σε μερικά από τα ταμπού της Ιστορίας της Αριστεράς

Είχα την ευκαιρία να διαβάσω τους τελευταίους μήνες τρία πρόσφατα και πολύ ενδιαφέροντα βιβλία που θίγουν κάποιες πτυχές της Ιστορίας της Αριστεράς πολύ λίγο γνωστές.

Πρόκειται για το ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, του Δημήτρη Δαμασκηνού, το LOS BUENOS ANTIFASCISTAS, του Γιάννη Παντελάκη και το «Ο ΜΠΕΖΕΝΤΑΚΟΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΓΕΙΑ» του Νίκου Παπαδάτου.

Κοινό στοιχείο των τριών συγγραφέων είναι ο επαγγελματικός σεβασμός στις πηγές κι η επιθυμία τους να αναδείξουν «ξεχασμένες» στιγμές της ελληνικής Αριστεράς.

Θα τα παρουσιάσω εν συντομία, παραθέτοντας συνάμα και τα ερωτηματικά που μου γέννησαν και τα οποία συνιστούν προκλήσεις για πιο ενδελεχείς έρευνες στα συγκεκριμένα θέματα, τηρώντας τη χρονολογική σειρά της έκδοσής τους.

Γιατί όταν θάβουμε βαθιά τη μνήμη, όταν την εξοστρακίζουν η λογοκρισία κι η αυτολογοκρισία, αυτή βρικολακιάζει και μας εκδικείται.

ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, Μαρτυρίες, ντοκουμέντα και δημοσιεύματα για τις εκτοπίσεις αγωνιστών στη Γαύδο

Το βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού, Εκδόσεις ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, Αθήνα 2020, πραγματεύεται τις συνθήκες ζωής των κομμουνιστών πολιτικών κρατούμενων σε ένα εξόχως τουριστικό νησί εδώ και δυο δεκαετίες, τη Γαύδο, το νοτιότερο σημείο της ελληνικής επικράτειας. 

Αγαπημένος τόπος θερινών διακοπών για χιλιάδες Αριστερούς, ελάχιστοι από τους οποίους όμως έχουν ακούσει πως, στη δεκαετία του '30 κυρίως και δευτερευόντως στον Εμφύλιο,  το νησί υπήρξε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των εξορίστων, μακράν, ο χειρότερος τόπος εξορίας.

Ο συγγραφέας, δίνει τον πρώτο λόγο στις μαρτυρίες των εξόριστων, οι οποίοι περιγράφουν τις ζοφερές συνθήκες της διαβίωσής τους, καθώς, δεν είχαν πού να διαμείνουν -δωμάτια δεν υπήρχαν στο νησί, οι κάτοικοι ζούσαν σε κάτι άθλιες καλύβες- κι αναγκάστηκαν να χτίσουν τα καταλύματά τους με τα χέρια τους, τρόφιμα δεν υπήρχαν ούτε για τους υποσιτισμένους ντόπιους, ενώ δεν έφταναν στα χέρια τους ούτε καν τα χρήματα και τα πακέτα που τους έστελναν οι φίλοι και συγγενείς τους (τα κατακρατούσε με διάφορα προσχήματα η Χωροφυλακή στα Σφακιά).

Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν πως, από όλα τα νησιά που έγιναν τόποι εξορίας στο Μεσοπόλεμο (εκτός από τη Γαύδο ήταν η Ανάφη, η Φολέγανδρος, η Σίκινος, ο Αη Στράτης κ.α.), μακράν χειρότερη ήταν η κατάσταση στη Γαύδο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, που αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές περιόδους: την περίοδο 1929-1936, όταν με βάση το ιδιώνυμο της κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου οι κομμουνιστές εξορίζονται με απλές διοικητικές αποφάσεις, τη Μεταξική δικτατορία και τον Εμφύλιο. Ιδιαίτερο κεφάλαιο, στην πρώτη ενότητα, αφιερώνεται στους Αρχειομαρξιστές και τροτσκιστές εξόριστους, οι οποίοι συγκροτούσαν ξεχωριστή κοινότητα.

Η αξία του, πέρα από την εξαιρετική τεκμηρίωσή του, συνίσταται στο ότι ανοίγει για περαιτέρω ιστορική διερεύνηση το θέμα των διώξεων σε βάρος των κομμουνιστών πριν τη Μεταξική δικτατορία

Η ανάγνωση του βιβλίου και οι συζητήσεις που είχα την τύχη να κάνω με το συγγραφέα στα Χανιά μου γέννησαν ένα ερώτημα: Γιατί στην, πλούσια, ιστοριογραφία της Αριστεράς οι μαρτυρίες για τη Γαύδο -και τα άλλα μικρά νησιά- είναι τόσο βαθιά κρυμμένες;

Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι, εν μέρει, προφανής. Στη μεν διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας η καταστολή ήταν γενικευμένη και σε παρεμφερείς συνθήκες κλήθηκαν να ζήσουν κι οι, ολιγαριθμότεροι μεν υπαρκτοί δε,  μη κομουνιστές κρατούμενοι. Στη διάρκεια δε του Εμφυλίου και των μετεμφυλιακών χρόνων, η φρίκη των κολαστηρίων της Μακρονήσου και της Γυάρου επισκίασε τις βάρβαρες συνθήκες διαβίωσης των εξορίστων σε άλλα νησιά.

Γιατί όμως αποσιωπάται η περίοδος 1929-1936; Επ' αυτού εικασίες μόνο μπορούν να διατυπωθούν.

Η δική μου είναι πως καθοριστικό ρόλο στην αποσιώπηση των διώξεων των κομμουνιστών σε εκείνη την περίοδο έπαιξε το αφήγημα της συμπόρευσης των Δημοκρατικών δυνάμεων, που έλαβε σάρκα και οστά με την κοινή κάθοδο στις εκλογές του 1956 των κομμάτων του Κέντρου και της ΕΔΑ υπό το βάρος της άγριας καταστολής του Κράτους της Δεξιάς στη δεκαετία του '50,  έμεινε ζωντανό κι ενισχύονταν καθημερινά σε επίπεδο συλλογικής συνείδησης τόσο των Αριστερών όσο και των Κεντρώων ψηφοφόρων -παρά τη διακηρυγμένη εχθρότητα προς αυτό του Γεωργίου Παπανδρέου- στα χρόνια μέχρι τη Δικτατορία κι ήταν ηγεμονικό -μια ματιά στον αριθμό των συνεργασιών μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς, του ΠΑΣΟΚ και της ΕΔΗΚ σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης το αποδεικνύει- στα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέχρι το 1985.

Δεν ήταν εύκολο, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, να αναδειχθεί ο αυταρχισμός του Ελευθέριου Βενιζέλου -ο οποίος διατηρούσε ένοπλο παρακρατικό μηχανισμό, τους Γυπαραίους από το όνομα του Γύπαρη που ήταν αρχηγός τους, και, όπως άλλωστε και οι αντίπαλοί του του Λαϊκού Κόμματος, κάθε φορά που έχασε εκλογές οργάνωσε απόπειρα πραξικοπήματος- που στη συνείδηση των Κεντρώων ψηφοφόρων -αλλά και πολλών Μικρασιατικής καταγωγής πολιτών οι οποίοι εντάχθηκαν στην Αριστερά στην Κατοχή- είχε το φωτοστέφανο του Εθνάρχη. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι το ΚΚΕ μόλις στα μέσα της δεκαετίας του '90 άρχισε να ενδιαφέρεται για την ανάδειξη της ιστορίας των εξορίστων στη Γαύδο.

Η υπόθεση αυτή θέτει βεβαίως το ερώτημα αν η αποσιώπηση ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής αυτολογοκρισίας -πού να ψάχνεις τώρα περσινά ξινά σταφύλια;- ή εκπορεύτηκε από πολιτικές αποφάσεις του ΚΚΕ και, μεταδικτατορικά, του ΚΚΕ εσωτερικού.

Εκτιμώ ότι σίγουρα είμαστε αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο συλλογικής αυτολογοκρισίας υπέρ της προστασίας της συμμαχίας των προοδευτικών δυνάμεων, όπως ο καθένας την αντιλαμβάνονταν. Δε μπορώ να αποκλείσω και το ενδεχόμενο της ύπαρξης και κάποιας κομματικής γραμμής, όμως αυτό μένει να αποδειχτεί από μια νέα ιστορική έρευνα στα αρχεία του ΚΚΕ, τα οποία, ως γνωστόν, ανοίγουν κατ' επιλογή.

LOS BUENOS ANTIFASCISTAS, Η Ιστορία των Ελλήνων Εθελοντών του Ισπανικού Εμφυλίου μέσα από τα άγνωστα αρχεία των Διεθνών Ταξιαρχιών

Το βιβλίο του Γιάννη Παντελάκη, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα 2021, έχει το πλεονέκτημα, που απορρέει από τη δημοσιογραφική ιδιότητα του συγγραφέα, ότι διαβάζεται πιο εύκολα από τα άλλα δυο, στα οποία πρυτανεύει η αυστηρή επιστημονική ιστορική γλώσσα.

Δεν είναι εντούτοις λιγότερο τεκμηριωμένο ιστορικά, καθώς ο συγγραφέας, εκτός από το πρωτογενές υλικό των αρχείων των Διεθνών Ταξιαρχιών, αναδίφησε όλη την, όχι πλούσια, ελληνική βιβλιογραφία και την αρθρογραφία των ελληνικών εφημερίδων. 

Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ένας ονομαστικός κατάλογος όλων -400 περίπου σε ένα σύνολο 35.000-60.000 μαχητών (οι εκτιμήσεις ποικίλουν) από τους οποίους 15.000 περίπου έπεσαν στα πεδία των μαχών ή εκτελέστηκαν από τους νικητές- των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων που πολέμησαν με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, μαζί με κάθε πληροφορία που μπόρεσε ο συγγραφέας να αντλήσει για τη ζωή του καθ' ενός από αυτούς.

Το βιβλίο δεν αναφέρεται στους αναρχικούς και, κυρίως, στους τροτσκιστές κι αρχειομαρξιστές που πολέμησαν στην Ισπανία, πλην του Δημήτρη Γιωτόπουλου, κι αυτό διότι είχε υπάρξει κρατούμενος, ως «πράκτορας του εχθρού», των Διεθνών Ταξιαρχιών. Ο Παντελάκης δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία του  POUM (Partido Obrero de Unidad Marxista), με την πολιτοφυλακή του οποίου πολέμησαν όσοι τροτσκιστές συμμετείχαν στον Ισπανικό Εμφύλιο. Είναι δε άγνωστο αν υπάρχει κάπου ένα αξιόπιστο αρχείο του εν λόγω κόμματος, που αυτοδιαλύθηκε το 1980. Επίσης δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία του αναρχικού συνδικάτου CNT. Η αναζήτηση και μελέτη των εν λόγω αρχείων συνιστούν πεδίον δόξης λαμπρόν για επόμενους ερευνητές. Εντούτοις, στα αρχεία των Διεθνών Ταξιαρχιών ένας-δυο Έλληνες μαχητές είχαν δηλώσει ότι είναι αναρχικοί.

Πρόκειται για το δεύτερο μόλις βιβλίο στην ελληνική βιβλιογραφία για το θέμα αυτό -το πρώτο ήταν αυτό του Δημήτρη Παλαιολογόπουλου, ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΕΣ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ (1936-39), Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 1986- κι αυτό το καθιστά πολύτιμο.

Όλα τα κεφάλαια του βιβλίου αρχίζουν με μια αφήγηση της Anastasia Tsackos Moratalla, κόρης του μαχητή Γιώργου Τσάκου και της Llanos Moratalla, που γεννήθηκε σε στρατόπεδο Ισπανών προσφύγων στη Γαλλία και δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα της -όταν το 1940 η μητέρα της επέστρεψε στην Ισπανία προκειμένου να ζητήσει ένα πιστοποιητικό γέννησης, που ο πατέρας της είχε αρνηθεί να της στείλει, για να μεταναστεύσουν με το Γιώργο Τσάκο στις ΗΠΑ, της αφαιρέθηκε το διαβατήριο και της απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα εφ' όρου ζωής από τη δικτατορία του Φράνκο-.

Εδώ είναι η στιγμή να θέσουμε και πάλι το ερώτημα: Γιατί η ιστορία των 400 αυτών μαχητών έχει περάσει στα «αζήτητα» της ιστοριογραφίας της Αριστεράς;

Στο ερώτημα αυτό υπάρχουν δυο απαντήσεις, συμπληρωματικές μεταξύ τους.

Η πρώτη είναι η προφανής: Όπως προκύπτει από το βιβλίο, η πλειονότητα των Ελλήνων κι Ελληνοκυπρίων μαχητών ήταν μετανάστες στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ και μέλη των αντίστοιχων κομμουνιστικών κομμάτων, όχι του ΚΚΕ ή του ΑΚΕΛ.

Όμως η απάντηση αυτή δεν είναι επαρκής. Και δεν εξηγεί, για παράδειγμα, γιατί ο επί πολλά χρόνια γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου, περίμενε έως το 1988 για να μιλήσει για τη συμμετοχή του στις Διεθνείς Ταξιαρχίες.

Τη δεύτερη απάντηση τη δίνει το βιβλίο του Παντελάκη κι εξηγεί, εν πολλοίς, τον πέπλο σιωπής. Οι επιζήσαντες μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών επιστρέφοντας στις χώρες τους  δεν έγιναν δεκτοί με ανοιχτές αγκάλες. Στις δυτικές χώρες πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν. Όσοι δε αναζήτησαν καταφύγιο στην Σοβιετική Ένωση, τόσο οι σοβιετικοί πολίτες όσο κι οι υπόλοιποι, έπεσαν στην πλειονότητά τους θύματα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν. Η συμμετοχή στις Διεθνείς Ταξιαρχίες για χρόνια καθιστούσε τους μαχητές τους ύποπτους για «συνεργασία με τον ταξικό εχθρό». Όσο εξοργιστικό κι αν ακούγεται αυτό, είναι πραγματικότητα.

Σε αυτό το σημείο μάλιστα το βιβλίο του Παντελάκη έρχεται να κουμπώσει με αυτό του Παπαδάτου, καθώς, δυο από τους έξι πρωταγωνιστές του βιβλίου του, οι Γιάννης Τσαγκαράκης και Αβραάμ Δερβισόγλου, είχαν πολεμήσει με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, όπως κι ο Γιώργος Ντούβας ή Βορεινός (το όνομά του αναφέρεται σε πρακτικά ανακρίσεων).

«Ο ΜΠΕΖΕΝΤΑΚΟΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΓΕΙΑ» Οι διώξεις των Ελλήνων Κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ /1937-1938

Το βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2021, βασίζεται στη μελέτη των σοβιετικών αρχείων της επίμαχης περιόδου.

Όπως αποκαλύπτει η έρευνα του συγγραφέα στη διετία 1937-1938, συνολικά 1.548.366 άνθρωποι συνελήφθησαν με την κατηγορία της «αντισοβιετικής δραστηριότητας» και από αυτούς οι 681.692 καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο κι εκτελέστηκαν. Μεταξύ των συλληφθέντων οι 227.986 ήταν αλλοδαποί που ζούσαν στην ΕΣΣΔ είτε ως οικονομικοί μετανάστες, είτε ως διωκόμενοι στις χώρες τους κομμουνιστές, από τους οποίους εκτελέστηκαν οι 172.830. Οι Έλληνες συλληφθέντες ήταν 11.261 κι εκτελέστηκαν οι 9.450.

Ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει το θέμα μέσα από τα πρακτικά των ανακρίσεων, αλλά και των μεταγενέστερων αποφάσεων, μετά το 1956, που ακύρωναν  τις καταδίκες τους και τους αποκαθιστούσαν, επισημαίνοντας «κατάφωρες παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας κατά την ανακριτική φάση», έξι κομμουνιστών. Οι τρεις από αυτούς ήταν στελέχη του ΚΚΕ, ο ένας μάλιστα από αυτούς, ο Ανδρόνικος Χαϊτάς ή Σιφναίος, είχε διατελέσει γραμματέας του κόμματος στις αρχές της δεκαετίας. Οι άλλοι δυο ήταν οι Κώστας Ευτυχιάδης και Γιάννης Τσαγκαράκης

Οι άλλοι τρεις δεν ήταν μέλη του ΚΚΕ, προέρχονταν από το χώρο του Αρχειομαρξισμού και τους είχε φυγαδεύσει στην ΕΣΣΔ το ΚΚΕ. Ήταν οι Αβραάμ Δερβισόγλου, Παύλος Οσμάνης (Δουλγέρης) και Μιχάλης Μπεζεντάκος, ο άνθρωπος που είχε γίνει θρύλος για την απόδρασή του από τις φυλακές Συγγρού το Μάρτη του 1932 -ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ είχε αφιερώσει στην απόδρασή του μισό πρωτοσέλιδο την επαύριόν της- και έκτοτε εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

«Λένε πως ο Μπεζεντάκος σκοτώθηκε πολεμώντας στην Ισπανία», ήταν η στερεότυπη απάντηση στελεχών του ΚΚΕ σε δημοσιογράφους που, στη δεκαετία του '70 τους ρωτούσαν τι απέγινε ο άνθρωπος αυτός μετά την απόδρασή του.

Τα πρακτικά των ανακρίσεών του Μπεζεντάκου αποκαλύπτουν ότι ποτέ δεν υπήρξε μέλος του ΚΚΕ. Ήταν δραστήριος αρχειομαρξιστής μέχρι τη σύλληψή του και στις φυλακές Συγγρού, όπου μοιράζονταν το ίδιο κελί με στελέχη του ΚΚΕ, κατά δήλωσή του, προσέγγισε αυτό το κόμμα. Επίσης, μετά την άφιξή του στην ΕΣΣΔ δεν εντάχθηκε ούτε στο ΚΚΕ ούτε στο ΚΚΣΕ.

Εντούτοις απέδρασε με τη βοήθεια του ΚΚΕ,  που του προσέφερε καταφύγιο -μοιράζονταν το ίδιο καταφύγιο με τον μετέπειτα γραμματέα του κόμματος Νίκο Ζαχαριάδη- και φρόντισε να τον φυγαδεύσει στην ΕΣΣΔ μέσω του δικτύου διαφυγής των διωκόμενων στελεχών του.

Εδώ γεννάται μια σειρά ερωτημάτων για τις σχέσεις του Μπεζεντάκου, με το ΚΚΕ. Γιατί το ΚΚΕ αποφάσισε να βοηθήσει έναν «νεοφώτιστο» στο κόμμα να αποδράσει; Γιατί μετά την απόδρασή του του προσέφερε τόσο σημαντική προστασία -δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονταν το ίδιο καταφύγιο με το Νίκο Ζαχαριάδη-; Γιατί αποφάσισε να φυγαδεύσει κι αυτόν κι άλλους πρώην ενεργούς αρχειομαρξιστές στην ΕΣΣΔ ενώ οι σχέσεις μεταξύ κομμουνιστών κι Αρχειομαρξιστών ήταν ακραίες (στη Γαύδο, για παράδειγμα, οι δυο ομάδες εξορίστων δεν αντάλλασσαν ούτε καλημέρα, παρά την πλειάδα των κοινών προβλημάτων επιβίωσης που αντιμετώπιζαν); 

Το ερώτημα γιατί αυτοί που γνώριζαν τι απέγινε ο Μπεζεντάκος απαντούσαν με υπεκφυγές δεν τίθεται διότι έχει προφανή απάντηση, κατά μείζονα λόγο που το ΚΚΕ αποφάσισε να αποκαταστήσει το Στάλιν πριν μερικά χρόνια.

Το βιβλίο του Παπαδάτου, πέραν του ότι ρίχνει φως στο μυστήριο της εξαφάνισης του Μιχάλη Μπεζεντάκου, είναι πολύτιμο διότι αποκαλύπτει την τραγική μοίρα πλήθους κομμουνιστών, από την Ελλάδα κι άλλες χώρες, που κατέφυγαν διωκόμενοι στην ΕΣΣΔ, για να τους φάει εκεί το μαύρο σκοτάδι ως «αντισοβιετικά στοιχεία».


Γιάννης Χρυσοβέργης

Δεν υπάρχουν σχόλια: