Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ραχήλ Μακρή, η μεγαλύτερη πολιτική γυρολόγος της Μεταπολίτευσης (υποψήφια με τέσσερα διαφορετικά κόμματα στις πέντε τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις), πιστώνεται με τον πλέον εύστοχο πολιτικό παραλληλισμό της συμφωνίας της 13ης Ιουλίου: «η Βάρκιζα του ΣΥΡΙΖΑ».
Η εν λόγω συμφωνία πράγματι επισφράγισε μια στρατηγική ήττα της Αριστεράς στην Ελλάδα, της εμβέλειας ως προς τις πολιτικές επιπτώσεις, της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Κι ανεξαρτήτως του βαθμού συμπάθειας του καθενός προς το ΣΥΡΙΖΑ ή του βαθμού συμμετοχής του στο εγχείρημα «πρώτη φορά Αριστερά» επιβάλλεται ένας αναστοχασμός ως προς την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη στάση της Αριστεράς απέναντί της.
Τα όσα συνέβησαν στους επτά μήνες της πρώτης διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά έκαναν ακόμα και τους τυφλούς να αντιληφθούν ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει ένα τερατώδες έλλειμμα Δημοκρατίας. Για την ακρίβεια ότι, «ανεπαισθήτως», έχει πλέον εδραιωθεί μια αποκρουστική απολυταρχική εξουσία των γραφειοκρατών των Βρυξελλών και του Βερολίνου που μισεί κάθε μορφή Δημοκρατίας.
Εντελώς φυσιολογικά η διαπίστωση αυτή σε συνδυασμό με το σοκ της ήττας οδήγησε σε δυο αποκλίνουσες στρατηγικές, οι οποίες και προκάλεσαν τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρώτη, που συνοψίζεται στη φράση «μένουμε στην ΕΕ κι αγωνιζόμαστε για τον εκδημοκρατισμό της μαζί με όλες τις ευρωπαϊκές προοδευτικές δυνάμεις», είναι ο δρόμος που επέλεξαν ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ.
Η δεύτερη ,που συνοψίζεται στη φράση «δε θα διστάσουμε να συγκρουστούμε με την Ευρωζώνη», έχει ως πλέον αυθεντικό εκπρόσωπο τον Κώστα Λαπαβίτσα.
Τόσο η πρώτη όσο κι η δεύτερη στρατηγική βασίζονται σε σειρά αδιαμφισβήτητων παραδοχών, όμως θέτουν ταυτόχρονα μια σειρά από αμείλικτα ερωτήματα.
Όσοι επιλέγουν την παραμονή στην ΕΕ και τη δημιουργία συμμαχιών για τον εκδημοκρατισμό της, έχουν αναμφίβολα δίκιο όταν απαντούν πως στις 12 Ιουλίου είχαν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια αντίστασης κι ότι τυχόν μη υποχώρηση στον εκβιασμό των πιστωτών θα οδηγούσε σε άτακτη χρεοκοπία (δεν είναι της παρούσης να ασχοληθούμε με το αν η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη ή με την αποφυγή μιας σειράς λαθών θα είχε αποφευχθεί).
Είναι επίσης εύλογο το επιχείρημά τους περί ανάγκης προστασίας των εργαζομένων ανέργων και λοιπών οικονομικά αδύναμων από την αδηφαγία των πιστωτών κι ο ισχυρισμός τους ότι με ισοδύναμα κοινωνικά δίκαια μέτρα μπορούν να περιοριστούν στο ελάχιστο οι αρνητικές συνέπειες του τρίτου Μνημονίου.
Είναι τέλος εύλογο το επιχείρημά τους ότι η επτάμηνη προσπάθεια αυτής της κυβέρνησης ανέδειξε το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ, ότι κινητοποίησε υπέρ του ελληνικού λαού εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στην Ευρώπη, κι ότι αυτό είναι μια παρακαταθήκη για νέους αγώνες.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: Μέχρι ποιο σημείο οι υποχωρήσεις μιας Αριστερής κυβέρνησης στις αξιώσεις των πιστωτών δεν την αναιρούν; Μέχρι ποιο σημείο η «προσπάθεια προστασίας του πληθυσμού» έχει νόημα; Πώς θα αντιδράσει ο ΣΥΡΙΖΑ, εφ' όσον είναι ακόμα κυβέρνηση αν - που είναι και το πιθανότερο - δεν επιτευχθούν οι εισπρακτικοί στόχοι του νέου Μνημονίου και οι δανειστές προβάλλουν νέες αξιώσεις για υφεσιακά μέτρα;
Το δεύτερο ερώτημα, άμεσα συνυφασμένο με το πρώτο, αφορά τον στόχο για «κοινωνικά δίκαια ισοδύναμα μέτρα». Προϋπόθεση της επιτυχίας του στόχου αυτού είναι η έντιμη στάση από πλευράς πιστωτών. Που όμως δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή στη διάρκεια της επτάμηνης διαπραγμάτευσης. Πώς αντιμετωπίζεται η μη τήρηση των δεσμεύσεων από πλευράς δανειστών;
Το τρίτο ερώτημα αφορά την πολιτική επιλογή για «δημιουργία συμμαχιών για προοδευτικές αλλαγές στην Ευρώπη». Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να ελπίζει στη στήριξη του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, της πλειοψηφίας (όχι όλου) του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος και μιας ελάχιστης μειοψηφίας της Σοσιαλδημοκρατίας (Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες). Όλοι μαζί αυτοί μας δίνουν με το ζόρι το 15% των Ευρωπαίων πολιτών.
Αντιθέτως, όλες οι σχετικές δημοσκοπήσεις που έγιναν σε ευρωπαϊκές χώρες - συμπτωματικά (;) δεν έγιιναν στις εν μέρει ή εν όλω ομοιοπαθείς Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία - δείχνουν πως μια ευρύτατη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών θεωρεί αυτονόητο να μην έχουν δικαίωμα σε ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις οι έλληνες εργαζόμενοι, να μην έχουν δικαίωμα στην ιατρικη περίθαλψη και στη νοσηλεία οι φτωχοί στην Ελλάδα, να μην υφίστανται οι υλικές προϋποθέσεις για παιδεία ποιότητας στην Ελλάδα, να μην ισχύει στην Ελλάδα η ευρωπαϊκή νομοθεσία προστασίας περιβάλλοντος.
Και το ερώτημα που καλείται να απαντήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ακόλουθο: σε τι βάθος χρόνου βλέπει τον αγώνα για εκδημοκρατισμό της ΕΕ; Με ποιους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους; Και τι κάνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύει ότι οι επιφανείς ηγέτες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όπως ο Γερούν Ντάισεμπλουμ, ο Ζιγκμαρ Γκάμπριελ και ο Μάρτιν Σουλτς, που επί επτά μήνες, πρωταγωνίστησαν στην επίθεση του ευρωπαϊκού κατεστημένου κατά της ελληνικής κυβέρνησης, τη στιγμή που Ρέντσι και Ολάντ σφύριζαν αδιάφορα, θα μεταμορφωθούν ως δια μαγείας σε αγωνιστές του εκδημοκρατισμού της ΕΕ ;
Η Λαϊκή Ενότητα εύλογα θέτει μεν το ζήτημα των ανάξιων μιας αριστερής κυβέρνησης παραδοχών και προβλέψεων του τρίτου Μνημονίου, όμως η ανάδειξη του εθνικού νομίσματος σε πανάκεια για την επίλυση όλων των δεινών της ελληνικής κοινωνίας, επίσης δεν απαντά σε σειρά κρίσμων ερωτημάτων.
Το πρώτο από αυτά είναι τεχνικής φύσης μεν, βαθύτατα πολιτικό δε. Σε ποια συναλλαγματικά αποθέματα και αποθέματα πολύτιμων μετάλλων θα στηριχτεί η νέα δραχμή για να έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα στις αγορές συναλλάγματος;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θέτει αυτόματα μια σειρά προαπαιτούμενων πολιτικών και οικονομικών προϋποθέσεων χωρίς τις οποίες η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα έχει όλες τις πιθανότητες να εξελιχτεί σε όλεθρο. Γεγονός που θέτει άμεσα το ζήτημα της εκπόνησης γραμμών άμυνας όσο οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν υφίστανται.
Το δεύτερο ερώτημα είναι επίσης βαθύτατα πολιτικό. Έχει νόημα η παραμονή στην ΕΕ σε περίπτωση ρήξης με την Ευρωζώνη; (εδώ οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών κάθε Κράτος - μέλος της ΕΕ, πλην αυτών που υπέγραψαν τις συνθήκες με τη ρητή επιφύλαξη της διατήρησης των εθνικών τους νομισμάτων, δηλαδη του Ηνωμένου βασιλείου, της Δανίας και της Σουηδίας, πρέπει σε βάθος χρόνου να ενταχθεί στην Ευρωζώνη). Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι όχι τότε τίθεται το ερώτημα της σχέσης της Ελλάδας με την ΕΕ.
Το τρίτο ερώτημα είναι αυτό που θέτει τη Λαϊκή Ενότητα προ των πολιτικών της ευθυνών. Η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι τελικά οικονομικό ή πολιτικό ζήτημα; Διαβάζοντας τις δηλώσεις επιφανών στελεχών της Λαϊκής Ενότητας επί του θέματος αποκομίζει κανείς την εντύπωση πως στην υποθετική περίπτωση που η Ευρωζώνη, με τις ίδιες αντιδημοκρατικές διαδικασίες που ποδοπάτησε τη βούληση του ελληνικού λαού την αποδέχονταν (για τους όποιους λόγους βραχυπρόθεσμων συμφερόντων κάποιων Κρατών - μελών) δεν θα υφίστατο το παραμικρό ζήτημα. Αν αυτό δεν ισχύει τότε γιατί δεν προβάλλεται ως κυρίαρχη αντιπαράθεση η κατάλυση κάθε έννοιας Δημοκρατίας στην ΕΕ, μέσω της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας χωρίς αυτή να αντικαθίσταται από ισότιμη λαϊκή κυριαρχία σε υπερεθνικό επίπεδο;
Και σε τελική ανάλυση, με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών δεν θέλει να έχουν ίσα δικαιώματα με αυτούς οι έλληνες πολίτες, έχει νόημα να επιθυμούμε την παραμονή μας στην ΕΕ;
Και πώς η όποια προσπάθεια απεμπλοκής από την ΕΕ θα γίνει με τρόπο που να μην προσβάλει τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ευρωπαίων πολιτών, που ήταν μειοψηφία, αλλά δεν κόλωσαν να συγκρουστούν με τις εθνικές τους πλειοψηφίες, διεκδικώντας για τους έλληνες πολίτες ισότητα δικαιωμάτων με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους;
Τελευταίο, αλλά όχι ελάχιστο σε σημασία, τίθεται το ερώτημα της πορείας της χώρας μετα την ενδεχόμενη αποχώρηση από την ΕΕ. Τι πολιτικές και κοινωνικές δομές θα αναπτύξει; Θα
είναι προτεραιότητά της η διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού και
περιβαλλοντικού κεκτημένου, ή μαζί με τα νερά θα πεταχτεί και το μωρό;
Ερωτήματα βασανιστικά, ερωτήματα που απαιτούν πολύ συζήτηση, και στα οποία, ας μη γελιόμαστε, κανείς δεν είναι έτοιμος να δώσει απαντήσεις με βεβαιότητα. Ούτε και θα μπορέσει να τις δώσει κανείς στο άμεσο μέλλον.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου