Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Έχοντας επενδύσει, εδώ και χρόνια, στον ακραίο ρατσιστικό λόγο και στον κουτοπόνηρο κυνισμό η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μητσοτάκη εισπράττει, στα νησιά του Αιγαίου, τα επίχειρα της πολιτικής της.
Όμως η προσφυγική κρίση , ακόμα κι αν -ως δια μαγείας- αύριο σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία, θα συνεχιστεί, γιατί είναι πολλοί οι πόλεμοι σε εξέλιξη και γιατί δίπλα στα θύματα των πολέμων θα καταφθάνουν στην Ευρώπη ολοένα περισσότερα θύματα της κλιματικής αλλαγής.
Είναι καιρός λοιπόν να μιλήσουμε για αυτήν και, κυρίως, να πάψουμε να τη βλέπουμε ως πρόβλημα.

Τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις ημέρες στη Λέσβο και στη Χίο σηματοδοτούν, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, την παταγώδη αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Το κυβερνών κόμμα υιοθέτησε ασμένως το ρατσιστικό λόγο των νεοναζί όσο ήταν στην αντιπολίτευση, σε σημείο που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τους πολιτευτές της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  από αυτούς της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ όλα αυτά τα χρόνια.
Πρωτοστάτησε  στις πιο ακραίες ξενοφοβικές εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, υποσχόμενο στις τοπικές κοινωνίες ότι «δε θα έρθουν βρωμιάρηδες» όπου δεν υπήρχαν δομές φιλοξενίας προσφύγων κι ότι «θα φύγουν οι βρωμιάρηδες» όπου υπήρχαν.
Κι η πολιτική αυτή, με τη βοήθεια της προπαγάνδας των ΜΜΕ, δικαιώθηκε. Πάνω από 250 Δήμαρχοι, επί συνόλου 332, ανήκουν στο χώρο της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, όπως επίσης και οι 12 από τους 13 Περιφερειάρχες. 
Έχοντας όμως υποσχεθεί στους πάντες ότι «δε θα έχουν βρωμιάρηδες» στον τόπο τους βρέθηκε μπροστά σε δύσκολες επιλογές όταν ήρθε η ώρα να κυβερνήσει.
Η αποσυμφόρηση των νησιών, την οποία υποτίθεται ότι θα ολοκλήρωνε σε μερικές μόλις εβδομάδες, προϋπέθετε ότι χιλιάδες προσφύγων θα μεταφέρονταν στις, ήδη υπερπλήρεις, δομές της ενδοχώρας.
Κι εκεί πρυτάνευσε για άλλη μια φορά ο κουτοπόνηρος κυνισμός. Κι αποφάσισε ότι προτιμάει να μη βρουν ούτε τη δική τους ψήφο στην κάλπη -οψέποτε γίνουν εκλογές- οι τρεις βουλευτές της, οι πέντε Δήμαρχοι κι ο «σαρξ εκ της σαρκός» της Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, παρά να χαθούν 500.000 ψήφοι στο σύνολο της Επικράτειας.
Αναμενόμενη ήταν λοιπόν η καθολική έκρηξη οργής των κατοίκων της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου, όταν ανακοινώθηκε η επίταξη των περιουσιών τους για να χτιστούν τα νέα «κλειστά», όπως ψευδώς ισχυρίζεται η κυβέρνηση, στρατόπεδα προσφύγων.
Όπως αναμενόμενο ήταν και ότι η αστυνομική βία θα γιγάντωνε αυτή την οργή, σε σημείο που η κυβέρνηση κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ δυο επιλογών: της ντροπιαστικής γι' αυτήν απόσυρσης των ΜΑΤ και της επιβολής στρατιωτικού νόμου στα νησιά. Ευτυχώς για όλους επέλεξε το πρώτο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Χρόνο κέρδισε, σε μια προσπάθεια να μετριάσει την πολιτική ζημιά.
Στρατόπεδα προσφύγων σε ακατοίκητες βραχονησίδες
Εδώ και ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του κι ένα «εναλλακτικό» σχέδιο: η κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες σε ακατοίκητες βραχονησίδες.
Αυτή η απάνθρωπη και γι αυτό αποκρουστική πρόταση θα είχε πολύ σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης αν δεν προσέκρουε σε δυο εμπόδια.
Το πρώτο από αυτά είναι ότι η χρηματοδότηση της κατασκευής τέτοιων στρατοπέδων δεν προβλέπεται από τα υφιστάμενα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης (οι δαπάνες για τη στέγαση και διατροφή των προσφύγων βαρύνουν 100% τον κοινοτικό προϋπολογισμό).
Το δεύτερο είναι πως η κατασκευή τέτοιων στρατοπέδων θα προκαλέσει την άμεση και βίαιη αντίδραση της Τουρκίας, καθ' όσον με την κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης σε ακατοίκητες νησίδες, αυτές αυτομάτως αποκτούν αιγιαλίτιδα ζώνη, με δυο λόγια η Ελλάδα αυξάνει την επικράτειά της σε βάρος των διεθνών υδάτων του Αιγαίου και, σε μερικές περιπτώσεις, σε βάρος της Τουρκίας.
Το πρόβλημα των νησιών
Ο προσφυγικός πληθυσμός  αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ανέρχεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μεταξύ 100.000 και 130.000 ανθρώπων, δηλαδή  0,8%-1,15% του πληθυσμού.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα πέντε νησιά που στεγάζουν στρατόπεδα προσφύγων και ιδίως για τη Λέσβο (20,4 % του πληθυσμού), τη Χίο (14,5% του πληθυσμού) και τη Σάμο (22,1% του πληθυσμού).
Ακόμα χειρότερα, στο Βαθύ της Σάμου, ο πληθυσμός των προσφύγων που διαμένουν στο εκεί στρατόπεδο  (7.300 περίπου σε μια εγκατάσταση για 780 ανθρώπους) υπερβαίνει τον πληθυσμό της πόλης, ενώ το στρατόπεδο της Μόριας έχει μεταβληθεί σε μια παραγκούπολη 19.500 κατοίκων, σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από την πόλη της Μυτιλήνης (27.500 κάτοικοι).
Ο υπερπληθυσμός των στρατοπέδων, έχει ως συνέπεια οι υπάρχουσες υποδομές υγιεινής να είναι το λιγότερο ανεπαρκείς, ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη σίτιση όλων αυτών των ανθρώπων που περιμένουν ατέλειωτους μήνες να κληθούν σε συνέντευξη για την εξέταση του αιτήματός τους για άσυλο, είναι επίσης ανεπαρκέστατα, με αποτέλεσμα να υποσιτίζονται.
Εύλογη είναι είναι λοιπόν η δυσφορία του ντόπιου πληθυσμού κι επίσης εύλογα μεταφράζεται σε οργή, όταν γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να μεταφέρει πρόσφυγες στην ηπειρωτική χώρα.
Και είναι εντελώς φυσιολογικό, στα θολά νερά αυτής της οργής να ψαρεύουν οι κάθε λογής ακροδεξιοί.
Όπως φυσιολογικό είναι η οργή αυτή να συμπυκνώνεται στο παράλογο αίτημα: «δε θέλουμε ούτε ανοιχτά, ούτε κλειστά κέντρα στα νησιά μας». Παράλογο, γιατί τα συγκεκριμένα νησιά θα παραμείνουν πύλες εισόδου προσφύγων στην Ελλάδα για πολλά-πολλά χρόνια.
Η δυσεπίλυτη εξίσωση της προσφυγικής κρίσης
Ο πρόσφυγας, όπως κι ο μετανάστης, ουδέποτε ήταν καλοδεχούμενος από την πλειοψηφία του πληθυσμού στη γη που κατέφθανε ικέτης. Η διαφορετικότητά του τρόμαζε, τρομάζει και θα τρομάζει. Για το λόγο αυτό άλλωστε, στην καθ' ημάς Ανατολή από τους αρχαίους χρόνους οι πολιτισμοί έθεταν επιτακτικά το ηθικό καθήκον της προστασίας  του: από τον Ξένιο Δία, ως τις χριστιανικές επιταγές αλληλεγγύης. Στην εποχή μας το καθήκον αυτό απορρέει από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ακριβώς λόγω του φόβου και της δυσπιστίας  με την οποία αντιμετωπίζεται από τις κοινωνίες ο ξένος -πολύ δε περισσότερο ο ικέτης- αλλά και επειδή η προσφυγική κρίση δεν μπορεί να περιμένει να αλλάξουν νοοτροπία οι κοινωνίες, η διαχείρισή της με όρους σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Προκειμένου να εξετάζονται τα αιτήματα ασύλου με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα των αιτούντων απαιτείται χρόνος, γεγονός που μαθηματικά δημιουργεί προβλήματα υπερπληθυσμού στις δομές φιλοξενίας, το οποίο με τη σειρά του συνεπάγεται μη αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης.
Η προσπάθεια επιτάχυνσης των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου από την άλλη, οδηγεί, ηθελημένα ή αθέλητα, σε βιαστικές αποφάσεις, με θύματα τους αιτούντες διεθνή προστασία.
Είναι προφανές ότι για την παρούσα κυβέρνηση οι προβληματισμοί αυτοί είναι ανύπαρκτοι κι ότι το μόνο της πρόβλημα είναι πως δεν έχει το θάρρος να εφαρμόσει τις πολιτικές του, ομόσταβλού της στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Βίκτορ Όρμπαν.
 Σαφές είναι επίσης ότι πίσω από την φαινομενική αδυναμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής και στην ταχεία διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου, κρύβονταν η προσπάθεια να ισορροπήσει μεταξύ της απάνθρωπης συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και των αξιών των ψηφοφόρων του.
Μήπως η άφιξη των προσφύγων είναι μια ευκαιρία;
Κι ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας είναι πεπεισμένη ότι οι πρόσφυγες είναι μείζον πρόβλημα της κοινωνίας μας, ότι απομυζούν «τους λιγοστούς πόρους σε περίοδο κρίσης», ότι «απειλούν την εθνική μας υπόσταση» και πάει λέγοντας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Το ελληνικό Κράτος δεν ξοδεύει ούτε ένα ευρώ για τη στέγαση και σίτιση των προσφύγων, οι οποίες χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από Ευρωπαϊκούς πόρους.
Αντιθέτως, δεκάδες χιλιάδες θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν  στις ΜΚΟ, που εμπλέκονται στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης -και μάλιστα με αξιοπρεπείς αμοιβές-, στην Υπηρεσία Ασύλου,  στις εταιρείες παρασκευής γευμάτων και τις λοιπές γηγενείς εταιρείες, που κλήθηκαν να παράσχουν προϊόντα και υπηρεσίες στις δομές φιλοξενίας των προσφύγων.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι ισχυρισμοί που συνοψίζονται στη φράση «δεν αντέχει άλλους πρόσφυγες η Ελλάδα», είναι πέρα για πέρα ιδεοληπτικοί και εξωπραγματικοί.
Πέρα από αυτό όμως, είναι σαφές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ο πληθυσμός της οποίας μειώνεται σταθερά εδώ και μια δεκαετία, τάση η οποία θα είχε αρχίσει ήδη από την αρχή της δεκαετίας του '90, αν τότε δεν είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών από την Αλβανία και την Ανατολική Ευρώπη. 
Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται στην Ελλάδα, μεγάλωσαν τα παιδιά τους που μιλούν ελληνικά και εξασφάλισαν, με τις ασφαλιστικές τους εισφορές, είκοσι περίπου χρόνια βιωσιμότητας στο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Το οποίο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι σήμερα αντιμέτωπο και πάλι με το κάθε άλλο παρά πλαστό δίλημμα: υπερβολικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές ή συντάξεις πείνας;
Η εγκατάσταση στη χώρα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών θα μπορέσει να δώσει μια μεσοπρόθεσμη λύση σε αυτό το πρόβλημα. Αρκεί βεβαίως να υπάρχουν επιθεωρητές εργασίας.

Γιανης Χρυσοβέργης


2 σχόλια:

Γιώργος Βλοντάκης είπε...

Πάρα πολύ καλό, Γιάννη. Το προωθώ.
Γ. Βλοντάκης

Ιωάννης Μανομενίδης είπε...

Πράγματι οι μετανάστες είναι μία ευκαιρία και θα μπορούσαμε πολλά ακόμη να διεκδικήσουμε από την ΕΕ ώστε να δημιουργηθούν προγράμματα όχι μόνο στέγασης και σίτισης, αλλά και ένταξης, επιμόρφωσης και απασχόλησης - ανάπτυξης της χώρας, να επέστρεφαν κι οι ξενιτεμένοι Έλληνες. Το ερώτημα είναι ποιο κράτος θα τα κάνει όλα αυτά...
Αν ήμασταν μία άλλη Ελλάδα, δεν θα τα συζητούσαμε αυτά τα προφανή.