Δέσμιες των αμοιβαίων στερεοτύπων, εμπρηστικών δηλώσεων για εσωτερική κατανάλωση αλλά και γεωστρατηγικών σχεδιασμών οι οποίοι υποτιμούν τις δυνατότητες αντίδρασης του αντιπάλου, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας οδηγούν τις δυο χώρες σε ένα καταστροφικό πόλεμο.
Τα τελευταία τρία χρόνια είμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας οξυνόμενης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω του ανταγωνισμού των δυο χωρών, με επίδικο τον έλεγχο των ενεργειακών διαύλων που διασχίζουν την Ανατολική Μεσόγειο και των, υποθετικών προς το παρόν, κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε αυτήν.
Αν κάτι διαφοροποιεί την κατάσταση από παλαιότερες περιόδους όχι καλών σχέσεων των δυο χωρών είναι ότι η αντιπαράθεση δεν περιορίζεται σε λεκτικούς διαξιφισμούς πολιτικών αξιωματούχων, αλλά έχει ήδη πάρει τη μορφή επιθετικών ενεργειών ένθεν κακείθεν, οι οποίες κλιμακώνονται και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια, όχι σε θερμό επεισόδιο, αλλά σε πόλεμο.
Γιατί, αντίθετα από ό,τι συνέβη το 1996, όταν και πάλι οι δυο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα του πολέμου για το αν θα είναι ελληνικές ή τουρκικές οι τράτες που θα ψαρεύουν την τσιπούρα γύρω από τα Ίμια, τώρα δεν υπάρχει διεθνής παράγων ο οποίος θα παρέμβει με την αποφασιστικότητα με την οποία παρενέβη ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Κλίντον προκειμένου το θερμό επεισόδιο να μην εξελιχθεί σε πόλεμο.
Εκτός του ότι οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν πλέον το κύρος που διέθεταν το 1996, ο Πρόεδρος Τραμπ δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τη σημασία των επιπτώσεων για τη Δύση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, ενώ για τη Γερμανία, στην παρούσα φάση προέχει να σταματήσουν να καταφθάνουν πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή στο έδαφός της κι όλα υποτάσσονται σε αυτή την προτεραιότητα.
Δυο συγκρουόμενες επεκτατικές πολιτικές
Η κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ άλλαξε ριζικά τα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις οποίες από τα μέσα της δεκαετίας του '50 δηλητηρίαζε το Κυπριακό. Και οι δυο χώρες, επωφελούμενες του κενού εξουσίας που προκάλεσε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ είδαν ευκαιρίες επέκτασης επιρροής τους.
Για μεν την Ελλάδα, ως «ζώνη επιρροής» ή «ζωτικού χώρου» -όπως το ονομάζουν οι προπαγανδιστές των εθνικισμών- ορίσθηκαν τα Βαλκάνια, όπου όμως η αλαζονική κι αλλοπρόσαλλη πολιτική της στο Μακεδονικό ως το 2017 δεν της επέτρεψε κάποια σοβαρή επιτυχία. Κι αυτό παρά τη σημαντική διείσδυση Ελλήνων επιχειρηματιών στις βαλκανικές χώρες.
Ένας δεύτερος άξονας του ελληνικού επεκτατισμού, ο οποίος αναδείχθηκε όταν πλέον ήταν προφανής η παταγώδης αποτυχία δημιουργίας ζώνης επιρροής στα Βαλκάνια, ήταν «να καταστεί η χώρα ενεργειακός κόμβος», πράγμα που, εφ' όσον ευοδωθεί, θα της προσδώσει μεγαλύτερο πολιτικό βάρος στα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η πολιτική αυτή, την οποία
ασπάζεται το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου -με την εξαίρεση του ΜΕΡΑ25 και
εν μέρει και του ΚΚΕ, το οποίο όμως αυτοακυρώνεται με την εμμονή του περί
«τουρκικής επιθετικότητας»- είχε κορυφαία στιγμή τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας,
Κύπρου και Ισραήλ για τη μελλοντική κατασκευή του East Med -ενός αγωγού υψηλού
κόστους κατασκευής, αμφίβολης οικονομικής βιωσιμότητας και υψηλού
περιβαλλοντικού κινδύνου, καθώς θα κινείται κατά μήκος της επαφής της
αφρικανικής με την ευρωπαϊκή πλάκα, μια ζώνη υψηλής σεισμικότητας-.Η
οποία συμφωνία σηματοδότησε την πρόθεση των τριών χωρών, μαζί με την Αίγυπτο,
να αποκλείσουν την Τουρκία -αλλά και το Λίβανο και τη Συρία- από την
εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Τουρκία από την πλευρά της, στην ίδια περίοδο έθεσε στρατηγική της προτεραιότητα να καταστεί περιφερειακή δύναμη με βαρύνοντα,
αν όχι πρωτεύοντα, λόγο σε όλο το χώρο που έλεγχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο
απόγειο της δόξας της, στα τέλη του 16ου αιώνα.
Μια πολιτική που την έφερε σε σύγκρουση με τη Σαουδική Αραβία και, δευτερευόντως την Αίγυπτο, για την ηγεσία του σουνιτικού Ισλάμ, αλλά και με το Ισραήλ, καθώς οι τουρκικές πρωτοβουλίες στη Μέση Ανατολή αντετίθεντο στα .ισραηλινά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο αποκλεισμός της από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, με ελληνική και κυπριακή πρωτοβουλία, συνιστά casus belli.
Ένα επικίνδυνο κρεσέντο
Μπορεί τα γεγονότα που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας για την κατασκευή του East Med να σηματοδότησαν μια πρώτη νίκη της Τουρκίας -αποκλεισμός, κατ' απαίτησή της της Ελλάδας από τη Διαδικασία του Βερολίνου- όμως η νίκη αυτή δεν είναι επαρκής για να καθίσουν οι δυο χώρες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η τουρκική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη της προχωρώντας σε γεωτρήσεις σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί δική της Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και, στην περίπτωση αυτή, η ελληνική οφείλει να αντιδράσει δυναμικά. Ούτε η μια ούτε η άλλη έχουν διαφορετική επιλογή, δέσμιες και οι δυο της εμπρηστικής ρητορικής που έχουν αναπτύξει.
Τα αμοιβαία στερεότυπα και τα ΜΜΕ
Μπορεί από τη μέρα που γεννήθηκε το ελληνικό Κράτος να επεκτείνονταν επί έναν ολόκληρο αιώνα σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το γεγονός όμως ότι αυτό συνέβαινε -με εξαίρεση την περίοδο 1912-1922- με την παρέμβαση ξένων δυνάμεων και μόνο, ο φόβος του Τούρκου «που θα έρθει να μας σφάξει» έχει γίνει για την ελληνική κοινωνία κάτι ανάλογο με το φόβο για τα φίδια.
Κατ' αναλογία, για την τουρκική κοινωνία, ο Έλληνας είναι «πράκτορας των ξένων (δυτικών) που θέλουν να μας αφανίσουν».
Σε αυτό το πλαίσιο, οποιοσδήποτε, ένθεν κακείθεν, αφίσταται της επίσημης κρατικής πολιτικής είναι αυτομάτως «προδότης»
Τα στερεότυπα αυτά αναπαράγονται και ενισχύονται από τα ΜΜΕ και των δύο χωρών που πρωτοστατούν στο στιγματισμό των «προδοτών».
Δεν πρέπει λοιπόν, υπό αυτές τις συνθήκες να μας ξενίζει το ότι στη μεν Τουρκία, όσοι αμφισβητούν την ολοένα πιο επιθετική εξωτερική της πολιτική βρίσκονται αντιμέτωποι με τις κατηγορίες της «κατασκοπίας» (περίπτωση δημοσιογράφων της Cumhürriyet) ή της «τρομοκρατίας» (αν είναι Κούρδοι).
Ούτε πρέπει να μας ξενίζει το ότι στην Ελλάδα όσοι τολμούν να επισημάνουν πως η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει
εγκλωβιστεί σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο που οδηγεί σε ελληνοτουρκικό
πόλεμο, ανεξαρτήτως του πολιτικού χώρου από τον οποίο προέρχονται -βλ.
αντιδράσεις σε πρόσφατη αρθρογραφία των Κώστα Σημίτη και Θάνου Ντόκου-
λοιδορούνται ως «ενδοτικοί»στην καλύτερη περίπτωση, ως «προδότες της πατρίδας» το πιο συχνό.
Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στις δυο χώρες, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού βαθιά ριζωμένων στερεοτύπων στο συλλογικό ασυνείδητο των δυο λαών, ανευθυνότητας πολιτικολογούντων και λαϊκισμού των κυρίαρχων ΜΜΕ, οδηγεί τις πολιτικές ηγεσίες σε ενέργειες που φέρνουν τον πόλεμο πιο κοντά. Το ερώτημα δεν είναι αν θα γίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος. Το ερώτημα είναι πότε.
Γιάννης Χρυσοβέργης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου