Ο ΑΛΛΙΕΝΤΕ, Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ... ΚΑΙ Η ΜΗ ΒΙΑ
Τι σχέση έχει ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε με τη σοσιαλδημοκρατία, την επανάσταση και τη μη βία; Και τι μύγα με τσίμπησε να τ' ανακατέψω όλα μαζί;
Για το πρώτο ερώτημα πολλά μπορούν να γραφτούν. Το δεύτερο όμως ερώτημα έχει ονοματεπώνυμο: είναι ο παιδικός και πολύ αγαπητός μου φίλος Γεράσιμος Αραβαντινός ο οποίος σχολίασε το επετειακό (;) άρθρο μου για το ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΑΛΛΙΕΝΤΕ στις 11 Σεπτεμβρίου. Και, αφ' ενός με τσίγκλησε να του απαντήσω, αφ' ετέρου μου έδωσε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για την «επανάσταση», την «επαναστατική βία» και τη «μη βία». Γιατί όπως θα καταλάβετε με το Γεράσιμο, σε θέματα πολιτικής, διαφωνούμε στα πάντα: αυτός στηρίζει το ΚΚΕ. Εγώ είμαι... αυτό που είμαι τέλος πάντων.
Το σχόλιο του Γεράσιμου
«Η περίπτωση της Χιλής απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όσο καλές
προθέσεις κι αν έχει ο ηγέτης (κι ο Αλλιέντε είχε τις καλύτερες των
προθέσεων), χωρίς την ένοπλη ρήξη με τους μηχανισμούς του καπιταλιστικού
συστήματος (την επανάσταση με λίγα λόγια) δεν υπάρχει νικηφόρο
αποτέλεσμα για το λαό.
Όταν ο Κάστρο παραμονές του πραξικοπήματος
της Χιλής, χάρισε στον Αλλιέντε το αυτόματο όπλο, δεν εννοούσε να το
χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να αμυνθεί μέσα στο προεδρικό μέγαρο.
Προφανώς του έλεγε "δώσε όπλα στο λαό να αμυνθεί". Αλλά ο Αλλιέντε (όπως
άλλωστε και όλοι οι σοσιαλδημοκράτες απανταχού) θέλουν να εξανθρωπίσουν
το καπιταλιστικό σύστημα κι όχι να φέρουν σοσιαλισμό.
Αυτό όμως
δεν είναι εφικτό. Και η μεγαλύτερη συνεισφορά του Αλλιέντε είναι ακριβώς
αυτή. Ότι δηλαδή απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται. Μόνο
ανατρέπεται».
Ο Αλλιέντε και η σοσιαλδημοκρατία
Θα συμφωνήσω ανεπιφύλακτα με το Γεράσιμο ότι η η σοσιαλδημοκρατία των αρχών της δεκαετίας του '70 προσπαθούσε να κάνει αυτό που της καταλογίζει: «να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό». Εξυπακούεται ότι σοσιαλδημοκράτες με τις απόψεις και, κυρίως, τις πολιτικές των Βίλλυ Μπράντ, Ούλοφ Πάλμε, Μπρούνο Κράισκυ και Χάρολντ Ουίλσον σήμερα θα αντιμετωπίζονταν ως «επικίνδυνοι λαϊκιστές», «αντισημίτες», «ύποπτοι για σχέσεις με την τρομοκρατία» και δε συμμαζεύεται. Εξυπακούεται επίσης ότι, με τη φωτεινή εξαίρεση των σοσιαλιστών της Ιβηρικής χερσονήσου και του Κόμματος των Εργαζομένων στη Βραζιλία, η σημερινή σοσιαλδημοκρατία είναι... θατσερισμός με μητσοτακικό (του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) χαμόγελο.
Όμως στα χρόνια της διακυβέρνησης της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ όλες οι καίριας σημασίας για την οικονομία της χώρας βιομηχανίες είχαν εθνικοποιηθεί και διευθύνονταν από εργατικά συμβούλια. Το ίδιο και οι τράπεζες. Έγινε δραστικός αναδασμός με διανομή γαιών στους ακτήμονες που με τη σειρά τους ίδρυσαν γεωργικούς συνεταιρισμούς για την αποτελεσματικότερη καλλιέργειά της. Και δίπλα φυσικά λειτουργούσε μια πλειάδα μικρών και μεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Όλα αυτά, στα οποία είχαν συμφωνήσει σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αριστεροί καθολικοί και είχαν και την υποστήριξη του, εκτός νόμου μέχρι την εκλογή του Αλλιέντε, Κινήματος της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR), ήταν πολύ πιο ριζοσπαστικά από τις, θαρραλέες εκείνη την εποχή, μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πολύ δε περισσότερο που οι εθνικοποιήσεις έγιναν χωρίς να καταβληθούν αποζημιώσεις στους προηγούμενους ιδιοκτήτες.
Η άρνηση του Αλλιέντε να δώσει όπλα στο λαό
Είναι γεγονός ότι μετά την καταστολή της απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουνίου του 1973 ο στρατηγός Κάρλος Πρατς πρότεινε στον Αλλιέντε να μοιράσει όπλα στο λαό κι ο Αλλιέντε απέρριψε την πρόταση. Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος αν απέρριψε την πρόταση επειδή ήταν κατά της βίας ή αν θεωρούσε ότι οι πραξικοπηματίες είχαν ξεδοντιαστεί κι επομένως η διανομή όπλων δεν χρειάζονταν. Το βέβαιο είναι ότι κανένας από τους υπόλοιπους ηγέτες των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού δεν αντέδρασε τότε, η δε κριτική σε αυτή την απόφαση του Αλλιέντε άρχισε να διατυπώνεται ένα με δυο χρόνια μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ.
Ενδέχεται πάντως ο Αλλιέντε να ήταν όντως κατά της βίας αν λάβουμε υπ' όψιν δυο περιστατικά. Το πρώτο είναι η απάντησή του στον Πρατς. «Δε θέλω να χυθεί το αίμα ούτε ενός ανθρώπου». Το δεύτερο είναι η αφιέρωση με την οποία ο Φιντέλ Κάστρο είχε συνοδεύσει το αυτόματο όπλο που του είχε κάνει δώρο. Στον φίλο μου Αλλιέντε που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με άλλα μέσα».
Σε κάθε περίπτωση η άποψη του Αλλιέντε και των υπόλοιπων ηγετών της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ δεν είχε την ομόφωνη αποδοχή της βάσης των κομμάτων τους. Τόσο στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική νεολαία όσο και ανάμεσα στους συνδικαλιστές των δυο κομμάτων -το MIR ήταν ούτως ή άλλως υπέρ της ένοπλης πάλης γι' αυτό και είχε τεθεί εκτός νόμου από την προηγούμενη κυβέρνηση- υπήρχαν ομάδες -και δεν ήταν τόσο μειοψηφικές- που προσπαθούσαν να προμηθευτούν όπλα και να μάθουν να τα χρησιμοποιούν.
Ένοπλη επανάσταση ή προσήλωση στη μη βία;
Ο πολιτικός αυτός διάλογος ουδέποτε έγινε στην Ελλάδα. Στο μυαλό των Ελλήνων Αριστερών η αναφορά στη μη βία σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: την κοινοβουλευτική οδό.
Όταν όμως η ινδική αντίσταση υπό την ηγεσία του Μαχάτμα Γκάντι επέλεξε τη μη βία ως βασικό εργαλείο του αγώνα για την ανεξαρτησία από την βρετανική αποικιοκρατία αυτό δεν περιελάμβανε συμμετοχή σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Ούτε η μη βίαιη αντίσταση των Ινδιάνων του Τσιάπας, χάρη στην οποία πέτυχαν καθεστώς αυτονομίας των κοινοτήτων τους στο Μεξικό, το οποίο η κεντρική εξουσία και οι ντόπιοι ολιγάρχες συχνά παραβιάζουν είναι αλήθεια, περιελάμβανε συμμετοχή σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Παρ' όλα αυτά η ταύτιση που κάνει ο Γεράσιμος της επανάστασης με την ένοπλη βία δεν είναι προσωπική προσέγγιση. Είναι προσέγγιση του συνόλου της ελληνικής Αριστεράς, «μετριοπαθούς» κι «επαναστατικής».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παραδείγματα επιτυχών μη βίαιων εξεγέρσεων είναι δυο όλα κι όλα και τα ανέφερα παραπάνω. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι «επιτυχημένες» ένοπλες επαναστάσεις των τελευταίων 120 χρόνων είναι πολύ περισσότερες.
Όμως το αμείλικτο ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: η ένοπλη βία είναι εργαλείο που το αφήνεις στην πάντα μόλις επιτελέσει το έργο του ή μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε αυτοσκοπό;
Μια ματιά στα καθεστώτα που αναπτύχθηκαν στις χώρες στις οποίες έγιναν «νικηφόρες» σοσιαλιστικές επαναστάσεις είναι αποκαρδιωτική. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο συρφετό των εκλεγμένων και μη δεσποτών που κυβερνούν τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες της Ευρώπης. Οι άνθρωποι αυτοί, όσοι από αυτούς τουλάχιστον είναι 60 ετών και άνω, οι οποίοι σε μια νύχτα «απετάξαντο τον κομμουνισμόν και τας μιαράς αυτού παραφυάδας» και καταδυναστεύουν τις χώρες τους είτε ως «δυτικοί δημοκράτες μεταρρυθμιστές» είτε ως «ανατολίτες δεσπότες» , δεν είναι κάποιοι «εμιγκρέδες που έβαλε τοποτηρητές ο διεθνής ιμπεριαλισμός». Είναι ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ παιδιά του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το ότι κάποιοι κομμουνιστές που ονειρεύτηκαν να αλλάξουν τον κόσμο και βρέθηκαν στην εξουσία με τη δύναμη των όπλων γέννησαν ΠΑΝΤΟΥ μια τόσο απάνθρωπη εξουσία τα υψηλόβαθμα στελέχη της οποίας χρησιμοποίησαν τις θέσεις τους για εκτός ελέγχου προσωπικό πλουτισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταύτιση των εννοιών της «επανάστασης» και της «ένοπλης βίας».
Όσες και όσοι λοιπόν ονειρευόμαστε μια σοσιαλιστική ή μια κομμουνιστική ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε κοινωνία είμαστε υποχρεωμένοι να ονειρευτούμε τρόπους δράσης πέρα από τη βία, η οποία είναι το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος που θέλουμε να ανατρέψουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να ονειρευτούμε τη μαζική πολιτική ανυπακοή ως κύριο εργαλείο ανατροπής του συστήματος, πράγμα που προϋποθέτει μια πολύ πιο κοπιαστική δουλειά πειθούς της κοινωνίας για την ανάγκη της αλλαγής.
Τα όρια της μη βίας
Όμως και η μη βίαιη πολιτική ανυπακοή έχει όρια ανυπέρβλητα. Στα δυο επιτυχημένα παραδείγματα που προανέφερα κοινός παρονομαστής είναι η οικονομική εκμετάλλευση των ντόπιων πληθυσμών. Η δύναμη της επιτυχίας τους ήταν το ότι κατόρθωσαν να κάνουν την κρατική - στο Μεξικό- και την αποικιακή -στην Ινδία- καταστολή ακριβότερη από τα κέρδη που μπορούσαν να αποκομίσουν οι ντόπιοι ολιγάρχες και οι αποικιοκράτες.
Τι γίνεται όμως όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με «τελικές λύσεις»;
Ποια άλλη επιλογή, πλην του να πέσουν μέχρις ενός με το όπλο στο χέρι είχαν οι Εβραίοι του γκέτο της Βαρσοβίας;
Ποια άλλη επιλογή πλην της ένοπλης αντίστασης είχαν στα τέλη της δεκαετίας του '70 οι Ινδιάνοι της Γουατεμάλα, όταν το καθεστώς του δικτάτορα Εφραίμ Ρίος Μοντ αποφάσισε να τους εξολοθρεύσει -πάνω από το 50% του πληθυσμού της χώρας δηλαδή- γιατί ήταν «τεμπέληδες»; Για την ιστορία το καθεστώς του Ρίος Μοντ επιθυμούσε να τους αντικαταστήσει με μετανάστες από την Άπω Ανατολή.
Ποια άλλη επιλογή έχουν πλην της ένοπλης αντίστασης οι Παλαιστίνιοι αφ' ης στιγμής μοναδικός διακηρυγμένος στόχος του ισραηλινού απαρτχάιντ είναι να διαλέξουν μεταξύ της προσφυγιάς και της παραμονής σε μια χώρα στην οποία δε θα έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα;
Ποια άλλη επιλογή είχε η Αριστερά στη Χιλή και στην Αργεντινή, όπου διακηρυγμένος στόχος των στρατιωτικών δικτατοριών ήταν η φυσική εξόντωση ΚΑΘΕ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ;
Το ερώτημα των επιλογών που έχουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με «τελικές λύσεις» δεν έχει βρει ως τώρα κάποια εύλογη απάντηση και πολύ φοβούμαι ότι δε θα βρει ποτέ.
Οπότε καλούμαστε -ως πρόσωπα και ως πολιτικές συλλογικότητες- κάθε φορά να αξιολογούμε την κατάσταση χωρίς εμμονές, να κάνουμε την επιλογή που μας φαίνεται είτε καλύτερη είτε λιγότερο κακή, κι όπου βγει.
Γιάννης Χρυσοβέργης