Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Αλλο έλεγε και άλλο τελικά εννοούσε.

''Με την πρόφαση πως θα δώσουν τα πάντα στούς φτωχούς, έκαναν φτωχούς τους πάντες'' Ζωσιμος.
Συγχαρητήρια κύριε πρωθυπουργέ, δεν είστε τελικά αβλέτερος, αλλά ατσίδας.
Καταφέρατε να πετύχετε τον στόχο σας, εκμεταλλευτήκατε την δεκτικότητα της κοινωνίας για αλλαγή και την ανάγκη της να λυτρωθεί απ΄την επαίσχυντη συμπεριφορά και τον προκλητικό ευδαιμονισμό της ΝΔ,εξαπατώντας τελικά όλους τους Έλληνες.
Συγχαρητήρια κύριε πρωθυπουργέ, μπορέσατε να παραμυθιάσετε τους πάντες πουλώντας τους φρούδες ελπίδες προεκλογικά, περί αναδιανομής του πλούτου και πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρείς φορές τους διαψεύσατε παταγωδώς, συρρικνώνοντας τους μισθολογικούς πίνκες κάνοντας τους φτωχούς-φτωχότερους.
Συγχαρητήρια κύριε πρωθυπουργέ γι΄άλλη μια φορά, αφού είναι ξεκάθαρο οτι εφαρμόζετε την ίδια συντσγή που εφήρμοσε τα τελευταία χρόνια η ΝΔ, οδηγώντας μας με μαθηματική ακρίβεια μια ώρα αρχύτερα στο ίδιο αποτέλεσμα.Ησυμπεριφορά σας αποδεικνύεται τελικά φενάκη, αφού ετοιμάζεστε - προκειμένου να δώσετε την έξωθεν καλή μαρτυρία- να ενδώσετε απροκάλυπτα στά ξένα οικονομικά συμφέροντα και στους διεφθαρμένους κερδοσκόπους, γνωρίζοντας πολύ καλά οτι το κόστος δανεισμού είναι τόσο ακριβό, που θα οδηγήσει σταδιακά σε εξάρτηση, αναγκάζοντάς μας να υποταχθούμε στις προσταγές των αφεντάδων μας.
Συγχαρητήρια κύριε πρωθυπουργέ μετις σπουδαίες γνωριμίες σας, νατις βράσω τις διεθνείς διασυνδέσεις σας όταν είστε ανίκανος να υπερασπιστείτε το κύρος της χώρας (το λίγο που της είχε απομείνει) η οποία δισύρεται από απαξιωτικές και ταπεινωτικές αναφορές, που αντί να ασκήσετε τον προστατευτικό σας ρόλο, κρατάτε μιά παρακολουθηματική στάση η οποία χαρακτηρίζεται από σκανδαλώδη νωθρότητα.
Τι διάολο συμβαίνει τελικά μ΄εσάς κύριε Παπανδρέου, μήπως, δεν έχετε ιστορική συνείδηση, μήπως, δεν είναι αρκετά όλα αυτά για να ταράξουν τον νιρβάνα στον οποίο βρίσκεστε, η μήπως δεν έχετε καταλαβει ότι φαλκιδεύεται το μέλλον της χώρας.
Χαραλαμπος Κουκάκης

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Ο άπορος εφοπλιστής

Δευτέρα βράδυ, στην καθιερωμένη συνεστίαση της συντακτικής ομαδας του περιοδικού σε μια ψησταριά στα Εξάρχεια. Στην ομήγυρη βρίσκεται και μια κυρία που είναι γιατρός σε ένα δημόσιο νοσοκομείο και που μας είπε την παρακάτω χαριτωμένη ιστορία:
Τις προάλλες ήλθε για νοσηλεία στο νοσοκομείο ένας καλοστεκούμενος κύριος με πανάκριβο κουστούμι και με μια εμφάνιση που παραπέμπει σε άνθρωπο που έχει τον τρόπο του. Δήλωσε ότι δεν είναι ασφαλισμένος πουθενά αλλά παρουσίασε χαρτί απορίας.
Οι γιατροί δεν έκρυψαν την έκπληξή τους, ίσως και την καχυποψία τους, για το "φρούτο" που τους εμφανίστηκε. Ο κύριος όμως ήταν πρόθυμος να δώσει σαφείς, όσο και αφοπλιστικές διευκρινίσεις. Εξήγησε λοιπόν ότι είναι εφοπλιστής με έδρα των συμφερόντων του το Λονδίνο. Ότι ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να νοσηλευθεί στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Και ότι το χαρτί απορίας το δικαιολόγησε στη βάση του ότι δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην Ελλάδα.
Η ιστορία αυτή, που θα μπορούσε να είναι και ανέκδοτο, φαίνεται να επιβεβαιώνει το τροπάριο που ακούγαμε από πιτσιρικάδες που πρωτομπήκαμε στην πολιτική. Ότι δηλαδή υπάρχουν πολλοί επιτυχημένοι επιχειρηματίες και εφοπλιστές που δραστηριοποιούνται εκτός Ελλάδος και που τοποθετούν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους στο εξωτερικό. Ότι η αστική τάξη που θέλει να δραστηριοποιείται σε παραγωγικές επενδύσεις μέσα στην Ελλάδα είναι είδος εν ανεπαρκεία. Και κάπως έτσι αρχίζουν τα εμπορικά ελλείμματα, ο δανεισμός και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, που τώρα καλούμαστε να διευθετήσουμε σφίγγοντας το ζωνάρι. Με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να περισώσουμε το κράτος προνοίας, και, απ'ότι φαίνεται, να συνεχίσουμε να ταϊζουμε κάποια φτωχαδάκια, σαν τον κύριο της ιστορίας, με τα δικά μας χρήματα φυσικά...

Γιώργος Αιμ. Σκιάνης

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΓΣΕΕ: Θλιβερή εικόνα με πολλές αιτίες

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ολοκλρώνεται η «μεγαλειώδης» διαδήλωση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ στο πλαίσιο της 24ωρης γενικής απεργίας που είχαν εξαγγείλει. 15.000 άνθρωποι όλοι κι όλοι (5.000 σκάρτοι με το ΠΑΜΕ και κάτι λιγότερο από 10.000 με τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ). Κι όλα αυτά ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανακοινώσει - κατόπιν εντολής του Διευθυντηρίου Ευρ. Επιτροπής - ΔΝΤ - νέα μέτρα μείωσης των συντάξεων και αύξησης της έμμεσης φορολογίας.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Πού είναι τα πλήθη που διαδήλωναν κατά των νόμων Γιαννίτση και Πετραλιά; Ποιος φταίει γι αυτό; Απλά τα ερωτήματα, δύσκολες όμως οι απαντήσεις.
Ας αρχίσουμε όμως με μια διαπίστωση. Στις δυο διαδηλώσεις - του ΠΑΜΕ και της ΓΣΕΕ - περίσσευαν τα άσπρα και γκρίζα μαλλιά και οι φαλάκρες. Και ήταν «είδη ουσιώδη εν ανεπαρκεία», όπως λένε κι οι οικονομολόγοι, της γης οι κολασμένοι. Αναφέρομαι στους νέους και στους μετανάστες, που εργάζονται, ανασφάλιστοι, σε γολογοθαϊκά ωράρια, για μισθούς των €500 - 700. Από την άλλη, περίσσευαν οι τίτλοι συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων (δε θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι αντιστοιχούσε περίπου μια οργάνωση σε κάθε 10 διαδηλωτές).
Στην πραγματικότητα, αυτοί που διαδήλωναν ήταν οι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μόνο αυτοί εκπροσωπούνται, εδώ και πολλά χρόνια, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και, αυτοί είναι που τώρα, βλέπουν τα δικαιώματά τους να ψαλιδίζονται.
Όσο για τους κολασμένους της γης, αυτοί ούτως ή άλλως δεν έχουν κανένα δικαίωμα. Οι άτολμες προσπάθειες της κυβέρνησης Σημίτη, να βάλει κάποιους κανόνες στην εργασιακή ζούγκλα του ιδιωτικού τομέα, σαμποταρίστηκαν από όλους όσοι όφειλαν να τις στηρίξουν αφ' ενός και να απαιτήσουν να είναι πιο τολμηρές αφ' ετέρου. Αναφέρομαι στα κόμματα και στις οργανώσεις της Αριστεράς, στη ΓΣΕΕ, στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Κι όταν κάποιοι από αυτούς που δεν έχουν δικαιώματα εξεγέρθηκαν, η συμπαράσταση όλων των παραπάνω ήταν περιστασιακή και για την τιμή των όπλων ή για να διαπιστωθεί αυτάρεσκα ότι «εμείς είμαστε οι καλοί, το κακό ΠΑΣΟΚ φταίει για όλα».
Ποιος δε θυμάται, την άρνηση του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης να συνδράμει τους μετανάστες εργάτες γης πριν από δέκα χρόνια, όταν αυτοί απήργησαν διεκδικώντας αξιοπρεπέστερες αμοιβές και ασφάλιση στον ΟΓΑ; (αντιθέτως την ίδια εποχή ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Βόλου είχε συμπαρασταθεί από την πρώτη στιγμή στους εργάτες γης του Βελεστίνου).
Ποιος συμπαραστάθηκε στους εργάτες γης της Μανωλάδας όταν η «περήφανη αγροτιά» τους πλάκωνε στο ξύλο και τους διαπόμπευε, γιατί είχαν τολμήσει να διεκδικήσουν αύξηση στο μεροκάματο (αμείβονταν με το εξωφρενικό ποσό των €3 την ημέρα από το οποίο παρακρατούνταν ένα μέρος ως ενοίκιο για τις τρώγλες στις οποίες του στοιβάζουν);
Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Βελεστίνου και το αξιοθαύμαστο - αλλά εκ των πραγμάτων μικρής εμβέλειας - έργο του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι: ΚΑΝΕΙΣ. Γι αυτό και σήμερα απουσίαζαν οι μετανάστες από τη διαδήλωση.
Σε ό,τι αφορά στους γηγενείς νέους με τις θλιβερές αμοιβές τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Γαλουχήθηκαν με υπερβολικές δόσεις τηλοψίας. Έχουν δει χιλιάδες ώρες τηλεοπτικών σειρών από τις οποίες έμαθαν ότι όποιος δε ζει μεσα στη χλιδή χωρίς να χρειάζεται να εργάζεται είναι «μαλάκας». Οι γονείς τους τους εμφύσησαν την άποψη ότι η μόνο επαγγελματική αποκατάσταση είναι «μια θέση στο Δημόσιο». Μ' αυτά τα όνειρα έχουν μεγαλώσει όλοι όσοι σήμερα είναι κάτων των 35 χρόνων.
Η όποια απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα είναι, κατά συνέπεια, «μεταβατική» μέχρι να βρεθεί «μια θέση στο Δημόσιο». Ακόμα κι αν αυτή είναι με σύμβαση ορισμένου χρόνου και άθλιο μισθό. Γιατί αργά η γρήγορα «θα έρθει η μονιμοποίηση».
Οι άνθρωποι αυτοί δε διεκδικούν τα θεσμοθετημένα δικαιώματά τους ακριβώς γιατί πιστεύουν βαθιά μεσ' στην καρδία τους ότι «σύντομα η ζωή θα τους χαμογελάσει». Δε διαδηλώνουν γιατί δεν είναι "in". Και δε διεκδικούν γιατί «θα βρεθεί κάποια άκρη». Γιατί η διεκδίκηση δικαιωμάτων δεν είναι μέρος ούτε της παιδείας τους, ούτε των οικογενειακών τους αξιών.
Απομένει η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα: γιατί σήμερα διαδήλωσαν υποδεκαπλάσιοι άνθρωποι από αυτούς που είχαν διαδηλώσει κατά των νόμων Πετραλιά και Γιαννίτση;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν έχω. Διαισθάνομαι μονάχα ότι οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα έχουν προεξοφλήσει - κακώς - το αδιέξοδο της κινητοποίησης. Επιπρόσθετα έχουν συνηθίσει, πολλοί από αυτούς, να εκμεταλλεύονται τις χαλαρές εργασιακές συνθήκες για να ασκούν παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες, από τις οποίες έχουν σημαντικά και αφορολόγητα εισοδήματα. Κι αυτό μειώνει τη διάθεσή τους για διεκδικήσεις.

Γιάννης Χρυσοβέργης

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Ένα καλωσόρισμα

Στην εικόνα ενός αθέατου κόσμου που φοβάται τη σκιά του ή που προσμένει καρτερικά την τύχη του, χαίρομαι πραγματικά που γνώρισα το Γιώργο, το Γιάννη και τον Κώστα, γιατί μέσα από τον ιστότοπο που δημιουργήσαμε, τολμούμε, όχι μόνο να σκεφτόμαστε, αλλά και να ξεδιπλώνουμε τη σκέψη μας εκφράζοντας έναν αυτόνομο πολιτικό λόγο, αντιδρώντας έτσι στην κυρίαρχη ροπή της εποχής που θέλει τους περισσότερους πολίτες αυτής της χώρας να διέπονται από ιδεολογική πενία. Μέσα λοιπόν από τη δημιουργία αυτού του blog, μας δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεμουδιάσει το μυαλό μας ξοδεύοντας λίγο απ' τον ελεύθερο χρόνο μας, προκειμένου να αντισταθούμε με την πένα μας στις σειρήνες του συντηρητισμού, όπως προσφυώς αναφέρει ο Ντέιβιντ Θορό στο βιβλίο του "Πολιτική Ανυπακοή"...

Χαράλαμπος Χ. Κουκάκης

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Ένα άρθρο από την "ΑΥΓΗ" που αξίζει τον κόπο να το διαβάσουμε

(Πρόκειται για ένα κείμενο του Βασίλη Μουλόπουλου, βουλευτή (πλέον) του ΣΥΡΙΖΑ, που δημοσιεύτηκε στην εφ. ΑΥΓΗ χτες 21-02-2010)

Αριστερά χωρίς ιδέες και χωρίς φαντασία


Αυτό που με απογοητεύει στον διάλογο που αναπτύσσεται στον όλο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι διαφορετικές απόψεις, ούτε η σφοδρότητα των αντιπαραθέσεων, αλλά οι κοινοτοπίες, "το λίγο" στις ιδέες, στις αναλύσεις, στους στόχους, στις προτάσεις, στις διεκδικήσεις, στις αντιρρήσεις. Είναι η απουσία φαντασίας.

Κι όμως, η πλειονότητα των στρατηγών και ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών ανήκουν στις γενιές εκείνες του '68, του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης και σε έναν χώρο (με την ευρεία έννοια), εκείνον της αριστεράς, που τον καιρό που ήταν νέοι, αν μη τι άλλο, διεκδικούσε τη "φαντασία στην εξουσία", ενώ ήταν "ρεαλιστές" γιατί "πρότειναν την ουτοπία".

Ήταν κάποτε η αριστερά που (παρ' όλες τις εσωτερικές έριδες και διαφορές της) είχε ιδανικά, στόχους, αντιπάλους στην αντίπερα όχθη. Ήμασταν "εμείς" που θέλαμε έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο όμορφο. Ολόκληρο τον κόσμο και όχι την "αυλή του σπιτού μας". Και ήταν οι "άλλοι", γκρίζοι, κομφορμιστές, χωρίς όνειρα, εκτός από εκείνο της κονόμας. Ήταν κάποτε οι εργάτες, οι αγρότες, οι φοιτητές, οι διανοούμενοι: ο κόσμος της εργασίας και της δημιουργίας. Και ήταν οι "καπιταλιστές και οι λακέδες τους": ο κόσμος του κεφαλαίου.

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ο προλεταριακός διεθνισμός, μια θεμελιώδης αξία για την αριστερά, που έκανε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, τις επαναστάσεις στην Κίνα και την Κούβα, τα αντάρτικα στη Λατινική Αμερική, τις εργατικές απεργίες στις χώρες της Ευρώπης δικό μας πόλεμο, δικές μας επαναστάσεις και αντάρτικα, δικές μας απεργίες.

Από τη δεκαετία του '50 η αριστερά ακολούθησε βαθμηδόν μια πορεία αντίθετη προς εκείνη του καπιταλισμού. Ενώ το κεφάλαιο έσπαγε τα δεσμά του κράτους - έθνους, για να διεθνοποιηθεί (παγκοσμιοποιηθεί) τελικά στην τελευταία εικοσαετία του αιώνα μας δημιουργώντας το "παγκόσμιο οικονομικό χωριό", η αριστερά προοδευτικά ταυτιζόταν με το έθνος, το κράτος και το κράτος - έθνος.

Στην πρώτη φάση αυτής της πορείας, την επιθετική (για την αριστερά) φάση, στο κράτος βρήκε το θεσμικό και νομικό πλαίσιο για να αναπτύξει και να καταχωρίσει την πολιτική και συνδικαλιστική της δύναμη. Στη δεύτερη φάση, την αμυντική, οχυρώθηκε πίσω από το κράτος για να υπερασπιστεί όπως - όπως τις κοινωνικές κατακτήσεις από την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Εγκαταλείποντας τις μεγάλες ιδέες που την είχαν γεννήσει.

Ο εκφυλισμός αυτός της αριστεράς είναι κατανοητός. Η προοπτική της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, της αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού και της κοινωνικής αλληλεγγύης, η απώλεια κάθε πολιτικού ελέγχου στις οικονομικές επιλογές είναι απειλές καθημερινές και πραγματικές. Αλλά είναι απογοητευτικό εκείνοι που θέλαμε να "αλλάξουμε τον κόσμο" να έχουμε σήμερα ως μοναδικό στόχο την υπεράσπιση των κεκτημένων. Γιατί αυτό σημαίνει, πέρα από την όποια επαναστατική ρητορική χρησιμοποιούμε, ότι έχουμε αποδεχθεί πως αυτόν τον κόσμο δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε, ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο δυνατό μοντέλο.

Και είναι λάθος η "εθνική" απάντηση στην παγκοσμιοποίηση. Η τελική μάχη που εξελίσσεται σήμερα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δεν μπορεί να δοθεί πλέον στο επίπεδο του κράτους - έθνους. Κανένα κράτος δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την παγκόσμια δύναμη του κεφαλαίου. Μόνο όποιος δεν θέλει να δει δεν βλέπει ότι ο πολιτικός και κοινωνικός έλεγχος στην οικονομία και την παραγωγή μπορεί να επιβληθεί μόνο σε υπερεθνικό πολιτικό επίπεδο, με μια διεθνή κινητοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας.

Οι δυνάμεις και η θέληση υπάρχουν, όπως δείχνουν οι κοινωνικές εκρήξεις σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, αλλά η πρώην διεθνιστική αριστερά δεν φαίνεται ικανή να τις μετατρέψει σε πολιτική πρόταση. Δεν αντιλαμβάνεται ότι στον καιρό της παγκοσμιοποίησης η ταξική πάλη είναι παγκόσμια. Παραπαίει (στις διάφορες εκφάνσεις της) από τον πιο πρωτόγονο μαρξισμό - λενινισμό στον εθνικιστικό λαϊκισμό ή στον άκριτο, άκρατο και ρητορικό ευρωπαϊσμό. Χωρίς μεγάλες ιδέες και χωρίς φαντασία.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Σιόρ Διονύσης και Χατζηαβάτης...

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πριν ακριβώς δύο χρόνια, τον Ιανουάριο του 2008, στο interna-corporis, ένα άλλο blog... Είναι ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε τι λέγαμε τότε, που ακόμα εμαίνετο η νεοδημοκρατική λαίλαψ επί των κεφαλών μας...)

Το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, έχει την αφετηρία του στην συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.Είκοσι περίπου χρόνια μετά την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ, επί πρωθυπουργίας Σημίτη, κληθήκαμε πια στα σοβαρά, να μετάσχουμε στο στενό πυρήνα αυτής της ενοποίησης, που αν τελικά ολοκληρωθεί, θα αποτελεί το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στην ιστορία της Ευρώπης ανά τους αιώνες...
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. αποτελούσε επιλογή του πλέον προοδευτικού κομματιού της ελληνικής αστικής τάξης και φυσικά του εκσυγχρονιστικού ρεύματος, που κατ'εξοχήν εκπροσωπεί ο Κ. Σημίτης.
Δεν νομίζω όμως ότι ήταν επιλογή συνολικά του ελληνικού λαού. (Όπως δεν νομίζω ότι ήταν επιλογή του λαού και η είσοδός μας στην ΕΟΚ).
Η συμμετοχή μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης μπορεί να έφερε και να φέρνει χειροπιαστά ωφέλη στην οικονομία μας, όμως σιγά -σιγά άρχισε να καταδεικνύει με τραγικό τρόπο τα ασυμμάζευτα χάλια του (ανατολίτικου) κράτους, την έλλειψη σύγχρονων θεσμών και - κυρίως - την παντελή έλλειψη ευρωπαϊκής κουλτούρας σε ένα μεγάλο (πλειοψηφικό) κομμάτι του ελληνικού λαού.
Οι όποιες - λίγες - αλλαγές προσπάθησε να επιφέρει στην οκταετία του ο Σημίτης προσέκρουσαν σε μια παγιωμένη με τα χρόνια αντίληψη για την εξουσία, το κράτος και την πολιτική που είναι - δυστυχώς - ευρύτατα διαδεδομένη και βαθύτατα ριζωμένη στη νοοτροπία του νεοέλληνα.
Η αντίληψη αυτή έχει ως θεμέλιά της:
α) Την ιστορική παρεξήγηση ότι το "κράτος" σαν θεσμός και σαν ζωντανός συνεκτικός δεσμός μιας κοινωνίας είναι ένα σύνολο εχθρικών επεμβάσεων στην παραδοσιάκη, "κλέφτικη" αντίληψη του νεοέλληνα. Μαθημένος για πάνω από τριακόσια χρόνια να ζει και να δημιουργεί μέσα στα πλαίσια ενός ανεκτικού, χαλαρού κρατικού μηχανισμού (αυτόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), ουδέποτε συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι, μετά την Απελευθέρωση θα πρέπει να δημιουργήσει το δικό του, σφιχτό και λειτουργικό κράτος που πιεστικά, αρχικά οι Βαυαροί και μετέπειτα οι Αγγλογάλλοι, τον πίεσαν να συγκροτήσει. Οι παντοειδείς έξωθεν επεμβάσεις σε ένα λαό που ποτέ του δεν "πρόλαβε" να εκπαιδευτεί πολιτικά, ανάμεσα σε συνεχείς συγκρούσεις, πολέμους και εθνικές ταλαιπωρίες δύο αιώνων, έφεραν ένα μίζερο αποτέλεσμα, μια κρατική συγκρότηση μιξοευρωπαϊκή - μιξοανατολίτικη, που βάσισε την επιρροή του στο "ρουσφέτι" και την υποκρισία.
β) Ο, θρησκευτικής επιρροής, ιδιότυπος κοινωνικός συντηρητισμός, που πηγάζει από την βαθύτερη ουσία της Ορθοδοξίας, του πλέον αποκομμένου και αυτόνομου κομματιού της συνολικής χριστιανικής κοινότητας.
Και για όσα χρόνια είχαμε την πολυτέλεια να συμμετέχουμε στην ΕΟΚ απολαμβάνοντας τα αναμφισβήτητα ωφέλη του "νέου, φτωχού συγγενή", τις επιδοτήσεις, τα Μ.Ο.Π. τα "πακέτα Ντελόρ" κλπ, χωρίς από την άλλη να εργαζόμαστε για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, όλα πήγαιναν καλά. Το ΠΑΣΟΚ που κυριάρχησε αυτή την περίοδο μπόρεσε και ανέδειξε νέες οικονομικές δυνάμεις, ανέβασε το οικονομικό επίπεδο των κατώτερων τάξεων και δημιούργησε αρκετές νέες υποδομές. Σήμερα μιλάμε για τα "χρυσά χρόνια του Ανδρέα", όμως είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι αν δεν είχαμε τα ωφέλη από τη συμμετοχή μας στην ΕΟΚ, τέτοια χρόνια δεν θα ζούσαμε ποτέ.
Η βαθύτερη αυτή συντηρητική νοοτροπία του νεοέλληνα μπόρεσε και συνδέθηκε αρμονικά με τη μεταπολιτευτική έκρηξη των νέων, αριστερών κινημάτων και κυρίως με τον ιδιότυπο "τρίτο δρόμο" του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, μέσα από μια αιτιολογημένη αλλά υπερβολική "πατριωτική ρητορία". Η κατοπινή, ραγδαία εισβολή της παγκοσμιοποίησης ταμπούρωσε πίσω από τους χοντρούς, αδιαπέραστους τοίχους του "πατριωτισμού" μας την συντριπτική πλειοψηφία ενός λαού που και πάλι δεν είχε προλάβει να συναντηθεί με τα σύγχρονα ρεύματα της οικονομίας και των κοινωνικών δομών της Ευρώπης. (Παρόλο ότι από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα ζούμε το πλέον ειρηνικό και δημιουργικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού έθνους).
Ο ελληνικός λαός δοκίμασε, όχι χωρίς επιφυλάξεις και υποψία, τον εκσυγχρονιστικό δρόμο του Κ. Σημίτη, σε μια περίοδο όπου το πολιτικό κενό δεν του επέτρεπε άλλες επιλογές. Η χώρα βρέθηκε σχεδόν χωρίς να το καταλάβει στην "καρδιά" της Ευρώπης και το νόμισμά της άλλαξε κυριολεκτικά εν μια νυκτί, χωρίς αντιδράσεις, αλλά με μουρμούρες. Ο Σημίτης ήξερε ότι το θαύμα δεν κρατάει πολύ... Ενδιαφέρθηκε να θεμελιώσει τις - όσες - αλλαγές μπόρεσε να επιφέρει και αδιαφόρησε (η μάλλον παραιτήθηκε άδοξα) για μια πιο συγκροτημένη πολιτική. Το ΠΑΣΟΚ χρεώθηκε τις συνέπειες αυτής της πολιτικής, που δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να συνεχίσει. Και χρεώθηκε - αρχικά - τις αρνητικές συνέπειες, όπως συμβαίνει συνήθως στην ιστορία.
Διαφθορά, διαπλοκή, επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών και τα πρώτα ίχνη φτώχειας και αδιεξόδων για αρκετούς έλληνες, κυρίως μεγάλης ηλικίας και χαμηλής μόρφωσης.
Η επάνοδος στην εξουσία του άλλου κόμματος, της Ν.Δ., μοιραία σηματοδότησε την αντίδραση απέναντι στην πολιτική του εκσυγχρονισμού, εκφράζοντας έτσι, με τον πιο αυθεντικό τρόπο, τα τραγικά αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας.
Στα λόγια και στις εμφανείς προθέσεις η Ν.Δ. υποκρίνεται την "ευρωπαϊκή" παράταξη. Κοκορεύεται σε κάθε ευκαιρία ότι "την Ελλάδα έβαλε στην ΕΟΚ ο Κ.Καραμανλής", αλλά στην ουσία υποκλίνεται με ανακούφιση στη νεοελληνική ασυναρτησία...
Ο Καραμανλής, σαν άλλος καραγκιοζοπαίχτης, εμφανίζει στη σκηνή πότε τη σκιά του "Σιορ Διονύση", πότε του "Χατζιαβάτη", προσπαθώντας απλά να παρατείνει την παραμονή στην εξουσία μιας παράταξης που δυστυχώς για όλους, ήρθε να κυβερνήσει χωρίς ίχνος οράματος και συγκροτημένη πολιτική.
Η "λαϊκή δεξιά", κι οι "νεοφιλελεύθεροι", συνωθούνται φύρδην - μύγδην στην κυβέρνηση και με μοναδικό μπούσουλα τους δημοσκόπους, υποκρίνονται ότι μας κυβερνούν, ενώ εμείς παριστάνουμε ότι τους πιστεύουμε. Το μοιραίο αποτέλεσμα της κρίσης σε τελικό στάδιο, είναι η (πολιτική) αφασία...
Κι όλα αυτά στην πιο κρίσιμη περίοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης...
Σε κάθε βήμα της, η κυβέρνηση, όποτε θυμάται ότι κάτι πρέπει επιτέλους να κάνει, πέφτει μοιραία και αναπότρεπτα πάνω σε αξεπέραστα εμπόδια. Κάθε της βήμα ανακαλύπτει κι έναν απαρχαιωμένο θεσμό, ένα "δουκάτο της διαφθοράς", ένα μικρό "βασίλειο της λαμογιάς", του νεοέλληνα. Είναι να γελάει κανείς παρακολουθώντας έναν "εσμό λαμόγιων" να προσπαθεί να κυβερνήσει ένα "λαό λαμόγιων" και τελικά να μη μπορεί να το καταφέρει, για τον απλούστατο λόγο ότι τώρα πια......δεν είμαστε καθόλου μόνοι!
Ο Κ. Σημίτης θα πρέπει να κρυφογελάει με τα παθήματα του "εσμού" αυτού, που παριστάνει το πολιτικό κόμμα. Μπορεί να μην μπόρεσε να ολοκληρώσει τις αλλαγές που περιλάμβανε στο δικό του, εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, αλλά όσες κατάφερε να "περάσει", λειτουργούν σήμερα σαν τεράστιες, ασφυκτικές λαβίδες απέναντι σε όποια άτακτη απόπειρα πισωγυρίσματος επιχειρεί μέσα στην απόγνωσή της η Ν.Δ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πρωτεύοντα λόγο τώρα πια στο περιεχόμενο της εσωτερικής νομοθεσίας, το οποίο πρέπει ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ να εναρμονίζεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, σε πολύ μεγάλο μέρος του συνολικού νομοθετικού έργου που παράγουν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.
Οι ευρωπαίοι τώρα πια δεν αστειεύονται. Κυβερνούν. Μας κυβερνούν... Είναι πιστεύω απλά, θέμα χρόνου...
Η ελληνική κοινωνία έχει δύο μόνο επιλογές:
1. Να παραμείνει στην Ε.Ε και να εκσυγχρονιστεί
2. Να φύγει από την Ε.Ε και να αναζητήσει την τύχη της στο ενδιαφέρον διεθνές περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Κι επειδή η δεύτερη επιλογή αποκλείεται για προφανείς λόγους, απομένει η πρώτη.
Είμαστε καταδικασμένοι από τα πράγματα κάποια στιγμή, να ορθολογικοποιήσουμε τις επιλογές μας. Όσο κι αν αντιστέκεται η ελληνική κοινωνία, κάποτε θα πρέπει να στρέψει το βλέμμα σε όσα γίνονται προς τα δυτικά της, εκεί όπου (αναγκαστικά) ανήκει...
Αυτό φυσικά δεν μπορεί - και δεν θέλει - να το κάνει η Ν.Δ.
Κάποιοι στον πανικό τους και στην απόγνωσή τους, βλέποντας το έδαφος πάνω στο οποίο έκτιζαν όλα αυτά τα χρόνια τις (οικονομικές) αυτοκρατορίες τους, να κινείται, ωθούνται προς λάθρες πολιτικές μεθοδεύεις που αν επιτευχθούν θα περιπλέξουν ακόμα περισσότερο την ήδη πλέον τραγική κατάσταση.
Τι απομένει;
Μα, τι άλλο; Το ΠΑΣΟΚ...
Αυτό το γνωρίζει ο Παπανδρέου πολύ καλά. Ξέρει ότι αυτός εκπροσωπεί στη χώρα μας το δυτικό της μέλλον (ο ίδιος μάλιστα επιλέγει να εκπροσωπεί το πλέον προοδευτικό κομμάτι της δυτικής κουλτούρας στη χώρα μας).
Ξέρει ότι αργά ή γρήγορα θα κληθεί να κυβερνήσει. Το ζήτημα είναι πόσο γρήγορα θα συμβεί αυτό.
Το σίγουρο επίσης είναι ότι για να συμβεί αυτό, θα πρέπει η κοινωνία μας να "πιάσει πάτο".
Και δε νομίζω ότι - τώρα πια - απέχει πολύ από αυτό...

Κώστας Λαγωνικάκος

Ένα κείμενο για τη σκέψη του Καρλ Πόππερ

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πριν μερικούς μήνες στο editorial του περιοδικού RESISTENSIAS)

Ο ΚΑΡΛ ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ Η «ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

Το 1945 εκδόθηκε το βιβλίο του Καρλ Πόππερ με τίτλο: «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», που γράφτηκε μεταξύ 1938 και 1943, μεσούντος του παγκόσμιου πολέμου. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει την υπεροχή των αστικών φιλελεύθερων θεσμών απέναντι σε άλλα μοντέλα πολιτειακής οργάνωσης και ακόμα περισσότερο απέναντι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, τον φασισμό και τον σταλινισμό.
Η «ανοιχτή κοινωνία» παρέσχε επιχειρήματα στις κυρίαρχες τάξεις του δυτικού κόσμου για να στηρίξουν την υποτιθέμενη «ανωτερότητα» του καπιταλιστικού καθεστώτος απέναντι στην ουτοπία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σε αυτό βοήθησε και η προσωπική στάση του Πόππερ, που έχοντας απομακρυνθεί από την Αριστερά πολύ πριν από τον πόλεμο, υπήρξε επιφυλακτικός ως επικριτικός απέναντι στα ριζοσπαστικά κινήματα που αναδύθηκαν στον Πρώτο και στον Τρίτο Κόσμο, κυρίως κατά τη δεκαετία του’60.Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε ο αναγνώστης αυτών των γραμμών να αναρωτηθεί: «από πού και ως πού ένα αριστερό διεθνιστικό περιοδικό προβάλλει το έργο ενός αστού, επομένως αντιδραστικού διανοούμενου;».
Η απάντησή μου είναι ότι πολύ περισσότερο από την πολιτική στάση του συγγραφέα, σημασία έχει ο τρόπος που προσεγγίζει το αντικείμενό του και το κατά πόσον ο λόγος του μας παρέχει ερεθίσματα για σκέψη. Αντιδραστικές πολιτικές πεποιθήσεις είχαν επίσης ο Ηράκλειτος και ο Πλάτωνας, που στήριζαν την αριστοκρατία, καθώς και ο Χέγκελ, που εξύμνησε το απολυταρχικό πρωσικό κράτος (καλά έκανε ο Πόππερ που τον χαρακτήρισε πουλημένο και αγύρτη, όπως θα δούμε παρακάτω). Όμως η σκέψη αυτών των διανοητών λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για τον Μαρξ και για το μετέπειτα αριστερό κίνημα.Και έχω την αίσθηση ότι και ο Πόππερ έχει να μας πει κάτι, σε αυτό το ογκώδες δίτομο έργο, που μεταξύ των άλλων μιλάει για τις φυλετικές αρχαϊκές κοινωνίες, για την αθηναϊκή δημοκρατία, για τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ιησού Χριστό, τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Μαρξ, για τον πελοποννησιακό πόλεμο και για την επιστημονική σκέψη. Είναι αδύνατο να αναφερθούμε εκτενώς σε όλα αυτά τα ενδιαφέροντα ζητήματα στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης, που αναγκαστικά θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Μπορούμε όμως να αναδείξουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της ποππεριανής σκέψης και να τα θέσουμε σε συζήτηση, όπως και θα επιχειρήσουμε στο παρόν άρθρο.
Η «κλειστή» και η «ανοιχτή» κοινωνία
Σύμφωνα με τον Πόππερ, μέχρι τον 6ο π.χ. αιώνα η κοινωνική οργάνωση στον ελλαδικό χώρο ήταν «φυλετικού» τύπου, με την έννοια ότι η κάθε κοινότητα ήταν πληθυσμιακά ομογενής, ως αποτέλεσμα σχέσεων που ανάγονταν σε μια κοινή καταγωγή (γένος). Την εξουσία την είχε μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων, συχνά με ηγέτη έναν «πατριάρχη» της φυλής. Η κοινωνική ζωή ορίζονταν από κανόνες που δεν αμφισβητούνταν και δεν άλλαζαν, εξασφαλίζοντας έτσι ένα σταθερό status quo στην κοινότητα και ίσως ένα αίσθημα ασφάλειας στα μέλη της, καθώς για κάθε έναν ήταν σαφές το ποιά πορεία θα ακολουθούσε στη ζωή του. Κατά τον Πόππερ μια τέτοια κοινωνία είναι «κλειστή», με την έννοια ότ ιη πορεία της προδιαγράφεται από δεδομένους συσχετισμούς δύναμης που πολύ δύσκολα αλλάζουν και γι’αυτό στη συνείδηση των ανθρώπων είναι αιώνιοι και εμφανίζονται ως φυσικοί νόμοι.
Γύρω στον 6ο αιώνα, εμφανίζονται οι πόλεις-κράτη με τον αυξημένο πληθυσμό, με τη ναυτιλία, το εμπόριο και τη μεταποίηση να αναπτύσσονται, δημιουργώντας έτσι νέα εύπορα κοινωνικά στρώματα με τα δικά τους συμφέροντα και αξιώσεις για συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν την κοινότητα. Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, με τυπικό παράδειγμα την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα, που συζητήθηκε πολύ από τους ιστορικούς, καθώς και από τον ίδιο το συγγραφέα. Για τον Πόππερ η αθηναϊκή δημοκρατία είναι ένα πρώτο δείγμα «ανοιχτής» κοινωνίας, η πορεία της οποίας διαμορφώνεται από το διάλογο, την ανταλλαγή απόψεων και τον έλεγχο των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους. Είναι η ίδια η ανθρώπινη κοινότητα στο σύνολό της (εκτός από τους δούλους φυσικά) που αποφασίζει για το μέλλον της, σε αντίθεση με την κλειστή κοινωνία των λίγων αρχόντων, που ελέω θεού, ή στο όνομα κάποιων αξιών που θεωρούνται δεδομένες και αδιαμφισβήτητες, αποφασίζουν για την τύχη των πολλών και για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων.
Ο Πόππερ βλέπει την ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας ως μια μείζονα ιστορική αλλαγή που ακόμα και στις μέρες μας βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς συναντάει κανείς κράτη με παγιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς που σε μεγάλο βαθμό έχουν χαρακτηριστικά ανοιχτής κοινωνίας και δικτατορίες που περιφρονούν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και αυτό δείχνει ότι η ανοιχτή κοινωνία εξακολουθεί να έχει τους εχθρούς της, οι οποίοι επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν το αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε συνθήκες κοινωνικής ρευστότητας και να αρπάξουν την εξουσία στο όνομα της ησυχίας, της τάξης και της ασφάλειας.
Ο Σαββόπουλος στον «Μπάλο» μιλάει για «μια ελευθερία ζόρικια». Η ελευθερία του να ορίζει κανείς τη ζωή του με βάση τις δικές του επιλογές, ή με βάση συλλογικές αποφάσεις που παίρνονται με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων, δεν εγγυάται το βέλτιστο αποτέλεσμα και μπορεί κανείς να μείνει με την αμφιβολία ή με την αγωνία για το κατά πόσον ακολουθεί το «σωστό δρόμο». Και σε αυτό το σημείο έγγειται η γοητεία του ολοκληρωτισμού, η γοητεία της κλειστής κοινωνίας, οι απολογητές της οποίας ευαγγελίζονται την αρμονία στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τη συλλογική πορεία με βάση την καθοδήγηση κάποιων «αρίστων», που φέρονται να γνωρίζουν τους νόμους εξέλιξης της ανθρώπινης κοινότητας, ή αλλιώς το «ιστορικό της πεπρωμένο», και γι’αυτό είναι οι αρμόδιοι να κυβερνήσουν και να αποφασίσουν.
Με βάση αυτή τη λογική ο Πλάτωνας, δια στόματος Σωκράτη, ισχυρίζεται: «Αν οι φιλόσοφοι δεν γίνουν βασιλείς μέσα στις πόλεις ή αν αυτοί που σήμερα ονομάζονται βασιλείς και ολιγαρχικοί δεν αποβούν γνήσιοι και ολοκληρωμένοι φιλόσοφοι και αν αυτά τα δυό, η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία, δεν συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο - αν αυτό δεν συμβεί αγαπητέ μου Γλαύκων, δεν θα πάψουν τα δεινά να πλήττουν τις πόλεις, ούτε, πιστεύω, το ανθρώπινο γένος». Βασιλέα φιλόσοφο λοιπόν, ή φιλόσοφο βασιλέα θέλει ο Πλάτωνας για την ιδανική κλειστή πολιτεία του. Και ιδού τώρα ο αντίλογος από κάποιον που η σκέψη του κινείται προς την κατεύθυνση της ανοιχτής κοινωνίας: «Ότι οι βασιλείς θα έπρεπε να γίνουν φιλόσοφοι, ή οι φιλόσοφοι βασιλείς, δεν είναι πιθανό να συμβεί ούτε θα ήταν επιθυμητό, αφού η κατοχή δύναμης πάντα υποβαθμίζει την ελεύθερη κρίση του λογικού» (Καντ). Μάλιστα σύμφωνα με την ποππεριανή αντίληψη περί ανοιχτής κοινωνίας, το ζήτημα δεν είναι τόσο το ποιός θα μας κυβερνήσει αλλά πώς ως πολίτες μπορούμε να ελέγξουμε τους κυβερνώντες. Την πίστη περί ιστορικών νομοτελειών και πεπρωμένων που καθορίζουν την πορεία μιας ανθρώπινης κοινότητας, η οποία πίστη αποτελεί θεμέλιο λίθο της σκέψης των απολογητών της κάθε είδους κλειστής κοινωνίας, ο Πόππερ την αποκαλεί «ιστορικισμό» και την απορρίπτει, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.
Ο ιστορικισμός και η απόρριψή του από τον Πόππερ
Είναι λογικό να δεχτούμε ότι ένας φυσικός νόμος, όπως ο νόμος της βαρύτητας, υπάρχει και λειτουργεί ανεξάρτητα από την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι νόμος της βαρύτητας υπήρχε δισεκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστεί το ανθρώπινο είδος και θα εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και μετά την εξαφάνισή του. Μπορούμε όμως άραγε να πούμε, με την ίδια σιγουριά, ότι υπάρχουν νόμοι λειτουργίας μιας κοινωνίας και ιστορικής εξέλιξης ανεξάρτητα από τον άνθρωπο; Κάτι τέτοιο θα ηχούσε κάπως παράλογο, αφού στο κάτω κάτω ο άνθρωπος είναι αυτός που συγκροτεί την κοινωνία, που δημιουργεί την ιστορία και που μπορεί υπό προϋποθέσεις να αλλάξει και τους νόμους. Μπορούμε να δεχτούμε ότι οι νόμοι μιας κοινωνίας μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και ενάντια στη θέληση του ατόμου ή και της κοινωνικής ομάδας, όχι όμως και το ότι είναι οντολογικά ανεξάρτητοι από τον ανθρώπινο παράγοντα.
Τέτοιες σκέψεις εγώ τις βρίσκω εύλογες και αποδεκτές και υποθέτω πως τις συμμερίζονται πολλοί άλλοι. Πριν όμως από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια οι νοοτροπίες ήταν πολύ διαφορετικές, όπως επισημαίνει ο Πόππερ. Στις κλειστές κοινωνίες, όπου υπήρχαν παγιωμένοι συσχετισμοί δύναμης, οι κανονιστικές αρχές (για να χρησιμοποιήσουμε ποππεριανή ορολογία) ήταν τόσο ισχυρές που έδιναν την εντύπωση ότι έχουν υπόσταση και ισχύ φυσικού νόμου.
Η αντίληψη αυτή περί «φυσικότητας» των κανονιστικών αρχών και των νόμων λειτουργίας μιας κοινωνίας διατυπώθηκε σε φιλοσοφικό επίπεδο από τον Ηράκλειτο, ο οποίος ερμήνευσε τις κοινωνικές αναστατώσεις της εποχής του ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών που υπάρχουν αφεαυτές και ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα. Την αντίληψη αυτή υιοθετεί και ο Πλάτων, καθώς βλέπει την ανθρώπινη κοινωνία να ακολουθεί μια πορεία φθοράς και παρακμής ως αποτέλεσμα μιας φυσικής και ιστορικής νομοτέλειας. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στην πλατωνική σκέψη αυτή η πορεία παρακμής υλοποιείται μέσω των αντιμαχόμενων ταξικών συμφερόντων που εκδηλώνονται μέσα στο κοινωνικό σώμα. Με αυτήν την έννοια, η πλατωνική ερμηνεία της κοινωνικής παρακμής εμπεριέχει μια κοινωνιολογική-ταξική διάσταση, που αργότερα θα την ξαναδούμε στον Μαρξ, σε άλλη μορφή. Την ιδεώδη πολιτεία του, ο Πλάτων τη βλέπει ως προϊόν μιας κίνησης για αναχαίτιση αυτής της φθοράς και επανόδου σε ένα απώτερο παρελθόν κοινωνικής αρμονίας και σταθερότητας. Για τον Πλάτωνα η αλλαγή παράγει φθορά και παρακμή, γι’αυτό και οι θεσμοί και οι συσχετισμοί δύναμης σε μια ιδανική πολιτεία θα πρέπει να είναι σταθεροί και να διαωνίζονται. Επομένως, ο Πλάτων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιστορικιστής», καθώς βλέπει την κοινωνική αλλαγή (κατουσίαν παρακμή) ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών που υλοποιούνται στο κοινωνικό επίπεδο μέσω ταξικών αντιθέσεων.
Ο Αριστοτέλης αντιστρέφει το βέλος της κοινωνικής εξέλιξης και έχει μια πιο αισιόδοξη οπτική, καθώς ισχυρίζεται ότι ως αποτέλεσμα των ιστορικών νομοτελειών η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να εξελιχθεί προς το καλύτερο, βαδίζοντας προς ένα «τέλος» (σκοπό), το οποίο αποτελεί και τη βαθύτερη «ουσία» της. Σύμφωνα με τον Πόππερ, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης είναι «ουσιοκράτες», με την έννοια ότι αναζητούν τη βαθύτερη φύση (ουσία) των πραγμάτων, που καθορίζει και τη λειτουργία τους. Η ουσία αυτή βρίσκεται στον κόσμο των ιδεών κατά τον Πλάτωνα και μέσα στο ίδιο το πράγμα κατά τον Αριστοτέλη. Όμως η εμμονή και των δυο να θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα τον προσδιορισμό της ουσίας τους φέρνει στην άλλη όχθη από αυτήν που βρίσκεται η σύγχρονη επιστήμη, που, σύμφωνα με την ποππεριανή ορολογία, έχει μια «νομιναλιστική» προσέγγιση πάνω στα αντικείμενα έρευνάς της, δηλαδή μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στο πώς λειτουργεί το αντικείμενο και όχι ποια είναι η ουσία του, αν αυτή υπάρχει. Ο Πόππερ επικροτεί αυτόν το νομιναλισμό, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρκούζε στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» επιτίθεται στη σύγχρονη επιστημονική μέθοδο και της καταλογίζει ότι «πραγμοποιεί» τη φύση και την αποστερεί από μη μετρήσιμες και ποσοτικά προσδιορίσιμες ποιότητες.Αισιόδοξος ιστορικιστής είναι και ο Χέγκελ, που βλέπει την ιστορία ως τον τόπο εκδήλωσης του Λόγου που εξελίσσεται διαλεκτικά προς την αυτοπραγμάτωσή του μέσα στον κόσμο. Ο Χέγκελ κρίνει καλό να εκθειάσει το αυταρχικό πρωσικό κράτος, χαρακτηρίζοντάς το ως ενσάρκωση του Λόγου και επομένως ως την ανώτερη μορφή πολιτεύματος που υπήρξε στην ιστορία. Χωρίς αμφιβολία αυτή η ευμενής στάση του φιλοσόφου απέναντι στο καθεστώς τον βοήθησε στην ακαδημαϊκή του καριέρα και στο να αναδειχθεί σε κορυφαία φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής εκείνης της εποχής. Ίσως λοιπόν ο Πόππερ να έχει δίκιο όταν του καταλογίζει ότι «ξεπουλήθηκε» στο καθεστώς προς ίδιον όφελος. Του καταλογίζει επίσης πνευματική «αγυρτεία» καθώς ο εγελιανός λόγος είναι εξαιρετικά στριφνός, εξεζητημένος και ώρες ώρες φαίνεται να στερείται νοήματος. Το παρακάτω σπαρταριστό απόσπασμα που σταχυολογεί ο Πόππερ είναι ενδεικτικό των λεκτικών ακροβατισμών και, ας τολμήσουμε να το πούμε, της «μπουρδολογίας» που διακρίνει μέρος του έργου του Χέγκελ: «Ήχος είναι η αλλαγή στην ειδική κατάσταση διαχωρισμού των υλικών μερών και στην άρνηση αυτής της κατάστασης. Απλά μια αφηρημένη ή μια ιδεατή ιδεατότητα, σαν να πούμε, αυτού του ειδικού. Αλλά αυτή η αλλαγή, έτσι, συνιστά η ίδια, άμεσα, την άρνηση του υλικού ειδικού υφίστασθαι. Που γι’αυτό είναι πραγματική ιδεατότητα της ειδικής βαρύτητας και συνοχής, δηλαδή θερμότητα».Αρκετά νομίζω. Ως καθηγητής φυσικός, αν είχα να βαθμολογήσω ένα τέτοιο γραπτό θα το μηδένιζα. Όμως ο Χέγκελ έτυχε μιας ιδιαίτερα ευμενούς αντιμετώπισης τόσο από τους συγχρόνους του, όσο και από μεταγενέστερους διανοητές. Και το στοιχείο που νομίζω πως γοήτευσε τόσους πολλούς είναι η θέση του πως η κατεστημένη πραγματικότητα δεν είναι αιώνια και αδιατάρακτη, όπως θα ήθελαν οι εκάστοτε κρατούντες, αλλά μεταβάλλεται στη βάση ιστορικών νομοτελειών που υλοποιούνται μέσω αντιθέσεων που ξεδιπλώνονται μέσα στο κοινωνικό σώμα. Ο Χέγκελ έβλεπε την πάλη μεταξύ των εθνών και τους πολέμους ως το γενεσιουργό παράγοντα των ιστορικών αλλαγών. Και αυτή ειδικά η αντίληψη πέρασε στο φασισμό και στο ναζισμό. Ο Μαρξ, που ήταν μαθητής του Χέγκελ, αντί για την πάλη των εθνών είδε την πάλη των κοινωνικών τάξεων ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας.Και ο Μαρξ ήταν ιστορικιστής. Σε αντίθεση όμως με το δάσκαλό του έβλεπε την ιστορική νομοτέλεια να είναι στοιχείο της ίδιας της υλικής πραγματικότητας. Αντί για τον εξελισσόμενο Λόγο (ή το Απόλυτο Πνεύμα), έβλεπε τον άνθρωπο που στην προσπάθειά του να βελτιώσει τους υλικούς όρους διαβίωσής του ανακαλύπτει τεχνολογίες, δημιουργεί πολιτισμούς και, ως κοινωνικό ον με ταξικά συμφέροντα, συγκρούεται με άλλες κονωνικές τάξεις, επαναστατεί και αλλάζει το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης (σχέσεις παραγωγής).Ο Πόππερ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Μαρξ έναν οξυδερκή στοχαστή της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζούσε. Αναγνωρίζει επίσης τη σπουδαιότητα των οικονομικών συμφερόντων στα κοινωνικά και ιστορικά τεκταινόμενα. Αυτό που δεν αναγνωρίζει είναι η ισχύς της πρόβλεψης του Μαρξ ότι ο κόσμος οδεύει στον κομμουνισμό, ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών (το γνωστό μοντέλο των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων που προκαλούν την επανάσταση, ανατρέποντας τις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις και αντικαθιστώντας τις με νέες τέτοιες που ανταποκρίνονται στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων). Για τον Πόππερ δεν υπάρχει καμμιά ιστορική νομοτέλεια, ούτε η ιστορία έχει κάποιο νόημα. Και στην ανοιχτή κοινωνία οι άνθρωποι, στο βαθμό που συνειδητοποιούν αυτήν την έλλειψη ιστορικού νοήματος, προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους μεταρρυθμίζοντας τους συγκεκριμένους εκείνους θεσμούς και τρόπους δουλειάς στους οποίους εντοπίζουν προβλήματα. Η κομμουνιστική κοινωνία μπορεί να υλοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον, μπορεί και να μην υλοποιηθεί. Κανένας δεν είναι προφήτης. Το σημαντικό είναι να βελτιώνουμε τη ζωή μας αναζητώντας συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα που μας απασχολούν. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής», στην οποία αναφερόμαστε εκτενέστερα αμέσως παρακάτω. Παρεπιμπτόντως, να αναφέρουμε ότι ο Πόππερ απορρίπτει και το Νόμο της Αξίας, που αποτελεί το θεμελιώδη λίθο της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Στη θέση του Μαρξ ότι η τιμή του εμπορεύματος καθορίζεται από την εργατική δύναμη που δαπανήθηκε για την παραγωγή του, ο Πόππερ διακρίνει μια «ουσιοκρατική» προσέγγιση, που δεν βοηθάει στην κατανόηση της οικονομικής πραγματικότητας, μιας και είναι ο νόμος προσφοράς και ζήτησης αυτός που εμφανώς θα διαμορφώσει τις τιμές.
Η βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική
Όταν είμαστε μαθητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είχαμε συναντήσει πρωτοβάθμιες εξισώσεις της μορφής: ax+b=0 και δευτεροβάθμιες εξισώσεις με τριώνυμα της μορφής: ax2+bx+c=0. Είχαμε μάθει να επιλύουμε αυτές τις εξισώσεις ως προς x, με βάση αλγεβρικούς τύπους που έδιναν την «ακριβή» όπως λέμε στα μαθηματικά λύση, στην οποία εμφανίζονται οι παράμετροι a, b, c.Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν όταν αντί για το τριώνυμο έχει κανείς να επιλύσει εξίσωση της μορφής: ax2+b.ex+c=0. Εδώ δεν είναι γνωστή η ακριβής λύση με βάση κάποιον αλγεβρικό τύπο και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα αδυναμίας εύρεσης ακριβούς λύσης. Πιο πολλές είναι οι εξισώσεις που δεν επιλύονται με βάση κάποιον γνωστό αλγεβρικό τύπο, παρά αυτές που επιλύονται.Από τον 17ο αιώνα, ο Νεύτων είχε επιχειρήσει να λύσει προσεγγιστικά (ή αλλιώς αριθμητικά) εξισώσεις για τις οποίες δεν είναι γνωστή η ακριβής λύση. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν η παρακάτω: ξεκινούσε με μια υποθετική αρχική λύση x0, η οποία αν μηδένιζε το αριστερό μέλος της εξίσωσης (ή του έδινε μια τιμή πολύ κοντά στο μηδέν), τότε το x0 ήταν όντως η λύση της εξίσωσης. Αν αυτό δεν ίσχυε, τότε με βάση έναν μαθηματικό τύπο που είχε επινοήσει υπολόγιζε μια διορθωτική ποσότητα δx0 και μέσω αυτής δοκίμαζε μια νέα λύση x1=x0+δx0. Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν μέχρις ότου βρεθεί μια ποσότητα xi, που να μηδενίζει (σχεδόν) το αριστερό μέλος της εξίσωσης. Η μέθοδος του Νεύτωνα εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία μεθόδων επίλυσης προβλημάτων με «διαδικασία δοκιμής-σφάλματος», που μπορούν να αυτοματοποιηθούν και γι’αυτό τη σημερινή εποχή είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, λόγω της εξάπλωσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η διαδικασία δοκιμής-σφάλματος δεν περιορίζεται μόνο στην επίλυση εξισώσεων με μια μεταβλητή, αλλά και σε πιο σύνθετα προβλήματα, όπως ο προσδιορισμός του επικέντρου ενός σεισμού, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Η αριθμητική λύση που προκύπτει, δεν είναι «ακριβώς» η λύση του προβλήματος, όμως η πρώτη προσεγγίζει τη δεύτερη σε μεγάλο (και επομένως ικανοποιητικό) βαθμό. Από τη δεκαετία του’30 ο Πόππερ, που είχε μια ισχυρή μαθηματική παιδεία, πρότεινε ένα σχέδιο εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών με βάση μια διαδικασία δοκιμής-σφάλματος. Το ερμηνευτικό σχήμα παρουσιάζεται σχηματικά ως ακολούθως:...Πi -- ΔΘi -- ΑΣ -- Πi+1...Το νόημα του παραπάνω σχήματος είναι το εξής: η επιστημονική έρευνα επιχειρεί να επιλύσει κάποια προβλήματα Πi, προτείνοντας μια δοκιμαστική επιστημονική θεωρία ΔΘi. Η ΔΘi υφίσταται τη βάσανο του πειραματικού ελέγχου, κατά τον οποίο εντοπίζονται σφάλματα στις θεωρητικές προβλέψεις, που θα πρέπει να απαλειφθούν, οπότε η έρευνα βρίσκεται στη φάση της απαλειφής σφαλμάτων, ΑΣ. Κατά την ΑΣ εντοπίζονται επίσης αδυναμίες στην ίδια τη δομή της ΔΘi και τίθενται προς επίλυση νέα προβλήματα Πi+1, για τα οποία θα προταθεί μια νέα δοκιμαστική θεωρία ΔΘi+1 κ.ο.κ.Προτείνοντας αυτό το σχήμα, ο Πόππερ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια συνέχεια στις επιστημονικές θεωρίες, με την έννοια ότι η κάθε μία διαδέχεται την προηγούμενη μέσω πειραματικού ελέγχου. Πιστεύει επίσης ότι έχει νόημα να μιλάει κανείς για «πρόοδο» στην επιστημονική έρευνα, καθώς η νέα θεωρία είναι απαλλαγμένη από αδυναμίες της παλιάς, οπότε αποτελεί μια καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας. Το ερμηνευτικό σχήμα του Πόππερ, που ονομάζεται «κριτικός ορθολογισμός», έχει συναντήσει την ενθουσιώδη υποδοχή μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας, έχει δεχτεί όμως και κριτικές από το χώρο της αναρχικής επιστημολογίας, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Φεγιεράμπεντ, στις οποίες δεν είναι της ώρας να αναφερθούμε. Τη συνέχεια αυτών των συλλογισμών, μπορεί κανείς να τη διαισθανθεί. Αν η διαδικασία δοκιμής-σφάλματος αποδίδει στην επίλυση επιστημονικών-τεχνικών προβλημάτων και αν δίνει ένα ικανοποιητικό (τρόπος του λέγειν) ερμηνευτικό σχήμα της εξέλιξης της επιστημονικής σκέψης, γιατί να μην εφαρμοστεί και στο κοινωνικό πεδίο, και πιο συγκεκριμένα στην εξέλιξη μιας ανοιχτής κοινωνίας;
Για τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων στο κοινωνικό πεδίο, είτε αυτά είναι η ανεργία, είτε το κοινωνικά άδικο φορολογικό σύστημα, είτε η μόλυνση του περιβάλλοντος, ο Πόππερ εισάγει την έννοια της «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής». Ένας πολιτικός που επιδιώκει να δώσει απτές και πρακτικές λύσεις σε προβλήματα που απασχολούν το κοινωνικό σώμα είναι κοινωνικός μηχανικός, με την έννοια ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις απώτερες αιτίες της κατάστασης που αντιμετωπίζει ή για τη «φύση» των κοινωνικών φαινομένων, αλλά για το πώς και με ποιόν τρόπο μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση. Και, πάντα κατά τον Πόππερ, η κοινωνική μηχανική καλό είναι να ασκείται βήμα προς βήμα, δηλαδή να εντοπίζονται συγκεκριμένα προβλήματα και να δοκιμάζονται πρακτικές λύσεις, καθότι όποιος δοκιμάσει να υλοποιήσει εδώ και τώρα την ουτοπία, σαν να λέμε να ανακηρύξει την σοσιαλιστική δημοκρατία και να προχωρήσει άμεσα στον σοσιαλιστικό μεταχηματισμό, το πιθανότερο είναι ότι θα τα κάνει στάχτη και μπούρμπερη και θα προξενήσει περισσότερα και οξύτερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει.Ένα άλλο πλεονέκτημα που βλέπει ο Πόππερ στη βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική είναι ότι για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος μπορούν να εξασφαλιστούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, στο βαθμό που η προτεινόμενη λύση είναι πειστική για τους πολλούς. Επομένως η βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης μπορεί να γίνει χωρίς ταξικές αντιπαραθέσεις και βίαιες συγκρούσεις, αλλά με προσεκτικά βήματα που τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής στήριξης.
Είναι σαφές ότι η ποππεριανή κοινωνική μηχανική βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής σκέψης της ριζοσπαστικής αριστεράς, που εκτιμάει πως η κυρίαρχη τάξη δεν είναι διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις σε ζητήματα ζωτικού γι’αυτήν συμφέροντος, οπότε κάποια στιγμή η πρακτική της βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής θα βρεθεί σε αδιέξοδο και θα ανακύψει το ζήτημα της επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, η σκέψη του Πόππερ είναι σαφώς κοντά σε αυτήν της σοσιαλδημοκρατίας. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι μέσα στις σελίδες της «ανοικτής κοινωνίας», που υπενθυμίζουμε πως γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του’40, ο Πόππερ μιλάει κάποια στιγμή επαινετικά για την οικονομική πολιτική των Σουηδών σοσιαλδημοκρατών που τότε ακόμα πρωτοδοκίμαζαν αυτό που αργότερα ονομάστηκε «σουηδικό μοντέλο».
Πάντως ο Πόππερ, παρόλο που δεν πιστεύει στην ουτοπία και υπεραμύνεται του αστικού κράτους, δεν την απορρίπτει τελεσίδικα. Απεναντίας επισημαίνει ότι ο πολιτικός μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να έχει στο μυαλό του την κομμουνιστική ουτοπία και να δοκιμάζει εδώ και τώρα λύσεις που παραπέμπουν σε αυτήν. Ένας αστός πολιτικός για παράδειγμα μπορεί να προκρίνει την προώθηση της πυρηνικής ενέργειας για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, που ίσως να λύνει το ενεργειακό πρόβλημα (εδώ βέβαια έχουν διατυπωθεί ενστάσεις) και να εξασφαλίζει κέρδη στο μεγάλο κεφάλαιο που θα δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ενεργειακής τεχνολογίας. Απεναντίας ένας πολιτικός με αριστερές πεποιθήσεις μπορεί να προωθήσει τη λύση της αιολικής ενέργειας που να παράγεται από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε τρόπο ώστε ο δημότης να έχει το ηλεκτρικό ρεύμα που χρειάζεται, πληρώνοντάς το σε μια τιμή που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της δημοτικής επιχείρησης χωρίς να καρπώνεται υπερκέρδη κανένας επιτήδειος. Ένα τέτοιο μέτρο από μόνο του δεν είναι σοσιαλισμός, έχει όμως μια αριστερή χροιά που προοπτικά παραπέμπει σε κάποιον ευρύτερο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, που μπορεί ίσως να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, μετά από πολλά δοκιμαστικά βήματα κοινωνικής μηχανικής.
Συμπεράσματα-συζήτηση
Έχοντας παρουσιάσει τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο Πόππερ στην «ανοιχτή κοινωνία», συνοψίζω τις βασικές του θέσεις, διατυπώνοντας συγχρόνως και κάποια σχόλια.Ο Πόππερ απορρίπτει κάθε ιδέα περί ιστορικής νομοτέλειας στην κοινωνική εξέλιξη. Με αυτή του τη θέση, βρίσκεται σαφώς στον αντίποδα «μηχανιστικών» προσλήψεων της μαρξιστικής σκέψης, που επικεντρώνονται στους «σιδερένιους νόμους της ιστορίας» με βάση τους οποίους εξελίσσεται η κοινωνία και που «αναπόφευκτα» οδηγείται προς την κομμουνιστική ουτοπία. Όμως, μετά από τις τόσες εμπειρίες που αποκόμισε το αριστερό κίνημα κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, πόσοι άραγε να είναι οι αριστεροί που εξακολουθούν να πιστεύουν στις ιστορικές νομοτέλειες; Αυτό που έχω αντιληφθεί είναι ότι τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, και ίσως και από πιο πριν, μέσα στον κόσμο της Αριστεράς κερδίζει έδαφος μια πιο υποκειμενική θεώρηση, που επικεντρώνεται στην πάλη των τάξεων ή, ακόμα πιο πρόσφατα, στη δράση του «πλήθους» για να εξηγήσει τη δυναμική της κοινωνικής εξέλιξης, αποφεύγοντας τις συγκεκριμένες προβλέψεις για το μέλλον. Μήπως λοιπόν γίναμε εν μέρει «ποππεριανοί» χωρίς αναγκαστικά να έχουμε διαβάσει Πόππερ;
Ο Πόππερ, ως αστός διανοητής που πήρε μια και καλή την απόφαση να ξεκόψει από το αριστερό κίνημα, τείνει να απορρίψει τη χρησιμότητα της ταξικής ανάλυσης στη μελέτη κοινωνικών διεργασιών, αναγνωρίζοντας όμως τη σημασία του οικονομικού παράγοντα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η κάπως διφορούμενη στάση του απέναντι στις προσεγγίσεις με όρους ταξικής ανάλυσης, δεν φαίνεται να υπαγορεύεται από ισχυρά επιχειρήματα περί ανεπάρκειας της έννοιας της πάλης των τάξεων ως μεθοδολογικού εργαλείου. Είναι περισσότερο μια πολιτική επιλογή που εδράζεται στο φόβο ότι η εμμονή της Αριστεράς στην ταξική πάλη μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση, πολιτικές εντάσεις και αιματηρές αντιπαραθέσεις, ή ακόμα και σε μια επαναστατική ανατροπή, την οποία απεύχεται.
Για τον Πόππερ, η επανάσταση σημαίνει αίμα, οδύνες και κοινωνικά προβλήματα οξύτερα από αυτά που υποτίθεται πως επιχειρεί να επιλύσει. Χίλιες φορές προτιμότερη η βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική. Ωστόσο διευκρινίζει πως ο λαός νομιμοποιείται να επαναστατήσει ενάντια σε μια δικτατορία που παραβιάζει στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες. Μια τέτοια θέση θα τη συμμερίζονταν πολύς κόσμος που πρόσκειται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Αυτό που θα αντέτεινα, και που έχει ειπωθεί από διάφορους στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι ότι η ίδια άρχουσα τάξη που είναι διατεθειμένη να σεβαστεί τη δημοκρατική νομιμότητα στο βαθμό που ελέγχει την κατάσταση, μπορεί να αλλάξει στάση και να επιχειρήσει κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, αν βρεθεί απέναντι σε ένα πλειοψηφικό και ειρηνικό μεν, αλλά συνάμα ριζοσπαστικό κίνημα που θα απειλήσει τα ζωτικά της συμφέροντα. Αυτό έδειξε η εμπειρία της Χιλής, το 1973. Κατά συνέπεια, η επαναστατική λύση δεν μπορεί να απορριφθεί τελεσίδικα, στο όνομα της δημοκρατίας και του διαλόγου. Έστω κι’έτσι όμως, ακόμα και όταν οι συνθήκες επιβάλλουν και ευνοούν την «έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα», την επαύριο της επανάστασης ο κόσμος και οι κυβερνώντες θα βρουν μπροστά τους την ανάγκη για μια βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική, προκειμένου να δώσουν λύση στα σοβαρά και επείγοντα προβλήματα που θα έχουν ανακύψει.
Είδαμε ότι ο Πόππερ απορρίπτει το νόμο της αξίας, χαρακτηρίζοντάς τον ως ουσιοκρατικό. Με αυτή του τη στάση ακολουθεί την παράδοση των αστών οικονομολόγων που, από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά, έχοντας ενοχληθεί σφόδρα από τη μαρξιστική έννοια της υπεραξίας και τις πολιτικές της συνέπειες, απέρριψαν ακόμα και τον αστό Ρικάρντο που είχε πρωτοδιατυπώσει το νόμο της αξίας και επικεντρώθηκαν στην κυκλοφορία του εμπορεύματος (προσφορά και ζήτηση). Η αλήθεια όμως είναι ότι και ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει απορρίψει ρητά ή άρρητα αυτόν το θεμελιώδη νόμο της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας, διότι δεν του βρίσκει κάποια λειτουργική χρησιμότητα. Η γνώμη μου, ως ερασιτέχνη περί τα οικονομικά, είναι ότι ο νόμος της αξίας δεν έχει καμμια χρησιμότητα στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, σοσιαλιστικής ή μη, εξυπηρετεί όμως στην ερμηνεία ιδιαίτερα σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών καταστάσεων. Με άλλα λόγια, ο νόμος της αξίας δεν σε βοηθάει στο να υπολογίσεις πόσο θα πουληθούν τα ραδίκια στη λαϊκή αγορά, είναι όμως ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για να ερμηνεύσει κανείς το πώς γίνονται οι οικονομικές κρίσεις ή γιατί υπάρχει ανισότητα στο βιωτικό επίπεδο μεταξύ Βορρά και Νότου.
Να κλείσουμε τώρα με έναν καλό λόγο για την «ανοιχτή κοινωνία» και το συγγραφέα της. Στο βιβλίο αυτό, που το συνιστώ θερμά ως ανάγνωσμα, ο Πόππερ αναδεικνύει μια ευρεία παιδεία που του επιτρέπει να διαπραγματεύεται διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία, η επιστημολογία, η μαθηματική λογική, η φιλοσοφία και τα οικονομικά, ακόμα και να μελετάει στο πρωτότυπο την αρχαία ελληνική γραμματεία. Γνωρίζουμε πολλούς διανοητές σήμερα με τέτοια ευρύτητα γνώσεων και ενδιαφερόντων;
Γιώργος Σκιάνης.